Από γενέσεως πολιτικών συστημάτων, ο συνεκτικός ιστός σε κάθε πολιτικό υποκείμενο είναι η εξουσία, ή η προσδοκία εξουσίας. Τόσο απλά, τόσο κυνικά. Αυτό αφορά, φυσικά, τα κόμματα που κυβέρνησαν, κυβερνούν ή επιδιώκουν στο σχετικά εγγύς μέλλον να αναλάβουν τις τύχες της χώρας, και όχι τις πολιτικές λέσχες που “αναπαύονται” στην αντιπολίτευση, ή τα κόμματα διαμαρτυρίας που επιλέγουν άλλους δρόμους. Όλα χρήσιμα είναι, βεβαίως, ωστόσο οι χώρες και οι πολίτες τους απεχθάνονται, όπως η φύση, το κενό και αναζητούν κυβερνήτες.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση, η διαδρομή του οποίου έχει αναλυθεί δεόντως από πολλούς και επί μακρόν. Ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ, όμως, είτε το θέλει, είτε όχι, είναι πια κόμμα εξουσίας. Έχει γράψει στο κοντέρ του 4 1/2 χρόνια ταραχώδους διακυβέρνησης με θετικά και αρνητικά στοιχεία. Δεν είναι, όμως, πλέον ούτε λέσχη αθώων δικαιωματιστών και ακτιβιστών, ούτε κόμμα διαμαρτυρίας. Και, απ΄ όσο ξέρω, ο Αλέξης Τσίπρας και η ηγετική ομάδα της Κουμουνδούρου επιθυμούν να επιστρέψουν στην διακυβέρνηση της χώρας.
Τις τελευταίες ώρες κάνουν τον γύρο του διαδικτύου πληροφορίες ότι ο Τσίπρας ετοιμάζεται να πει “ως εδώ και μη παρέκει”, με αφορμή τις αποκλίνουσες θέσεις που εκφράζονται ένθεν κακείθεν στο εσωτερικό σχετικά με τα ελληνοτουρκικά, την ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία και άλλα παρεμφερή. Η ατμόσφαιρα είναι βαριά και οι αναθυμιάσεις δρουν παραλυτικά και διαλυτικά. Προσφέρουν, δε, στην συμπολιτευόμενη αντιπολίτευση της αξιωματικής αντιπολίτευσης πλείστα όσα επιχειρήματα για να υπονομευτεί η προσπάθεια ανάκτησης της εμπιστοσύνης των πολιτών και η προοπτική διακυβέρνησης.
Στον ΣΥΡΙΖΑ δεν λειτουργεί, δυστυχώς, ακόμα επαρκώς ο συνεκτικός ιστός που περιέγραψα στην εισαγωγή. Εάν λειτουργούσε, κανένας Τσίπρας δεν θα χρειαζόταν να πει “ως εδώ και μη παρέκει” διότι ακόμα και οι ρόδες των αυτοκινήτων που περνούν από την Πειραιώς στο ύψος της πλατείας Κουμουνδούρου γνωρίζουν πως η προοπτική επιστροφής στην διακυβέρνηση χωρίς τον ίδιο τον Τσίπρα χάνεται στη ζώνη του λυκόφωτος της πολιτικής και μιντιακής ηγεμονίας που επιδέξια οικοδομεί εδώ και καιρό ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Ακόμα και εάν –πράγμα πιθανό-, όπως λέγεται, το πολιτικό σύστημα επιστρέφει σταδιακά στην προμνημονιακή λειτουργία των κυβερνήσεων δύο θητειών και ο πρωθυπουργός έχει περίπου εξασφαλισμένο το ενοικιοστάσιο στο Μέγαρο Μαξίμου μετά από την επόμενη εκλογική αναμέτρηση, ο σαρανταπεντάρης Τσίπρας διατηρεί αλώβητη την ελπίδα μιας –τουλάχιστον-ακόμα ευκαιρίας. Ενώ την ίδια ώρα, κανείς/καμία από τους/τις φερέλπιδες προσωπικότητες του κόμματος δεν μπορεί να ισχυριστεί πως θα κερδίσει τον Μητσοτάκη.
Έχει ειπωθεί αρκετά, θα το επαναλάβω. Το 32% στις εκλογές του Ιουλίου του 2019 ψήφισε, θλιμμένα ή αισιόδοξα, τον Τσίπρα. Και η πλειονότητα όσων προσέλθουν στις κάλπες στις επόμενες εκλογές, πάλι τον Τσίπρα θα πάνε να ψηφίσουν. Το ζήτημα είναι τι θα γίνει με όσους και όσες δεν πάνε να ψηφίσουν- αυτό είναι ένα θέμα που ξανά τον Τσίπρα πρέπει να απασχολήσει.
Οι “53” είναι ένα υπολογίσιμο και εξαιρετικά χρήσιμο ρεύμα. Προσφέρει ζωντάνια και πλουραλισμό σε ένα κόμμα που λειτουργεί με άλλους όρους από τους πασοκονεοδημοκρατικούς μηχανισμούς της τελευταίας 45αετίας. Τα στελέχη τους είναι “μυστήρια τρένα” (όπως και ολόκληρο το κόμμα εν τέλει) αλλά είναι λάθος να ισχυριστεί κανείς πως έχουν σκοπό να υπονομεύσουν τον Τσίπρα. Δυστυχώς, όμως, με ένα συμπαγές άθροισμα αντιπάλων δυνάμεων απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ, αυτό συμβαίνει.
Ευθύνη γι αυτό έχει κι ο ίδιος ο Τσίπρας, ο οποίος συχνά διακατέχεται από το γεγονός πως δίπλα σε αυτούς τους ανθρώπους πορεύτηκε από τα πολιτικά γεννοφάσκια του. Έμαθε να τους σέβεται και να τους υπολογίζει, ακόμα κι όταν κάποιοι εξ αυτών δεν τον σεβάστηκαν ως πρωθυπουργό και αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Τα κόμματα εξουσίας, όμως, δεν λειτουργούν ως “ο αρχηγός και οι φίλοι του”. Όσοι –ο Κώστας Καραμανλής είναι ένας εξ αυτών- επαναπαύτηκαν στην ψευτο-ασφάλεια της φιλίας βρέθηκαν με διαλυμένο κόμμα και με σμπαραλιασμένο εκλογικό ποσοστό.
Οι ώρες των δύσκολων αποφάσεων για τον Τσίπρα, λοιπόν, πλησιάζουν. Κάποιοι ήλπιζαν πως αυτό θα μπορούσε να γίνει συντεταγμένα και πολιτισμένα μέσω του συνεδρίου διεύρυνσης και μετασχηματισμού. Φαίνεται, όμως, πως είτε λόγω κοροναϊού, είτε λόγω αναβλητικότητας και αγκυλώσεων, το συνέδριο αργεί. Κι όσο αργεί τόσο επιδιώκουν ορισμένοι να κατοχυρώσουν εδάφη που δεν τους ανήκουν και να θέσουν την ηγεσία σε μια ιδιότυπη ομηρία ποσοστώσεων και συνιστωσών που υποτίθεται πως είχαν καταργηθεί σε προηγούμενο συνέδριο.
Για τον Τσίπρα ένα μόνο απομένει. Να “σπάσει αβγά”. Διότι, εν τέλει, κόμμα εξουσίας γίνεσαι στην αξιωματική αντιπολίτευση. Εκεί εκπαιδεύεσαι, προετοιμάζεσαι, δημιουργείς φυτώριο στελεχών, δημιουργείς ή “δανείζεσαι” τους τεχνοκράτες που απαιτεί μια διακυβέρνηση, ανακτάς την επαφή σου με τους πολίτες, “οργώνεις” την επικράτεια και ιδρύεις ομάδες επιρροής, συνομιλείς με τις ελίτ (ακόμα και τις αντίπαλες), και, κυρίως, ενισχύεις το προφίλ του αρχηγού και την πολιτικοιδεολογική σου ταυτότητα με την προβολή συγκεκριμένου προγράμματος εξουσίας.
Σε αυτή την πορεία που πρέπει να είναι οργανωμένη και σύντομη (ο χρόνος είναι πάντοτε εχθρός), ο Τσίπρας είναι το μοναδικό ακλόνητο στοιχείο. Είναι ο όρος για να σπεύσουν να σε συναντήσουν οι πολίτες-ψηφοφόροι. Δεν χρειάζονται ιδιαίτερες γνώσεις πολιτικού μάρκετινγκ για να το κατανοήσει κανείς. Πρέπει να το πιστέψει, όμως, και ο ίδιος και οι σύντροφοί του. Όποιος δεν το δέχεται κακό του κεφαλιού του. Αρκεί να μετράει το μπόϊ του τις σωστές ώρες της μέρας και όχι όποτε και όπου τον βολεύει…