“Μετά τις συζητήσεις μου με Έλληνες και Τούρκους ηγέτες, οι δύο Σύμμαχοι συμφώνησαν να ξεκινήσουν τεχνικές συνομιλίες στο ΝΑΤΟ για τη θέσπιση μηχανισμών στρατιωτικής απομόνωσης (αποκλιμάκωσης) για τη μείωση του κινδύνου συμβάντων και ατυχημάτων στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Ελλάδα και η Τουρκία είναι πολύτιμοι Σύμμαχοι και το ΝΑΤΟ είναι μια σημαντική πλατφόρμα για διαβουλεύσεις για όλα τα θέματα που επηρεάζουν την κοινή μας ασφάλεια. Παραμένω σε στενή επαφή με όλους τους ενδιαφερόμενους Συμμάχους για να βρω μια λύση στις εντάσεις στο πνεύμα της αλληλεγγύης του ΝΑΤΟ”.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Η δήλωση του Γενικού Γραμματέα του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ είναι σαφής. Και ο ανώτατος αξιωματούχος της συμμαχίας δεν είναι τρολ για να αναρτά στον επίσημο λογαριασμό του στο twitter εικασίες ή fake news.
Following my discussions with Greek & Turkish leaders, the two Allies have agreed to enter into technical talks at #NATO to establish deconfliction mechanisms and reduce the risk of incidents & accidents in the #EastMed. https://t.co/Kc70MlNPzY
— Jens Stoltenberg (@jensstoltenberg) September 3, 2020
Όπως μεταδίδει η DW και σύμφωνα με το πρακτορείο Ρόιτερς, σε επανάληψη χθεσινοβραδινού του τηλεγραφήματος αναφέρει ότι Ελλάδα και Τουρκία συμφώνησαν σε τεχνικές συνομιλίες, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τη διάψευση της ελληνικής πλευράς.
Η διάψευση αναμεταδίδεται ωστόσο από τα περισσότερα γερμανικά μέσα ενημέρωσης που εξηγούν ότι η Ελλάδα θέτει ως όρο την αποχώρηση του Ορούτς Ρέις από την ελληνική υφαλοκρηπίδα.
Εκπρόσωπος του ΝΑΤΟ που δεν κατονομάζεται και που μίλησε στο γερμανικό πρακτορείο ειδήσεων dpa δεν θέλησε να σχολιάσει τη στάση της Αθήνας. Παρέπεμψε όμως στο ότι ήδη χθες Πέμπτη υπήρξαν τεχνικές συνομιλίες -«τεχνική συνάντηση» όπως αναφέρει συγκεκριμένα το δημοσίευμα- μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στην έδρα του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες.
Ο Στόλτενμπεργκ ενημέρωσε σχετικά την Άγκελα Μέρκελ και το ΝΑΤΟ επιμένει πως οι “τεχνικές συναντήσεις” ξεκίνησαν ήδη. Το γεγονός πως Αθήνα και Άγκυρα διέψευσαν τον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ δεν πρέπει να υποτιμηθεί, ωστόσο είναι προφανές πως αμφότερες οι κυβερνήσεις δεν συνδιαλέγονται μόνο με τους συμμάχους τους αλλά και με το εσωτερικό τους ακροατήριο. Υπάρχουν, λοιπόν, πράγματα που λέγονται και δεν γίνονται και άλλα που γίνονται και δεν λέγονται, όπως έλεγε και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.
Τρεις παρατηρήσεις που δεν πρέπει να διαλάθουν της προσοχής μας:
- Μερικά 24ωρα μετά την μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί και ενώ η ελληνική κυβέρνηση καλούσε την διεθνή κοινότητα να καταδικάσει την προσβλητική και προκλητική απόφαση Ερντογάν, ο εξ απορρήτων του Τούρκου προέδρου Ιμπραχίμ Καλίν και η διπλωματική σύμβουλος του πρωθυπουργού Ελένη Σουρανή συνομιλούσαν μυστικά στο Βερολίνο υπό γερμανική “ομπρέλα”. Την είδηση δεν θα την μαθαίναμε ίσως ποτέ εάν δεν την πρόδιδε ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου για τις δικές του σκοπιμότητες. Ως εκ τούτου, οι διαψεύσεις Αθήνας και Άγκυρας σχετικά με τον “τεχνικό διάλογο” που ήδη ξεκίνησε, κατά τον Στόλτενμπεργκ, πρέπει να ζυγιστούν καλά.
- Το ΝΑΤΟ δεν είναι “ουδέτερος” χώρος για έναν τέτοιο διάλογο. Οι έως σήμερα δηλώσεις και παρεμβάσεις του διέπονται από “ίσες αποστάσεις” έναντι της Ελλάδας και της Τουρκίας, κάτι που πάντοτε καταλήγει υπέρ της δεύτερης. Ο “συμμαχικός” μηχανισμός δεν αντιλαμβάνεται τον Ερντογάν ως ταραξία ή θύτη και την Ελλάδα ως υφιστάμενη την τουρκική παραβατικότητα. Η ανακοίνωσή του είναι σαφής: Ελλάδα και Τουρκία είναι “πολύτιμοι σύμμαχοι”, αλλά όλοι κατανοούν ποιος είναι “πολυτιμότερος”. Οιαδήποτε συζήτηση, λοιπόν, μέσω του ΝΑΤΟ είναι εξαιρετικά παρακινδυνευμένη.
- Μετά την παρέμβαση-δήλωση περί “μαξιμαλισμών” της συμβούλου του ύπατου εκπροσώπου της ΕΕ, Ισπανού Ζοζέπ Μπορέλ, αλλά και τις κατά καιρούς δηλώσεις του τελευταίου, είναι προφανές πως και αυτός κινείται αποκλίνων υπέρ του Ερντογάν. Έθεσε, άλλωστε, ως διαφιλονικούμενο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και το θέμα των “χωρικών υδάτων”, κάτι που τον καθιστά αναξιόπιστο διαμεσολαβητή.
Συμπέρασμα: Με κατατετεθιμένο επίσημα και δια στόματος Ερντογάν πως η Τουρκία επιθυμεί “άνευ όρων διάλογο για όλα” και ακλόνητη την ελληνική θέση πως διάλογος μπορεί να γίνει μόνο για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας (+ΑΟΖ), το ερώτημα περί της σκοπιμότητας μιας τέτοιας διαπραγμάτευσης παραμένει. Εάν, λοιπόν, υπάρχουν σε εξέλιξη μυστικά κάποιες διαβουλεύσεις χωρίς να έχει αποσαφηνιστεί το πλαίσιο, είναι πιθανό να δημιουργηθούν τετελεσμένα σχετικά με τις προθέσεις εταίρων, συμμάχων και διαμεσολαβητών.
Μια κάποια γραμμή αμύνης έναντι των πιέσεων που δέχεται και θα δεχθεί εντονότερα η Ελλάδα για να διαπραγματευθεί με την Τουρκία θα ήταν η εμπλοκή πιο ενεργά της Γαλλίας. Να μετατραπεί η γερμανική διαμεσολάβηση σε γερμανογαλλική -ευρωπαϊκή- και να ενεργοποιηθεί περισσότερο και ο αμερικανικός παράγοντας, ιδιαίτερα εάν χάσει τις εκλογές ο Ντόναλντ Τραμπ.
Αλλιώς κινδυνεύουμε να εμπλακούμε σε έναν διάλογο με την Τουρκία να μην προβαίνει σε σαφείς και οριστικές κινήσεις αποκλιμάκωσης, με τις κυρώσεις αιωρούμενες, και με διαμεσολαβητές (Βερολίνο, Μπορέλ, ΝΑΤΟ) στους οποίους δεν μπορούμε να έχουμε καμία εμπιστοσύνη.