Η επάνοδος στους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ θα πρέπει να εξετασθεί το επόμενο έτος, δήλωσε ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΣΜ), Κλάους Ρέγκλινγκ, μιλώντας σε συνέδριο στη Γερμανία, ενώ παράλληλα τάχθηκε υπέρ της αναθεώρησης των κανόνων αυτών, ώστε το πλαίσιο δημοσιονομικής εποπτείας να είναι απλούστερο και πιο αξιόπιστο.
Ο κ. Ρέγκλινγκ πρόσθεσε ότι μία πρόωρη επιστροφή στους κανόνες αυτούς θα μπορούσε να προκαλέσει μία νέα ύφεση αλλά και ότι μία πολύ αργή επάνοδος θα μπορούσε να οδηγήσει στην υπερχρέωση αρκετών χωρών.
Ο διευθύνων σύμβουλος του ESM σημείωσε ότι οι επενδυτές δεν έχουν ιδιαίτερη εμπιστοσύνη στο σημερινό Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ), ενώ τόνισε ότι η αναθεώρηση του ΣΣΑ είναι αναγκαία και για τον λόγο ότι η αξιολόγηση της δημοσιονομικής πολιτικής βασίζεται, μεταξύ άλλων, σε ένα εκτιμώμενο μέγεθος, αυτό του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης. “Για τον λόγο αυτό, θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε την τρέχουσα κατάσταση – με την άρση των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ για τα δημοσιονομικά ελλείμματα το 2020 και κατά πάσα πιθανότητα και το 2021 – για να συμφωνήσουμε σε ένα βελτιωμένο, απλούστερο και πιο αξιόπιστο πλαίσιο δημοσιονομικής εποπτείας”, είπε.
Αναφερόμενος στην κατάσταση της οικονομίας της Ευρωζώνης, ο Ρέγκλινγκ είπε ότι η κρίση του κορονοϊού είναι αναμφίβολα η χειρότερη που έχει υπάρξει ποτέ, καθώς υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα και οι οικονομικές επιδόσεις δεν θα επανέλθουν στα προ της κρίσης επίπεδα πριν από το 2022 στην καλύτερη περίπτωση. Τόνισε, πάντως, ότι μετά το χαμηλότερο σημείο της κρίσης τον Απρίλιο υπάρχει μία σαφής ανάκαμψη, με πολλούς δείκτες να έχουν βελτιωθεί σημαντικά το επόμενο τρίμηνο και με ορισμένους να φθάνουν σχεδόν στα προ της κρίσης επίπεδα. “Ωστόσο”, πρόσθεσε, “η ανάκαμψη έχασε τη δυναμική της ξανά τον Αύγουστο, καθώς η αβεβαιότητα για την προοπτική ενός δεύτερου κύματος κρουσμάτων παραμένει μεγάλη σε κάποιες χώρες της Ευρωζώνης”. Οι επενδυτές, σημείωσε, αναβάλλουν τις επενδύσεις τους και πολλοί καταναλωτές προτιμούν να αποταμιεύουν παρά να καταναλώνουν. Όπως είπε, το ποσοστό αποταμίευσης στην Ευρωζώνη προβλέπεται να ανέλθει στο 19% φέτος από περίπου 13% το 2019, ενώ θεωρεί ότι η εκτίμηση αυτή θα αναθεωρηθεί ανοδικά. “Αυτή η αλλαγή στη συμπεριφορά όσον αφορά τις ατομικές αποταμιεύσεις είναι κατανοητή λόγω των αβεβαιοτήτων αλλά είναι προβληματική για την οικονομία στο σύνολό της”, είπε.
Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε ο επικεφαλής του ESM στην ανάγκη να προωθηθούν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις από τις χώρες της Ευρωζώνης τα επόμενα χρόνια, καθώς ο ίδιος βλέπει τέσσερις λόγους που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά τη μελλοντική ανάπτυξη: Πρώτον, ο δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης θα είναι πιθανόν χαμηλότερος μετά την κρίση, καθώς η πανδημία καταστρέφει κεφάλαιο, περιλαμβανομένου ανθρώπινου κεφαλαίου. Δεύτερον, η κατάρρευση του παγκόσμιου εμπορίου σημαίνει χαμηλότερο ανταγωνισμό και συνεπώς χαμηλότερη αύξηση της παραγωγικότητας. Τρίτον, ο Ρέγκλινγκ είπε ότι ανησυχεί για το τραπεζικό σύστημα και το ενδεχόμενο να επηρεαστεί η παροχή πιστώσεων από τις τα τράπεζες στην οικονομία. Τέταρτον, το υψηλότερο δημόσιο χρέος, που σήμερα, όπως είπε, είναι αναπόφευκτο, μπορεί να έχει αρνητική επίπτωση στην ανάπτυξη μακροπρόθεσμα και η επάνοδος σε διατηρήσιμα ελλείμματα δεν θα είναι εύκολη.