Μια δύσκολη για απλούς πολίτες, μη γνώστες του Ποινικού και Συνταγματικού Δικαίου, αλλά εξαιρετικά χρήσιμη για όσους πραγματικά θέλουν να κατανοήσουν την πραγματικότητα σχετικά με την πολιτική αντιπαράθεση των ημερών περί την “Χρυσή Αυγή” και τη δίκη της εγκληματικής οργάνωσης, πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο των συζητήσεων του e-kyklos του Ευάγγελου Βενιζέλου.
Εξέχοντες νομικοί υπό τον συντονισμό του πρώην προέδρου του ΠΑΣΟΚ και πανεπιστημιακού εξήγησαν και ανέλυσαν πλήρως τι συμβαίνει με το νέο Ποινικό Κώδικα “σπάζοντας” τα στερεότυπα που επιχειρήθηκε να δημιουργηθούν για λόγους πολιτικής και κομματικής σκοπιμότητας.
Παραθέτουμε εκτενή αποσπάσματα, αρχής γενομένης από την ομιλία του Ευάγγελου Βενιζέλου (η πλήρης απομαγνητοφώνηση των ομιλιών ΕΔΩ ):
Φθάσαμε να έχουμε τώρα μία ποινική καταδίκη για βαριά αδικήματα, για εγκληματική οργάνωση, για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, σε πρώτο βαθμό και περιμένουμε, αφού μάθαμε και την απόφαση επί της ποινής, να δούμε πώς θα γίνει δεκτή η πρόταση της εισαγγελικής έδρας για την αναστέλλουσα δύναμη της έφεσης που θα ασκηθεί.
Κατά τη γνώμη μου, το γεγονός ότι η Εισαγγελέας της έδρας πρότεινε να απαλλαγούν για το αδίκημα της σύστασης εγκληματικής οργάνωσης και προτείνει να χορηγηθεί η αναστέλλουσα δύναμη τώρα, έως ότου έχουμε τελεσίδικη απόφαση, δείχνει ότι ούτε οι διαδηλώσεις, ούτε οι δηλώσεις πολιτικών προσώπων επηρεάζουν τη Δικαστική Εξουσία, η ισταμένη Δικαιοσύνη με την Εισαγγελέα της έδρας έχει μία άποψη, δεν επηρεάζεται από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, η καθημένη Δικαιοσύνη, οι τρεις Δικαστές του Εφετείου Κακουργημάτων έχουν τη δική τους άποψη κατά δικανική πεποίθηση με την αιτιολογία που θα τη δούμε και αναλυτικά στην καθαρογραμμένη απόφαση. Τώρα βεβαίως έχουμε μία απόφαση πρώτου βαθμού, εκκρεμεί η κατ’ έφεση δίκη, εκκρεμεί πιθανότατα η αναίρεση και εκκρεμεί και η ατομική προσφυγή που προφανώς θα ασκήσουν πολλοί κατηγορούμενοι, ιδίως καταδικασθέντες, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Kαι συνέχισε σχετικά με όσα ειπώθηκαν το τελευταίο διάστημα για το εάν ο νέος Ποινικός Κώδικας κατέληξε σε ευνοϊκότερες ή όχι ρυθμίσεις για την Χρυσή Αυγή, ή ακόμα περισσότερο εάν διατάξεις του εκπονήθηκαν με αυτό τον σκοπό:
Έγινε επίσης πολλή συζήτηση για τη στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων. Μήπως ο Ποινικός Κώδικας ο καινούριος, από τον Ιούλιο του 2019 και μετά, πριν τις εκλογές ψηφισμένος, εμπεριείχε μία σκοπιμότητα, να διευκολυνθεί η ποινική μεταχείριση των κατηγορουμένων για τη συμμετοχή στην εγκληματική οργάνωση της Χρυσής Αυγής με επιεικέστερο πλαίσιο ποινής για την εγκληματική οργάνωση στο άρθρο 187, γιατί μειώθηκαν τα πλαίσια, θα τα ακούσουμε από τους ειδικότερους εμού ποινικολόγους;
Μήπως το γεγονός ότι καταργείται συνολικά, με ρητό και κατηγορηματικό τρόπο, ως μία αντίληψη δικαιοκρατική η παρεπόμενη ποινή της στέρησης πολιτικών δικαιωμάτων και εισάγεται η παρεπόμενη ποινή της στέρησης θέσεων και αξιωμάτων για όλους, όχι για τις υποθέσεις αυτές μόνο, όχι για τη «Χρυσή Αυγή», αλλά γενικώς, στο γενικό μέρος του Ποινικού Κώδικα, μήπως εμπεριείχε κάποια σκοπιμότητα ή είναι μία σωστή δικαιοπολιτικά και σύγχρονη επιλογή ποινικού φιλελευθερισμού και Κράτους Δικαίου;
Το βέβαιον είναι ότι και ο προγενέστερος Ποινικός Κώδικας προέβλεπε παρεπόμενη ποινή στέρησης πολιτικών δικαιωμάτων όταν καθίσταται η απόφαση αμετάκλητη, γιατί αυτό το προβλέπει το Σύνταγμα στο άρθρο 51 παράγραφος 3 ρητά και ο ισχύων Κώδικας τώρα προβλέπει ότι όλα αφορούν την αμετάκλητη απόφαση. Άρα, ούτως ή άλλως, είτε είχαμε αλλαγή του Ποινικού Κώδικα είτε όχι, από την πρωτοβάθμια απόφαση έως τη φάση της αναίρεσης και την αμετάκλητη απόφαση, θα είχαν ακόμα και έγκλειστοι στις φυλακές οι καταδικασθέντες τη δυνατότητα να ασκούν πλήρως όλα τα πολιτικά τους δικαιώματα και να διεκδικούν και την κομματική τους έκφραση. Άρα ο πολίτης θα έπρεπε μόνος του να αποφασίσει να σταθεί απέναντί τους και να επιβάλλει ή να μην επιβάλλει τις δικές του κυρώσεις με τη δική του πολιτική βούληση και πολιτική επιλογή.
Υπάρχει ένα άλλο θέμα, επίσης, ποινικολογικού χαρακτήρα το οποίο έχει προκύψει. Ο ισχύων τώρα Ποινικός Κώδικας απαιτεί περισσότερο χρόνο πραγματικής έκτισης της ποινής πριν τεθεί ζήτημα υπό όρον απόλυσης, δυνητικής, με απόφαση του αρμοδίου δικαστηρίου, τα 2/3, ο προγενέστερος τα 2/5, αλλά ο προγενέστερος είναι ο επιεικέστερος που ίσχυσε διαχρονικά. Άρα εδώ έχουμε ένα συνδυασμό επιεικέστερου πλαισίου ποινής και παλιού τρόπου υπολογισμού του ελάχιστου χρόνου έκτισης της ποινής, προκειμένου να ζητηθεί υπό όρον απόλυση, και σε αυτό πρέπει να δοθεί μία απάντηση.
Το γεγονός ότι καταργήθηκε η παρεπόμενη ποινή της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων, στερεί τη δυνατότητα από τον εκλογικό νομοθέτη, όχι τον ποινικό, να προβλέψει στον εκλογικό νόμο και τώρα, γιατί δεν έχουμε απαγόρευση αναδρομικότητας ποινικού νόμου, έχουμε εκλογική νομοθεσία, τη δυνατότητα να προβλέπει περιορισμούς του εκλογικού δικαιώματος για κάποιες κατηγορίες αμετακλήτως καταδικασθέντων για σοβαρά εγκλήματα δημοκρατικής απαξίας και για ένα περιορισμένο χρόνο σύμφωνα με την Αρχή της αναλογικότητας;
Υποστήριξα πρόσφατα με ένα άρθρο μου στα «Νέα» ότι αυτό βεβαίως και μπορεί να γίνει, το προβλέπει το άρθρο 51 παράγραφος 3 του Συντάγματος, δεν απαιτεί παρεπόμενη ποινή, απαιτεί αμετάκλητη καταδίκη σε κύρια ποινή. Άλλωστε το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στο Αστικό Δίκαιο με αυτόν που τίθεται σε δικαστική απαγόρευση, σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση όπως λέγεται τώρα, όπως το προβλέπει και για αυτούς που δεν έχουν συμπληρώσει το όριο ηλικίας. Όποιος δεν έχει ενεργό εκλογικό δικαίωμα, δεν έχει και δικαίωμα του εκλέγεσθαι σύμφωνα με το άρθρο 55, άρα δεν μπορεί να εκλεγεί βουλευτής, ή αν προκύψει ο λόγος αυτός, μπορεί να εκπέσει από βουλευτής με απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου. Άρα ούτως ή άλλως έχουμε τη δυνατότητα να ασχοληθούμε με τις ρυθμίσεις της εκλογικής νομοθεσίας.
Ένα τελευταίο ερώτημα. Ισχύει το τεκμήριο αθωότητας μετά την πρωτοβάθμια καταδίκη; Έχει πει το Στρασβούργο, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ότι ισχύει.
Επίσης τίποτα από όλα αυτά δεν αναιρεί την υποχρέωσή μας να σεβόμαστε τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου η οποία έχει ασχοληθεί πολύ με τα εκλογικά δικαιώματα των εγκλείστων στις φυλακές, ιδίως σε βρετανικού χαρακτήρα υποθέσεις –και ρωσικού βεβαίως– άρα ψηφίζουν οι κρατούμενοι και βεβαίως μπορούν να είναι και υποψήφιοι. Έχουμε δει στο παρελθόν υπόδικους ή κατάδικους που ήταν υποψήφιοι και εξελέγησαν βουλευτές υπό άλλες συνθήκες, σε άλλη μεριά του πολιτικού φάσματος της χώρας.
Κορυφαίο ζήτημα –και με αυτό τελειώνω την, δυστυχώς, μακρύτερη από ό,τι ήθελα εισαγωγή μου, αλλά ήθελα να θέσω το πανόραμα των θεμάτων– είναι η ευθύνη των πολιτών. Δεν μπορεί ο πολίτης να κρυφτεί πίσω από οποιαδήποτε δικαστική απόφαση. Η δικαστική απόφαση θωρακίζει τη Δημοκρατία και το Κράτος δικαίου, αλλά η ευθύνη των πολιτών, ανδρών και γυναικών, είναι ευθύνη των πολιτών και για αυτό που ψήφισαν και για αυτό που θα ψηφίσουν, και για το παρελθόν τους και για το συλλογικό μας μέλλον, για τη συλλογική μας μοίρα που είναι το άλλο όνομα της Ιστορίας.
Ο Νίκος Αλιβιζάτος σχετικά με πιθανή επανεμφάνιση της “Χρυσής Αυγής”:
Τι θα γίνει αύριο; Μπορεί η Χρυσή Αυγή αύριο να εμφανιστεί; Νομίζω ότι πράγματι και νομίζω ότι ορθά το τοποθετήσατε, με τροποποίηση του εκλογικού νόμου μπορεί να προβλεφθεί το αυτονόητο, ότι ένα κόμμα το οποίο έχει χαρακτηριστεί ως εγκληματική οργάνωση δεν μπορεί να κατεβάζει υποψηφίους και δεν μπορεί να ανακηρύσσονται υποψήφιοι οι βουλευτές του. Με αυτό νομίζω ότι δεν μπορεί κάποιος λογικά να διαφωνεί. Το ερώτημα είναι αν η κόρη του κ. Μιχαλολιάκου ιδρύσει τα «Χρυσά Αυγά» ας πούμε, ένα άλλο κόμμα, και εμφανιστεί η ίδια με μερικούς ακόμη από τους διωχθέντες, πάλι θα μπορούσε, κατά τη γνώμη μου, να υπάρξει ένας νόμος που να πει κόμματα τα οποία κατεβάζουν υποψηφίους που έχουν καταδικαστεί αμετακλήτως θα έλεγα, λόγω συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση, αμετακλήτως επειδή το λέει το Σύνταγμα, δεν μπορούν να κατέβουν στις εκλογές.
Η προσωπική μου γνώμη θα ήταν ότι πρέπει βάσει του άρθρου 29 –και νομίζω την άποψη αυτή την έχει υποστηρίξει πρώτα παλαιότερα ο συνάδελφος Σωτηρέλης– ο εκτελεστικός νόμος του άρθρου 29 του Συντάγματος, δηλαδή ο εκλογικός νόμος θα μπορούσε να προβλέψει ότι το Α’ τμήμα του Αρείου Πάγου είναι αρμόδιο να κρίνει εάν οι συνδυασμοί του συγκεκριμένου κόμματος που έχει κάποια χαρακτηριστικά –ποια είναι αυτά είναι το ζητούμενο– δεν μπορεί να αναγνωριστούν και εκεί είναι το πολύ κρίσιμο στοιχείο που μπαίνει μέσα και το βάζω, αν θέλετε, ανοικτό για συζήτηση. Η προσωπική μου γνώμη είναι ότι δεν μπορείς να βάλεις στο ίδιο τσουβάλι ένα κόμμα με ακραίες απόψεις το οποίο όμως δεν χρησιμοποιεί ως στοιχείο της καθημερινής δράσης του τη βία, αλλά ενδεχομένως είναι ένα γεγονός ότι οι οπαδοί του σε μία διαδήλωση σπάνε μία βιτρίνα, δεν είναι το ίδιο πράγμα με ένα κόμμα σαν τη «Χρυσή Αυγή» με τα τάγματα εφόδου, με τις γνωστές στολές, με τον εκφοβισμό του κόσμου κ.λπ., όπου είναι σύμφυτο με την έννοια του κόμματος ή της ομάδας το στοιχείο της βίας. Εάν μπορούσαμε αυτό να το προσδιορίσουμε σε επίπεδο νόμου, να το κάνουμε. Δεν πιστεύω ότι θα τα καταφέρουμε.
Έχω, λοιπόν, την εντύπωση και εδώ νομίζω ότι εντοπίζονται οι διαφωνίες που έχουν ακουστεί και ανάμεσά μας, σε όσους ασχολούμαστε με αυτά τα θέματα, εν τέλει έχουμε ή δεν έχουμε εμπιστοσύνη στον Έλληνα Δικαστή. Αυτός είναι ο οποίος θα το κρίνει, το Α’ τμήμα του Αρείου Πάγου, στον οποίο θα εμπιστευτούμε αυτή την πολύ κρίσιμη αρμοδιότητα, εάν, με άλλα λόγια, αυτός ο οποίος εμφανίζεται ενώπιόν του έχει τέτοια στοιχεία που να τον παρομοιάζουν, να τον εξισώσουν, χωρίς βέβαια να έχει βγει κάποια απόφαση αναγκαστικά έως τότε, με εγκληματική οργάνωση και που δεν θα πρέπει να τον αφήσουμε να κατέβει στις εκλογές. Μέχρι στιγμής αυτά λέω για τα συνταγματικά. Για τη στέρηση του πολιτικού δικαιώματος να τα πούμε στη συνέχεια.
Ευ. Βενιζέλος περί απαγόρευσης:
…Ως προς τα κόμματα, ως προς τη συλλογική οντότητα, έχουμε έναν προβληματισμό. Απαγόρευση πολιτικού κόμματος, κατά τη γνώμη μου, δεν μπορούμε να έχουμε, αλλά και ιστορικά έχει αποδειχθεί μάταιη, γιατί οι ιδέες αυτές και οι κοινωνικές αντιλήψεις, οι οποίες συγκροτούνται σε ομάδες, μεταλλάσσονται και παίρνουν άλλη μορφή κομματική με πολύ μεγάλη ευκολία. Οι φιλοναζιστικές ιδέες έχουν εκφραστεί με πολλούς τρόπους στη Γερμανία για παράδειγμα. Άρα απαγορεύεις το ένα κόμμα, εμφανίζεται ένα άλλο. Το θέμα είναι εάν τα πρόσωπα που ηγούνται μίας κομματικής οντότητας είναι καταδικασμένα και έχουν περιορισμούς του εκλογικού δικαιώματος ή εάν υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι μία εγκληματική οργάνωση θέλει να αποκτήσει την προβιά του κόμματος, τότε, ναι, ο εκλογικός νόμος πρέπει να απαγορεύσει να καταστρατηγηθεί η στέρηση των εκλογικών δικαιωμάτων και να απαγορεύσει την καταχρηστική μεταμφίεση μίας εγκληματικής οργάνωσης σε πολιτικό κόμμα. Αυτό είναι κάτι διαφορετικό από την απαγόρευση του πολιτικού κόμματος.
…Εάν υποθέσουμε ότι ο κ. Μιχαλολιάκος ήταν βουλευτής, για να εκπέσει από βουλευτής τώρα, εάν η «Χρυσή Αυγή» ήταν στη Βουλή, θα έπρεπε ο εκλογικός νόμος να προβλέψει τον περιορισμό του ενεργητικού εκλογικού του δικαιώματος και μετά ο Πρόεδρος της Βουλής να διαπιστώσει το λόγο της έκπτωσης. Αυτός θα προσέφευγε στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο και θα είχαμε απόφαση του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, αυτό είναι το πλέγμα το συνταγματικό. Συμφωνώ με την ποινικολογική προσέγγιση, αλλά εάν θέλουμε να φθάσουμε σε ένα πρακτικό αποτέλεσμα πρέπει να φτάσουμε ξεκινώντας από την αφετηρία των συνταγματικών διατάξεων, αυτό λέω. Αυτό είναι το θέμα.
…Ορθώς ο Ποινικός Κώδικας εκσυγχρονίστηκε, είμαστε μία χώρα που είχε ανάγκη από έναν ποινικό εκσυγχρονισμό. Νομίζω ότι προσβάλλουν την Επιστήμη του Ποινικού Δικαίου και πρόσωπα υψηλού κύρους όσοι ισχυρίζονται ότι ο Ποινικός Κώδικας ήταν ένα τέχνασμα για να διευκολυνθεί η «Χρυσή Αυγή». Ήταν προϊόν μακράς επιστημονικής επώασης με μεγάλη ευθύνη.
Δεν χρειαζόμασταν παρεπόμενη ποινή στέρησης πολιτικών δικαιωμάτων, ο εκλογικός νόμος, αξιοποιώντας, ή εφαρμόζοντας μάλλον, το άρθρο 51 παράγραφος 3 του Συντάγματος μπορεί να προβλέψει στο πλαίσιο της Αρχής της Αναλογικότητας περιορισμούς στο εκλογικό δικαίωμα με αμετάκλητη καταδίκη σε κύρια ποινή για ορισμένα εγκλήματα υψηλής απαξίας και αυτό συμπαρασύρει και το παθητικό εκλογικό δικαίωμα, το δικαίωμα του εκλέγεσθαι, κατά το άρθρο 55 του Συντάγματος.
Τα θέματα της απαγόρευσης των πολιτικών κομμάτων είναι άκρως ευαίσθητα και χρειάζονται πολύ προσεκτική προσέγγιση, αλλά, σίγουρα, μία εγκληματική οργάνωση δεν μπορεί να μετονομασθεί σε κόμμα και όσοι έχουν στερήσεις κατά το άρθρο 51 παράγραφος 3 Σ. του εκλογικού τους δικαιώματος, ενεργητικού και παθητικού, δεν μπορούν να μετάσχουν στις εκλογές. Όλα αυτά, όμως, προϋποθέτουν αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Άρα, έχουμε μπροστά μας πολύ χρόνο.
Η παρέμβαση της Ελισάβετ Συμεωνίδου- Καστανίδου, μέλος της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής του Ποινικού Κώδικα:
Πρέπει να πω ότι για πολλά χρόνια η Χρυσή Αυγή δρούσε ανενόχλητη, κατά κυριολεξία ανενόχλητη. Το γεγονός ότι κτυπούσε τους ψαράδες, το γεγονός ότι επιτίθετο στα μέλη του ΠΑΜΕ, το γεγονός ότι σκότωσε τον Πακιστανό, άφηνε τραγικά αδιάφορη την Αστυνομία, την Εισαγγελία και τις άλλες Αρχές. Δεν πρέπει να τα ξεχνούμε αυτά. Δεν πρέπει να τα ξεχνούμε κυρίως για να μην επαναληφθούν. Να θυμίσω ότι είχαμε καταγγελίες από ευρωπαϊκούς Οργανισμούς και από διεθνείς Οργανισμούς προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που πίεζαν την Κυβέρνηση να αντιδράσει και δεν αντιδρούσε κανείς. Ήταν σαν να μη συνέβαινε τίποτα, σαν να υπήρχε ένα παράλληλο σύμπαν στο οποίο η «Χρυσή Αυγή» μπορούσε να δρα ανενόχλητη. Αυτό ήταν το μεγάλο πρόβλημα το οποίο διόγκωσε τη δύναμη της «Χρυσής Αυγής» και είδαμε πολύ καλά ότι χρειάσθηκε –δεν θα έπρεπε να χρειασθεί– η δολοφονία Φύσσα, ώστε να αρχίσει η ποινική διαδικασία και να φθάσουμε εκεί που φθάσαμε μέχρι σήμερα.