Η συζήτηση στη Βουλή για την πανδημία και η πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης συνιστά για τους προσεκτικούς παρατηρητές μια σημαντική αλλαγή κλίματος.
Δεν είναι ακριβές πως ο πρωθυπουργός απέφυγε για ακόμα μια φορά την αυτοκριτική, ακριβέστερο είναι πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναγκάστηκε, για πρώτη φορά, να διατυπώσει λόγο αυτοκριτικής. Μέχρι εκείνου του σημείου, όμως, που “αντέχει” το αφήγημα της επιτυχίας που καλλιέργησε μετά το πρώτο κύμα της πανδημίας. Ακόμα κι έτσι, όμως, κινήθηκε μεταξύ της ανάληψης ευθύνης –“πέσαμε έξω”– σχετικά με την καθυστερημένη λήψη μέτρων στη Θεσσαλονίκη που κινδυνεύει να μετατραπεί σε ελληνικό Μπέργκαμο (όπως επισημαίνουν οι επιστήμονες) και της προσπάθειας να εκμαιεύσει κλίμα συναίνεσης για να μην απομονωθεί πολιτικά.
Δεν είναι βέβαιο πως το κατάφερε. Ήδη μια δημοσκόπηση (Open) δείχνει πως επτά στους δέκα πολίτες επιρρίπτουν ευθύνες στους κυβερνητικούς χειρισμούς, κάτι που πόρρω απέχει από το κλίμα ηγεμονίας και τις εντυπώσεις περί του “αλάνθαστου” που αποτυπώνονταν σε προηγούμενες μετρήσεις.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ξεκίνησε στην πρωτομιλία του στη Βουλή με σαφή διάθεση να μην αναλάβει ευθύνες και κατέληξε στην τριτομιλία του να υιοθετεί κάποιες από τις προτάσεις των αρχηγών των κομμάτων της αντιπολίτευσης για να ρίξει την αυλαία της συζήτησης με μία αίσθηση συναίνεσης.
Ωστόσο, είναι σαφές πως βρέθηκε πολιτικά απομονωμένος. Έκδηλος, άλλωστε, ο εκνευρισμός του που τον οδήγησε να ανοίξει μέτωπα με όλους τους αρχηγούς. Με τον Δημήτρη Κουτσούμπα, τον Γιάνη Βαρουφάκη, τη Φώφη Γεννηματά και, φυσικά, τον Αλέξη Τσίπρα. Χωρίς να χρειάζεται να συνεννοηθεί, η αντιπολίτευση εμφανίστηκε συντεταγμένη και η κριτική της ήταν πυκνή, έντονη και τεκμηριωμένη. Και, κυρίως, κατέληγε σε συγκεκριμένες προτάσεις.
Η κατάσταση της πανδημίας έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο και αυτό δεν αφορά μόνο τη Θεσσαλονίκη. Τα πρωθυπουργικά “διαγγέλματα” έχουν εξαντλήσει τη χρησιμότητά τους, ενώ και η επιτροπή υπό τον Σωτήρη Τσιόδρα δεν διαθέτει πια τα χαρακτηριστικά της πολιτικής ασπίδας όπως την προηγούμενη περίοδο. Η “ομολογία” του υπουργού Ανάπτυξης, παρά τις προσπάθειες να “ερμηνευτεί” και να άρει τις εντυπώσεις που δικαίως δημιουργήθηκαν, ήταν σοβαρό πλήγμα στην εικόνα ισχύος που ήθελε να παρουσιάζει η κυβέρνηση.
Ο πρωθυπουργός, άλλωστε, είτε γιατί το ήθελε, είτε γιατί του ξέφυγε, έβαλε στο κάδρο των ευθυνών για τις ανεπαρκείς ή και λανθασμένες προβλέψεις και τους “ειδικούς” που μέχρι τώρα επικαλούνταν. Στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης είναι αλήθεια πως ο Σωτήρης Τσιόδρας έλεγε στα τέλη Σεπτεμβρίου πως “στη Θεσσαλονίκη όλα πάνε καλά” και δέκα μέρες αργότερα η συμπρωτεύουσα μετατράπηκε σε μια τεράστια εστία κρουσμάτων, με το σύστημα υγείας της να έχει φθάσει στο ακραίο όριο αντοχής του.
Προφανείς οι ευθύνες -που εμμέσως αποδόθηκαν από τον ίδιο τον πρωθυπουργό- του δημάρχου Θεσσαλονίκης Κ. Ζέρβα και του περιφερειάρχη Απ. Τζιτζικώστα. Μόνο που δεν κλείνει εκεί ο κύκλος. Ο υφυπουργός Πολιτικής Προστασίας Νίκος Χαρδαλιάς ανεβοκατέβαινε στη Θεσσαλονίκη, άρα είχε πλήρη εικόνα.
Εφεξής, ο κ. Μητσοτάκης δεν διαθέτει την λάμψη της επιτυχίας του πρώτου κύματος, ούτε την “ασυλία” των ειδικών. Φαίνεται πως το κατανοεί και η υιοθέτηση προτάσεων της αντιπολίτευσης ίσως δείχνει πως έχει αντιληφθεί τις αδυναμίες του.
Από την άλλη, πρέπει κανείς να επισημάνει πως οι περισσότεροι πολιτικοί αρχηγοί έδειξαν πως αντιλαμβάνονται την ουσία του ρόλου τους. Δεν προσήλθαν για να “αλιεύσουν” οφέλη στα πολιτικά, επιχειρησιακά και επικοινωνιακά κενά που αφήνουν οι κυβερνητικοί χειρισμοί αλλά με πραγματική διάθεση να συνεισφέρουν σε μια εξαιρετικά κρίσιμη συγκυρία.
Σ.Κ