Από το ξέσπασμα της πανδημίας, στις αρχές του 2020, μέχρι και σήμερα, καταγράφεται μία χωρίς προηγούμενο συστράτευση, επιστημόνων, ερευνητών και φαρμακευτικών εταιρειών να ενεργοποιήσουν υπάρχουσες δραστικές ουσίες, αλλά και να αναπτύξουν νέες, αποτελεσματικές θεραπείες, καθώς και εμβόλια προκειμένου να χαράξουν στρατηγικές ανάσχεσης και αντιμετώπισης της λοίμωξης του νέου κοροναϊού.
Της Ρούλας Σκουρογιάννη
Ο αγώνας όλων αυτών, αλλά και των κρατών, των κυβερνήσεων, των φορέων της δημόσιας Υγείας, αφορούσε τρεις θεραπευτικούς πυλώνες:
- τον περιορισμό (ή και τη διακοπή) της μετάδοσης του ιού,
- την ελάττωση των επιπτώσεων της CΟVID-19 (μείωση επιπλοκών στους ασθενείς και της θνητότητας),
- την πρόληψη της λοίμωξης μέσω του εμβολιασμού.
Καθώς το εμβόλιο αργούσε, το βάρος έπεσε στις άμεσα διαθέσιμες θεραπείες, μία από τις οποίες ήταν και η ρεμδεσιβίρη.
Η επίσημη ενημέρωση από τους ειδικούς της επιτροπής εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας μας πληροφορούσε καθημερινά για τις –πολλές σε αριθμό– κλινικές μελέτες που βρίσκονταν σε εξέλιξη, δοκιμάζοντας ένα φάρμακο ή συνδυασμό περισσοτέρων για τη λοίμωξη COVID-19. Από την αρχή της πανδημίας ενημερωθήκαμε για τη ρεμδεσιβίρη, όπως και για τη θεραπεία πλάσματος, τη χλωροκίνη, την υδροξυχλωροκίνη, τα κορτικοστεροειδή, τα μονοκλωνικά αντισώματα, που βρίσκονταν υπό συνεχή αξιολόγηση.
Το ερευνητικό ταξίδι για τη ρεμδεσιβίρη
Η ρεμδεσιβίρη είναι ένα αντι-ιικό φάρμακο που χρησιμοποιήθηκε εξαρχής στη θεραπεία της λοίμωξης COVID-19, καθώς δρα ανακόπτοντας τον πολλαπλασιασμό του ιού SARS-CoV-2. Σύμφωνα με τις κλινικές μελέτες, η ρεμδεσιβίρη επιτάχυνε την αποκατάσταση νοσηλευόμενων ασθενών με COVID-19 κατά 5 ημέρες. Οι ειδικοί από τον περασμένο Φεβρουάριο, χαρακτήριζαν το ενδοφλέβια χορηγούμενο (πειραματικό τότε αντι-ιικό ευρέως φάσματος) φάρμακο ως μια πολλά υποσχόμενη θεραπεία, ως ένα δυνατό όπλο από τα διαθέσιμα στη μάχη κατά του κορονοϊού.
Η ουσία ήταν γνωστή στους επιστήμονες, καθώς αναπτύχθηκε αρχικά για τη θεραπεία της ηπατίτιδας C, ενώ είχε μελετηθεί και για τη θεραπεία του αναπνευστικού συνδρόμου SARS, που προκαλούσαν οι κορονοϊοί SARS-CoV και MERS-CoV, και είχε επιδείξει δράση τόσο in vitro όσο και in vivo σε πειραματόζωα κατά των παραπάνω ιών, οι οποίοι είναι επίσης κορονοϊοί και μοιάζουν δομικά με το SARS-CoV-2.
- Είχε, επίσης, μελετηθεί για την αντιμετώπιση του ιού Ebola, αλλά η αποτελεσματικότητά του αποδείχτηκε περιορισμένη για το συγκεκριμένο ιό.
Από το Φεβρουάριο, οι υγειονομικές αρχές της Κίνας είχαν αρχίσει τις δικές τους δοκιμές για την αξιολόγηση της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας του Remdesivir, κυρίως στην επαρχία Hubei, όπου ανήκει η πόλη Wuhan, από όπου ξεκίνησε η πανδημία.
Αν και, έως τον περασμένο Μάιο, δεν έχει λάβει άδεια κυκλοφορίας πουθενά στον κόσμο για οποιαδήποτε χρήση, οι μελέτες που είχαν προηγηθεί για τους άλλους κορονοϊούς και τον Ebola, είχαν αποδείξει την ασφάλειά του για χρήση σε ανθρώπους. Για το λόγο αυτό, σε συνδυασμό με τις προχωρημένες δοκιμές (Φάσης 3) σε Κίνα και Αμερική (κατόπιν έγκρισης από τον FDA του αιτήματος της εταιρείας Gilead που έχει αναπτύξει αυτό το πειραματικό φάρμακο), το Remdesivir ήταν ένα από τα πρώτα φάρμακα που χρησιμοποιήθηκαν από την αρχή της πανδημίας, δίνοντας ελπίδα και καλύτερη πρόβλεψη σε χιλιάδες ασθενείς με Covid-19 αλλά και συγγενείς τους σε όλο τον κόσμο.
Οι πρώτες εκείνες μελέτες αξιολογούσαν την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα του Remdesivir ύστερα από πενθήμερη ή δεκαήμερη χορήγηση σε ασθενείς σε σοβαρή κατάσταση, αλλά και σε ασθενείς με μέτρια εκδήλωση της νόσου.
Τον περασμένο Μάρτιο, ενημερωνόμαστε ότι η ρεμδεσιβίρη είχε χορηγηθεί ως πειραματικό φάρμακο σε Έλληνες ασθενείς που νοσηλεύονταν (σε νοσοκομεία της Πάτρας αλλά και της Αθήνα, σύμφωνα με τον καθηγητή λοιμωξιολογίας Νίκο Σύψα), στο πλαίσιο κλινικής μελέτης.
Η 1η έγκριση από το FDA
Είναι πρωτομαγιά του 2020, όταν η αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) έδωσε άδεια στην εταιρεία Gilead Sciences Inc για την έκτακτη χρήση του πειραματικού αντιικού φαρμάκου Remdesivir στη θεραπεία ασθενών με τη νόσο COVID-19, με τον πρόεδρο Trump να εκφράζει τη χαρά του για την έγκριση της θεραπείας.
Το Μάιο του 2020, το φάρμακο έλαβε, επίσης, έγκριση στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Τους πρώτους μήνες του καλοκαιριού, η ρεμδεσιβίρη έχει ήδη εγκριθεί για χρήση σε βαρέως πάσχοντες ασθενείς στην Αυστραλία, στην Ινδία, στη Νότιο Κορέα, ενώ έχει λάβει πλήρη έγκριση στην Ιαπωνία.
Το πρώτο φάρμακο που λαμβάνει έγκριση στην Ευρώπη
Στις 3 Ιουλίου του 2020, η χρήση της Ρεμδεσιβίρης εγκρίνεται σε όλη την Ευρώπη, όταν η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Φαρμάκων (EMA) -μέσα από μία fast track διαδικασία αναθεώρησης- εισηγείται την αδειοδότηση για «υπό όρους κυκλοφορία» του αντιικού remdesivir εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για ασθενείς που έχουν προσβληθεί από τον νέο κορονοϊό.
Η Υπηρεσία ανακοίνωσε ότι συνιστά τη χρήση του φαρμάκου σε ενηλίκους και εφήβους από την ηλικία των 12 ετών και άνω που πάσχουν από πνευμονία, χρήσουζα υποστήριξης οξυγόνου, αφορά δηλαδή ασθενείς με σοβαρή μορφή της λοίμωξης.
Έτσι, το remdesivir γίνεται το πρώτο αντι-ιικό φάρμακο που λαμβάνει έγκριση στην Ευρωπαϊκή Ένωση για τη θεραπεία του Covid19, ύστερα από μία διαδικασία εξέτασης που άρχισε από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκου στα τέλη Απριλίου. Η Κομισιόν είχε ανακοινώσει ότι είναι σε διαπραγματεύσεις με την Gilead για την εξασφάλιση (30.000 θεραπευτικών) δόσεων του remdesivir για τις 27 χώρες της Ε.Ε. Το διάστημα εκείνο, οι συζητήσεις αφορούσαν τις δυσκολίες να έρθει το φάρμακο στην Ευρώπη (παρά την έγκριση), μετά τη συμφωνία που έκλεισαν οι ΗΠΑ με την οποία εξασφάλιζαν όλη την παραγωγή του φαρμάκου για τον Ιούλιο και το 90% της παραγωγής για τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο.
Στις 22 Οκτωβρίου 2020, η αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) χορήγησε πλήρη έγκριση στο αντιιικό φάρμακο ρεμδεσιβίρη για θεραπεία ασθενών που νοσηλεύονται με Covid-19, επιβεβαιώνοντας την υπό όρους έγκριση που είχε δοθεί στη ρεμδεσιβίρη το Μάιο.
Οι μελέτες για τη ρεμδεσιβίρη συνεχίζονται…
Όλο αυτό το διάστημα, ισχυρά δεδομένα από πολλαπλές τυχαιοποιημένες, ελεγχόμενες μελέτες που δημοσιεύονται σε επιστημονικά περιοδικά μετά από έλεγχο και αξιολόγηση της Ρεμδεσιβίρης καταδεικνύουν τα κλινικά οφέλη του φαρμάκου, όπως τη σημαντικά ταχύτερη ανάρρωση, η οποία σε καιρό πανδημίας είναι εξαιρετικά πιο σημαντική από ό,τι σε απόλυτες τιμές, και επιφέρει παράλληλη ωφέλεια στην αποσυμπίεση του συστήματος με την απελευθέρωση των περιορισμένων νοσοκομειακών πόρων. Με βάση αυτά τα δεδομένα, μέχρι σήμερα, το remdesivir έχει εγκριθεί εξολοκλήρου ή υπό όρους ως θεραπεία της COVID-19 σε περίπου 50 χώρες παγκοσμίως.
- Τα οφέλη του remdesivir έχουν καταδειχθεί σε τρεις τυχαιοποιημένες, ελεγχόμενες κλινικές μελέτες, συμπεριλαμβανομένης μιας κλινικής μελέτης τυχαιοποιημένης, διπλά τυφλής, ελεγχόμενης με εικονικό φάρμακο (ACTT-1). Η μελέτη αυτή κατέστησε το remdesivir ως την θεραπεία αναφοράς σε όλες τις κλινικές μελέτες που ακολούθησαν για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας και της ασφάλειας των ερευνητικών φαρμάκων.
- Η δοκιμή ACTT-1 του Εθνικού Ινστιτούτου Αλλεργίας και Λοιμωδών Νοσημάτων (NIAID) κατέδειξε ότι το remdesivir επιταχύνει το χρόνο ανάρρωσης κατά πέντε ημέρες σε νοσηλευόμενους ασθενείς συνολικά και κατά επτά ημέρες σε ασθενείς που έχρηζαν συμπληρωματικής παροχής οξυγόνου κατά την ένταξη στη μελέτη, σε σύγκριση με εικονικό φάρμακο.
- Τα δεδομένα της ACTT-1 δημοσιεύθηκαν ύστερα από έλεγχο και αξιολόγηση στο έγκριτο New England Journal of Medicine και έχουν οδηγήσει στην ενσωμάτωση του remdesivir σε πολλές κατευθυντήριες οδηγίες και θεραπευτικούς αλγορίθμους. Τα δεδομένα υποστήριξαν επίσης εγκρίσεις από κανονιστικές αρχές ή προσωρινές αδειοδοτήσεις για τη θεραπεία της COVID-19 σε περίπου 50 χώρες παγκοσμίως.
Τα επιστημονικά δεδομένα οδηγούν, πλέον, στο να αναγνωρίζεται το remdesivir ως θεραπεία αναφοράς για την αντιμετώπιση της COVID-19 σε ασθενείς που νοσηλεύονται με πνευμονία, σύμφωνα με τις οδηγίες πολλών έγκριτων εθνικών οργανισμών και επιστημονικών εταιρειών, όπως στις ΗΠΑ του Εθνικού Ινστιτούτου Υγείας (NIH) και της Επιστημονικής Εταιρείας Λοιμώξεων (IDSA), αλλά και επίσημων Οργανισμών του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γερμανίας, της Ελλάδας, της Ιαπωνίας και άλλων κρατών.
Το remdesivir αποτελεί τη βάση στην έρευνα για την εύρεση αποτελεσματικών συνδυασμών για τη θεραπευτική αντιμετώπιση της νόσου, όπως για παράδειγμα, την ανακοίνωση στις 26 Νοεμβρίου, του FDA ότι εξέδωσε άδεια χρήσης έκτακτης ανάγκης (EUA) για το φάρμακο baricitinib, σε συνδυασμό με το αντιιϊκό φάρμακο remdesivir, για τη θεραπεία ύποπτης ή εργαστηριακά επιβεβαιωμένης COVID-19 σε νοσηλευόμενους ενήλικες και παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας 2 ετών και άνω, που χρειάζονται συμπληρωματικό οξυγόνο, επεμβατικό μηχανικό αερισμό (διασωλήνωση) ή οξυγόνωση με εξωσωματική μεμβράνη (ECMO). Σε μια κλινική δοκιμή σε νοσηλευόμενους ασθενείς με COVID-19, το baricitinib, σε συνδυασμό με το remdesivir, φάνηκε να μειώνει (κατά απόλυτο μια ημέρα) το χρόνο έως την ανάρρωση εντός 29 ημερών μετά την έναρξη της θεραπείας σε σύγκριση με ασθενείς που έλαβαν μόνο το remdesivir.
Η θέση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας
Στον αντίποδα όλης αυτής της πορείας του remdesivir από τη χρήση του ως πειραματικό αντι-ιικό φάρμακο έως την έγκρισή του ως πρώτη και μόνη εγκεκριμένη αντι-ιική θεραπεία αναφοράς για την αντιμετώπιση της COVID-19 σε ασθενείς που νοσηλεύονται με πνευμονία, οι επιφυλάξεις που έχει εκφράσει ο ΠΟΥ για την αποτελεσματικότητα του remdesivir προκαλούν ερωτήματα.
Στα εύλογα ερώτημα για τη στάση του ΠΟΥ, παραθέτουμε την επίσημη απάντηση της Gilead Sciences: «Είναι απογοητευτικό που οι οδηγίες του ΠΟΥ φαίνεται να αγνοούν αυτά τα στοιχεία σε μια εποχή που οι ασθενείς που νοσηλεύονται αυξάνονται δραματικά, σε όλο τον κόσμο, και οι γιατροί βασίζονται στο remdesivir ως την πρώτη και μόνη εγκεκριμένη αντι-ιική θεραπεία για ασθενείς με COVID-19 σε περίπου 50 χώρες»._