Καθώς συσσωρεύονται περισσότερα δεδομένα για το πόσο διαρκεί η πιο μολυσματική και μεταδοτική φάση της νόσου Covid-19 στους περισσότερους ανθρώπους -συνήθως από δύο μέρες πριν την εκδήλωση των πρώτων συμπτωμάτων έως πέντε μέρες μετά- οι επιστήμονες και οι αρμόδιες υγειονομικές αρχές των κρατών αντιμετωπίζουν ένα δίλημμα: μήπως θα έπρεπε να μειωθεί η διάρκεια της συνιστώμενης απομόνωσης των ασθενών, εάν μάλιστα κάτι τέτοιο τους δώσει μεγαλύτερο κίνητρο να υπακούουν στις άνωθεν οδηγίες;
Το Σεπτέμβριο η Γαλλία μείωσε από 14 σε επτά τις απαιτούμενες μέρες απομόνωσης των ατόμων που διαγιγνώσκονται με τον κορονοϊό SARS-CoV-2. Η Γερμανία εξετάζει την περαιτέρω μείωση στις πέντε μέρες, ενώ και τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) των ΗΠΑ, σύμφωνα με τους «Τάιμς της Νέας Υόρκης», τα οποία μέχρι σήμερα συνιστούν ελάχιστη απομόνωση διάρκειας δέκα ημερών από την αρχή της Covid-19, εξετάζουν να μικρύνουν αυτό το χρονικό διάστημα. Πιθανώς θα εκδώσουν νέες οδηγίες, ίσως και την επόμενη εβδομάδα, σύμφωνα με πηγές (δύο ομοσπονδιακούς αξιωματούχους) που είναι σε γνώση των σχετικών συζητήσεων. Τον Ιούλιο τα DCD είχαν περιορίσει τη συνιστώμενη περίοδο απομόνωσης από 14 σε δέκα μέρες.
Μια πρόσφατη έρευνα στη Βρετανία βρήκε ότι μόνο ο ένας στους πέντε ανθρώπους απομονώνεται πραγματικά για δέκα μέρες μετά την εμφάνιση των συμπτωμάτων. «Ακόμη κι αν κάνουμε περισσότερα τεστ, αν δεν μπορούμε να διασφαλίσουμε ότι οι άνθρωποι θα αυτο-απομονωθούν, τότε δεν νομίζω ότι θα μπορέσουμε να ελέγξουμε την εξάπλωση του κορονοϊού», δήλωσε η λοιμωξιολόγος δρ Μάγκε Τσέβικ του Πανεπιστημίου Σεντ ‘Αντριους της Σκωτίας, επικεφαλής πρόσφατης σημαντικής μεγάλης μελέτης στο ιατρικό περιοδικό “Lancet Microbe”, σύμφωνα με την οποία είναι πιθανότερο κάποιος φορέας του κορονοϊού SARS-CoV-2 να τον μεταδώσει έως την πέμπτη μέρα από την έναρξη των συμπτωμάτων του.
Η μελέτη (μετα-ανάλυση) επιβεβαιώνει ότι ένας άνθρωπος είναι πιο μεταδοτικός στο αρχικό στάδιο της λοίμωξης Covid-19, όταν συνήθως έχει μεγαλύτερο ιικό φορτίο. Γι’ αυτό, σύμφωνα με τους επιστήμονες, είναι κρίσιμη η έγκαιρη απομόνωση όσων έχουν μολυνθεί. Προηγούμενες έρευνες είχαν καταλήξει στην εκτίμηση ότι οι άνθρωποι είναι πιο μεταδοτικοί μία έως δύο μέρες πριν την έναρξη των συμπτωμάτων. Σε συνδυασμό και με τη νέα μελέτη, η πρώτη εβδομάδα της λοίμωξης φαίνεται να είναι η πιο επικίνδυνη για μετάδοση.
Διάγνωση κατόπιν εορτής
Ένα βασικό πρόβλημα, σύμφωνα με τους επιστήμονες, είναι ότι πολλοί άνθρωποι κάνουν τεστ κορονοϊού αφού περάσουν τουλάχιστον μία έως δύο μέρες, αφότου αρχίσουν να νιώθουν άρρωστοι. Αν προστεθεί και η καθυστέρηση δύο έως τριών ημερών για να βγουν τα αποτελέσματα του μοριακού τεστ, τότε συχνά μαθαίνει κανείς ότι έχει μολυνθεί από τον κορονοϊό, όταν πια πλησιάζει προς το τέλος της πιο μεταδοτικής περιόδου του (το πρόβλημα είναι μικρότερο με τα γρήγορα τεστ ανίχνευσης αντιγόνου). Γι’ αυτό, ολοένα περισσότεροι επιστήμονες τάσσονται υπέρ της σύντμησης της διάρκειας απομόνωσης.
Από την άλλη, λίγοι ασθενείς που έχουν μεγάλο ιικό φορτίο ή εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα, μπορεί να αποβάλουν τον ιό στο περιβάλλον ακόμη και 20 μέρες -καμιά φορά έως και τρεις μήνες- μετά την έναρξη των συμπτωμάτων. Με δεδομένο όμως ότι οι περισσότεροι άνθρωποι αρρωσταίνουν ήπια από τον κορονοϊό και τον μεταδίδουν για περίπου μία εβδομάδα, το δίλημμα είναι προφανές: πρέπει οι υγειονομικές αρχές να μικρύνουν το χρόνο απομόνωσης (ιδίως αν αυτό σημαίνει ότι περισσότεροι άνθρωποι θα συμμορφωθούν) ή η απομόνωση δεν πρέπει να συντομευθεί, προκειμένου να καλύπτει σχεδόν κάθε περιστατικό, έστω και με μεγαλύτερο τίμημα για την κοινωνία και την οικονομία;
Λοιμωξιολόγοι όπως η δρ Τσέβικ τάσσονται πλέον υπέρ της πενθήμερης απομόνωσης. Στο ίδιο μήκος κύματος, ο δρ Μάικλ Μίνα της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ τονίζει ότι «αν ακόμη κι αν κάνει κάποιος αμέσως το μοριακό τεστ PCR, την πρώτη κιόλας μέρα των συμπτωμάτων του, εωσότου πάρει τα αποτελέσματα, το 90% της αποβολής του κορονοϊού στο περιβάλλον του θα έχει ολοκληρωθεί, καθώς, όπως έδειξε και η νέα μετα-ανάλυση, το «παράθυρο» μετάδοσης είναι πολύ σύντομο».
Σύμφωνα με τον επιδημιολόγο Στέφαν Μπάραλ του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς, αν μια μικρότερη περίοδος απομόνωσης ενθαρρύνει περισσότερους ανθρώπους να αυτό-απομονωθούν, το όφελος θα είναι μεγαλύτερο από τον όποιο αυξημένο κίνδυνο για την κοινότητα, επειδή λίγοι ασθενείς θα συνεχίσουν να αποβάλουν ένα μικρό ιικό φορτίο μετά την πέμπτη μέρα από την έναρξη των συμπτωμάτων τους. Σε αυτό δήλωσε σύμφωνη και η ιολόγος ‘Αντζελα Ρασμούσεν του Πανεπιστημίου Τζορτζτάουν της Ουάσιγκτον.
Σημειωτέον ότι οι ασυμπτωματικοί ασθενείς φαίνεται συνήθως να «καθαρίζουν» τον κορονοϊό ακόμη πιο γρήγορα από το σώμα τους (αλλά στο μεταξύ έχουν κάνει τη «ζημιά» σε άλλους γύρω τους). Οι ηλικιωμένοι μεταδίδουν τον ιό για περισσότερες μέρες από ό,τι οι νέοι και τα παιδιά, είναι όμως πολύ σπάνιο να είναι μεταδοτικοί μετά από εννέα μέρες λοίμωξης.
Επειδή η μεταδοτικότητα του κορονοϊού κορυφώνεται αρκετά γρήγορα, μια συνέπεια είναι ότι κινδυνεύουν περισσότερο να κολλήσουν οι γιατροί και νοσηλευτές στις απλές κλινικές νοσηλείας και όχι στις μονάδες εντατικής θεραπείας, όπου όταν πια φθάνει ο ασθενής, βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο και συνήθως δεν είναι πια τόσο μεταδοτικός.
Η Τσέβικ συμβουλεύει να απομονώνεται μόνος του όποιος νιώθει το παραμικρό σύμπτωμα, όπως ενοχλήσεις στο λαιμό και πόνους στο κεφάλι ή στους μυς (αν και αυτά τα συμπτώματα μπορεί κάλλιστα να αφορούν άλλες λοιμώξεις, όπως ένα απλό κρυολόγημα) και να κάνει αργότερα ένα γρήγορο τεστ για να επιβεβαιώσει αν έχει κορονοϊό ή όχι. Χρήσιμα θα είναι εν προκειμένω τα νέα κατ’ οίκον γρήγορα τεστ, που θα δείχνουν άμεσα αν κάποιος έχει κορονοϊό.