Πόσες φορές, σε εποχές κοινωνικής και ηθικής κρίσης, δεν έχει ακουστεί το «που είναι οι πνευματικοί άνθρωποι, γιατί δεν μιλούν, γιατί δεν υψώνουν το ανάστημά τους σε αυτή τη βαρβαρότητα που ζούμε;». Πόσες φορές αναζητήσαμε το φωτεινό λόγο των συγγραφέων, των ποιητών, των φιλοσόφων όταν μας έσκιαζε η φοβέρα και μας πλάκωνε η σκλαβιά, για να πιαστούμε, να κρατηθούμε, να σταθούμε όρθιοι εμείς οι κοινοί θνητοί;
Του Αντρέα Παναγόπουλου
Και να, που αυτές τις ημέρες η φωνή τους ακούστηκε από την κορυφή του θεϊκού Ολύμπου όσο και από εκείνη του πνευματικού μας Παρνασσού η βροντερή φωνή δύο επιφανών διανοούμενων:
«Έχω ένα είδος απογοήτευσης και θυμού για το πώς φέρθηκε η κοινωνία σε διαφορετικές ηλικίες. Δηλαδή, ένα μωρό παιδί το θεωρούμε άξιο για να ζήσει, αλλά δεν ξέρουμε αν είναι βόδι όρθιο ή είναι άνθρωπος που έχει μια αξία. Έναν γέρο ξέρουμε τι ψάρια έπιασε στη ζωή του. Εγώ, αν ήταν να σώσω έναν άνθρωπο στην ηλικία μου, που ζει ακόμα και δεν τα ‘χει χάσει, παρά ένα παιδί που δεν ξέρω τι θα γίνει, θα ’σωζα τον γέροντα, γιατί να το ρισκάρω, ο γέρος είναι μια πραγματική αξία, αναγνωρισμένη. Το παιδί δεν ξέρω».
Κώστας Τσόκλης, εικαστικός (28/11/2020 ΕΡΤ)
“Και θυμάμαι το συγκεκριμένο ποίημα του Σεφέρη κάθε φορά, τους τελευταίους μήνες, που η κρατική στην Ελλάδα τηλεόραση μεταδίδει την εκκλησιαστική λατρεία χωρίς λατρεύουσα εκκλησία, μόνο με μιαν άσχετη, σχεδόν κωμική φιγούρα χειρονόμου ορχηστή στην οθόνη να παλεύει, με γκριμάτσες και νοήματα, να κάνει κατανοητά τα δρώμενα και λεγόμενα, σε κωφάλαλους. «Υψιστε Θεέ», που θα ’λεγε ο Παπαδιαμάντης, έχουμε στη χώρα μας πάνω από εκατό μιτροφόρους (με αυτοκρατορικό διάδημα) επισκόπους, που μισθοδοτούνται από το κράτος και λαμπροφορούν για να «εξυπηρετούνται οι θρησκευτικές ανάγκες του λαού»! Δεν βρέθηκε ούτε ένας να διαμαρτυρηθεί ή να καγχάσει γι’ αυτή την κωμική παντομίμα, το ανθρωπάκι με τις γκριμάτσες και τα νοήματα, που θέλει να κάνει «κατανοητή» την ιλιγγιώδη ποίηση της εκκλησιαστικής λατρείας;”
Χρήστος Γιανναράς (29/11/2020 Καθημερινή)
Και το σκοτάδι, αντί να φωτιστεί, έγινε πιο βαθύ, πιο ερεβώδες…
Οι δύο επιφανέστατοι εκπρόσωποι, από την όχθη του Αχέροντα, κάνουν επιλογή ψυχών ο εις και προεφηβικά σχόλια για τη νοηματική γλώσσα ο έτερος. Και δεν θα θέλαμε να μας πουν –αν και μπορούμε να φανταστούμε- για το ποια τύχη θα επιφύλασσε για ένα παιδάκι που θα γεννιόταν με σύνδρομο Down ένας και το τι θα σχολίαζε αν έβλεπε δύο κωφάλαλους να συνομιλούν, ο άλλος. Φαντάζομαι ότι θα εκάγχαζε ακόμη περισσότερο με την «κωμική» τους παντομίμα…
Απίστευτα όσα λέει ο Τσόκλης και όσα γράφει ο Γιανναράς;
Όχι! Πιστευτά!
Αυτοί είναι οι πνευματικοί «ταγοί» που απόμειναν από τον Παλιό Κόσμο. Αυτός είναι στη χώρα μας, ο πνευματικός πυρήνας της χολερικής ιδεολογίας αυτού που το Ταρίκ Αλί είχε πρώτος ονομάσει «ακραίο Κέντρο».
Ιδεολογία που «γεννιέται» στα τέλη του περασμένου αιώνα, στην εποχή του Μπλερ –ως «θατσερισμός με ανθρώπινο πρόσωπο»- και του Σημίτη, στα καθ’ ημάς, ως (υπο)προϊόν του νεοφιλελευθερισμού και του σοσιαλφιλελευθερισμού και έχει ως βασική επιδίωξη την ανατροπή κάθε είδους ισορροπιών θα εξασφάλιζε ένα κοινωνικό συμβόλαιο, τη βίαιη αναδιανομή του πλούτου υπέρ των λίγων με παράλληλη φτωχοποίηση των πολλών, το σάρωμα των κατακτήσεων του κόσμου της εργασίας και κάθε μορφής προστασίας των αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων από την όξυνση των ανισοτήτων που παράγει ο καπιταλισμός.
Αυτός ο ιδεολογικός «Φρανκεστάιν» υιοθετήθηκε πολύ σύντομα από τις οικονομικές και πνευματικές ελίτ, όπως είχε ακριβώς συμβεί με το κυρίαρχο ρεύμα της ριζοσπαστικής Δεξιάς, στα τέλη της δεκαετίας του ’20, στην Ιταλία και στη Γερμανία, με τις γνωστές συνέπειες.
Τυχαία όσα λένε ο Τσόκλης και ο Γιανναράς;
Όχι! Απολύτως επίκαιρα και ενταγμένα στο κυρίαρχο αφήγημα!
Το «ακραίο Κέντρο» έχει ανάγκη στήριξης του αφηγήματός του ώστε να αποκτήσει πνευματικό και φιλοσοφικό υπόβαθρο. Άξιους γέροντες χρειαζόμαστε, όχι νέα παιδιά που αύριο μπορεί «γίνουν βόδια» ή ακόμη χειρότερα να βγαίνουν στους δρόμους των διεκδικήσεων. Πικάσο χρειαζόμαστε, όχι κυρά-Μαρίες και πλεμπαίους. Τι κι αν ο ίδιος ο Πικάσο είχε πει το μεγαλειώδες «Κάθε παιδί είναι καλλιτέχνης. Το θέμα είναι πώς θα παραμείνει καλλιτέχνης μεγαλώνοντας».
Διόλου τυχαία, τις μέρες αυτές είδαν το φως της δημοσιότητας και οι δηλώσεις δύο επιφανών αντιδημάρχων στο ίδιο ακριβώς κλίμα. Η μεν μία είδε τους διαδηλωτές του Πολυτεχνείου ως “κατσαρίδες και τρωκτικά”, ο δε άλλος αποθύμησε το Μπάντεν-Μπάντεν και την Αστον Μάρτιν του που καμιά “κυρά-Μαρία” δεν έχει ποτέ δει ούτε στα πιο τρελά της όνειρα…
Ιδού λοιπόν. Οι πνευματικοί μας άνθρωποι μίλησαν μέσα σε αυτή την εποχή που όλα τα έσκιαζε η φοβέρα… Όμως έβαλαν πολλές περικοκλάδες. Πολλές φλυαρίες.
Οι δύο επιφανέστατοι εκπρόσωποι της νεοελληνικής διανόησης θα έπρεπε να τηρούν το «λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν». Οι Φριτς Λεντς (Fritz Lenz), Όιγκεν Φίσερ (Eugen Fischer), και Ότμαρ φον Φέρσουερ (Otmar von Verschuer), ναζιστές θεωρητικοί της ευγονικής το έλεγαν με δύο λέξεις: Lebensunwertes Leben (ελληνικά: «ζωές ανάξιες της ζωής»).
Για να αγγίξουν ακόμη περισσότερο τον πυρήνα του «ακραίου Κέντρου»: τον καθαρό και ανόθευτο φασισμό! Αυτόν που είναι ακόμη «αθώος» και δεν έχει μπει σε καμιά φυλακή…