Τα παιδιά δεν θα περιλαμβάνονται στις ομάδες που θα έχουν προτεραιότητα για τον εμβολιασμό κατά της Covid-19 σε όλες τις χώρες.
Αυτό, όπως αναφέρει σε ανάρτηση του στο Facebook ο καθηγητής πολιτικής υγείας στη Σχολή Οικονομικών του Λονδίνου (LSE) Ηλίας Μόσιαλος, οφείλεται κυρίως σε τρεις λόγους:
• Μη επαρκείς ποσότητες εμβολίων: Οι οδηγίες που έχουν βγάλει οι χώρες, εστιάζουν στους μεγαλύτερους, συνήθως τους ενήλικες άνω των 50 ετών και όσους ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες. Δεδομένου πως στο πρώτο διάστημα του 2021 δεν θα υπάρχουν επαρκείς δόσεις του εμβολίου για όλους, τα μικρά παιδιά (0-10 ετών), βάσει του εξαιρετικά χαμηλού ρίσκου τους, δεν θα εμβολιαστούν άμεσα.
• Εξαιρετικά μικρές επιπτώσεις σε αυτή την ηλικιακή ομάδα: Οι μελέτες δείχνουν πως τα παιδιά, ειδικά κάτω των δέκα ετών, έχουν ελάχιστες πιθανότητες να νοσήσουν σοβαρά με τη νόσο Covid-19.
• Μη επαρκή στοιχεία από τις κλινικές δοκιμές αρχικά για τα μεγαλύτερα παιδιά (10-17 ετών): Οι κλινικές μελέτες για την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια των εμβολίων σε παιδιά ξεκίνησαν από τον Οκτώβριο, όταν η Pfizer έλαβε άδεια και επέκτεινε την κλινική δοκιμή της και σε μικρό αριθμό παιδιών 12-17 ετών, ενώ οι μελέτες συνεχίζονται. Η Moderna επίσης έλαβε άδεια να επεκτείνει τις κλινικές δοκιμές της σε 3.000 παιδιά 12-17 ετών. Μέχρι τέλος του 2021 θα υπάρχουν μάλλον περισσότερα εμβόλια και θα είναι έτσι διαθέσιμα και τα δεδομένα από τις κλινικές δοκιμές για παιδιά 10-17 ετών.
Σύμφωνα με τις οδηγίες στο Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο ξεκινά άμεσα τους εμβολιασμούς, τα παιδιά δεν θα λάβουν ακόμα το εμβόλιο, εκτός εάν ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες και εκτός εάν συμβιώνουν με άτομα που ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες.
Ο Η. Μόσιαλος τονίζει ότι τα δεδομένα στηρίζουν πως τα παιδιά και οι νέοι έχουν εξαιρετικά χαμηλότερο κίνδυνο για σοβαρή ασθένεια λόγω Covid-19 σε σύγκριση με τους ενήλικες. Η θνητότητα από Covid-19 στα παιδιά κάτω των δέκα ετών προσεγγίζει το μηδέν. Για παράδειγμα, στην Ισπανία μέχρι τις 24 Νοεμβρίου τα ποσοστά θνητότητας για παιδιά 0-9 ετών ήταν 0,01% και για τις ηλικίες 10-19 ετών ήταν 0,02%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τις ηλικίες 60-69 ετών ανερχόταν στο 5%.
Όμως, όπως υπογραμμίζει, οι μελέτες επίσης έχουν δείξει πως τα παιδιά, παρότι μπορεί να περνάνε τη νόσο ασυμπτωματικά ή και με πολύ ελαφρά συμπτώματα, την μεταδίδουν. Γι’ αυτό, είναι πολύ σημαντικό να κάνουν το εμβόλιο οι μεγαλύτεροι.
Ακόμη, ο κ.Μόσιαλος αναφέρει ότι «αν και τα παιδιά σαν ηλικιακή ομάδα βάλλονται λιγότερο από το νέο κορονοϊό, επιβαρύνονται διαφορετικά: βιώνουν την πανδημία με απουσία από το σχολικό περιβάλλον και μέσω μιας πρωτόγνωρης κοινωνικοποίησης με τους συνομήλικους ή τα μέλη της οικογένειας που ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες». Γι’ αυτό, καταλήγει, «είναι πολύ σημαντικό να κάνουμε το εμβόλιο οι μεγαλύτεροι: όχι μόνο για να προστατευόμαστε από το να κολλήσουμε τον ιό από τα παιδιά μας, αλλά και για να τους δώσουμε την ευκαιρία να επιστρέψουν στις εκπαιδευτικές και αθλητικές τους δραστηριότητες, τις παρέες και τους φίλους τους».