Σε διαπραγμάτευση με άλλες δύο εταιρείες -έχουν υπογραφεί συμφωνίες με έξι- για τη διασφάλιση αποτελεσματικού εμβολίου κατά του κοροναϊού βρίσκεται η ΕΕ, όπως γνωστοποίησε η αρμόδια Επίτροπος Υγείας και Ασφάλειας Τροφίμων, Στέλλα Κυριακίδου στη διάρκεια διαδικτυακής εκδήλωσης που διοργάνωσε ο «Κύκλος ιδεών», με θέμα: «Πώς επηρεάζει η δοκιμασία της πανδημίας τον σχεδιασμό του Συστήματος Υγείας».
Διατυπώνοντας την πεποίθησή της ότι είναι εφικτή μια κοινή πολιτική υγείας στην ΕΕ η κ. Κυριακίδου επεσήμανε πως «χρειαζόμαστε περισσότερη Ευρώπη στα θέμα δημόσιας Υγείας, με απόλυτο σεβασμό πάντα στις αρμοδιότητες των χωρών μελών».
Χαρακτηρίζοντας «άνευ προηγουμένου» την κινητοποίηση και διαπραγμάτευση της ΕΕ για λογαριασμό των χωρών/μελών της σχετικά με τη διασφάλιση αποτελεσματικού και ασφαλούς εμβολίου κατά της covid-19, η κ. Κυριακίδου σημείωσε πως «η ΕΕ απέδειξε στην εποχή του κοροναϊού ότι όταν υπάρχει σύμπνοια απέναντι σε κοινούς στόχους τότε η ισχύς εν τη ενώσει είναι δεδομένη».
Η κοινοτική επίτροπος τόνισε ότι «η πανδημία ανέδειξε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο την ανάγκη για πιο ανθεκτικά συστήματα δημόσιας υγείας, περισσότερο και πιο άμεσο συντονισμό και καλύτερη προετοιμασία στην αντιμετώπιση μελλοντικών κρίσεων». Βέβαια, όπως έσπευσε να προσθέσει, καταγράφεται μεγάλη και η ανάγκη «να δούμε πώς θα αντιμετωπίσουμε ή καλύτερα πώς θα ενδυναμώσουμε στο μέλλον, διάφορες δομικές μας αδυναμίες, έτσι ώστε να μπορούμε να προστατεύουμε περισσότερο και πιο αποτελεσματικά την υγεία, έναντι μιας επόμενης πιθανής κρίσης». Είναι «ξεκάθαρο ότι χρειαζόμαστε μια ΕΕ υγείας που θα βελτιώσει τη συλλογική μας δυνατότητα έτσι ώστε να είμαστε πιο ασφαλείς στον τομέα της υγείας», σημείωσε.
Αναφερόμενη στους πυλώνες υγείας που έχει θέση η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η κ. Κυριακίδου επισήμανε ότι αυτοί συνίστανται σε ένα «συμπαγές πλαίσιο ετοιμότητας, επαγρύπνησης εκτίμησης κινδύνου, έγκαιρης προειδοποίησης και αντίδρασης, συμβαδίζοντας απόλυτα με το πλαίσιο και το σκοπό της συνθήκης και με πλήρη σεβασμό στις αρμοδιότητες των χωρών μελών σε ό,τι αφορά τις πολιτικές τους σε θέματα δημόσιας υγείας, όσο και στους τομείς οργάνωσης και υλοποίησης των παροχών υγείας, αλλά και της παροχής ιατροφαρμακευτικής φροντίδας».
Πρώτο βήμα, επεσήμανε, έχει οριστεί η ενδυνάμωση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας σε ό,τι αφορά τις διασυνοριακές απειλές στη δημόσια υγεία και ακολουθεί η ενδυνάμωση ακόμη περισσότερο των όρων εντολής των δύο κομβικών κέντρων-οργανισμών, του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC) και του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων το «Αίμα». «Με την ενδυνάμωσή τους οι οργανισμοί αυτοί θα μπορούν να ανταπεξέρχονται ακόμη καλύτερα στις τωρινές, αλλά και μελλοντικές προκλήσεις», σημείωσε η ίδια, υπογραμμίζοντας ότι «ο ρόλο τους είναι πρωταρχικής σημασίας από την πρώτη στιγμή που ξέσπασε η πανδημία του κοροναϊού».
Μεταξύ άλλων, κατά την ομιλία της η κ. Κυριακίδου αναφέρθηκε στις βασικές παραμέτρους για μια νέα αρχή αντιμετώπισης έκτακτων αναγκών στον τομέα της υγείας, που θέτει για πρώτη φορά η ΕΕ, αλλά και στο πρόγραμμα «eu. for health», που όπως εξήγησε περιλαμβάνει πολλές δράσεις για την αντιμετώπιση των βραχυπρόθεσμων συνεπειών της covid-19 καθώς και μακροπρόθεσμες πρωτοβουλίες για τη βελτίωση και ενίσχυση συστημάτων δημόσιας υγείας καθώς και την υλοποίηση προγραμμάτων όπως το ευρωπαϊκό σχέδιο καταπολέμησης του καρκίνου και τη νέα φαρμακευτική στρατηγική.
Ο καθηγητής της Πολιτικής της Υγείας στη Σχολή Οικονομικών του Λονδίνου, Ηλίας Μόσιαλος αναφέρθηκε στα διλήμματα που θα τεθούν μετά την επιστροφή στην οικονομική και κοινωνική κανονικότητα που, όπως είπε «ελπίζω να γίνει μετά το καλοκαίρι».
Κατά την ομιλία του στη διαδικτυακή συζήτηση ο κ. Μόσιαλος ανέφερε ότι στην Ελλάδα υπάρχει ένας τεράστιος χώρος στον οποίο έχει χάσει τεράστιες ευκαιρίες και αυτός είναι ο τομέας της ιατρικής τεχνολογίας. Ειδικότερα για το χώρο του φαρμάκου, ο κ. Μόσιαλος επεσήμανε ότι η Ελλάδα επί σειρά 10ετιών χάνει ευκαιρίες και εξήγησε «είμαστε μια χώρα που πληρώνουμε πολλά για τα φάρμακα και ταυτόχρονα είδαμε μια τρομερή αποβιομηχάνιση». Σημείωσε, ότι ενώ στο τέλος της 10ετίας του 1990 ποσοστό άνω του 75% των φαρμάκων στην Ελλάδα ήταν εσωτερικής παραγωγής, είτε από διεθνείς, είτε από εσωτερικές εταιρείες, φτάσαμε τα τελευταία χρόνια να είναι λιγότερο από 20%.
Ο κ. Μόσιαλος συμπλήρωσε πως «εδώ υπάρχουν τεράστιες δυνατότητες, αλλά για να περάσουμε σε τεχνολογικές παρεμβάσεις νέου τύπου και επενδύσεις νέου τύπου χρειαζόμαστε το Τεχνολογικό Πάρκο και την ενίσχυση των επιστημονικών ιδρυμάτων».