Την ταυτόχρονη αντιμετώπιση των βασικών προκλήσεων του τραπεζικού συστήματος, προκειμένου οι τράπεζες να απελευθερώσουν χρηματοδοτικούς πόρους και να στηρίξουν την οικονομία, θα επιτρέψει η πρόταση της ΤτΕ για τη δημιουργία Εταιρείας Διαχείρισης Ενεργητικού (Asset Management Company – AMC), όπως ονομάζεται επίσημα η bad bank.
Αυτό επισημαίνει η ΤτΕ στην Ενδιάμεση Εκθεση για τη Νομισματική πολιτική, σημειώνοντας ότι το τρίπτυχο των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές τράπεζες είναι το υψηλό απόθεμα κόκκινων δανείων, η χαμηλή κερδοφορία και η χαμηλή ποιότητα των εποπτικών τους κεφαλαίων.
Η πρόταση προβλέπει τη μεταφορά κόκκινων δανείων έως και 45 δισ. ευρώ. Πρόκειται για το σύνολο των μη εξυπηρετούμενων οφειλών που θα μείνουν στους ισολογισμούς των τραπεζών μετά τις τιτλοποιήσεις που έχουν δρομολογηθεί μέσω του «Ηρακλή», καθώς και αυτών που θα αφήσει πίσω της η πανδημία, το ύψος των οποίων υπολογίζεται έως και 10 δισ. ευρώ. Να σημειωθεί ότι με βάση τα στοιχεία του Σεπτεμβρίου το απόθεμα των κόκκινων δανείων ανέρχεται σε 58,7 δισ. ευρώ και οι τιτλοποιήσεις που πρόκειται να υλοποιηθούν από την Alpha Bank, την Εθνική Τράπεζα και την Τράπεζα Πειραιώς μέσω του «Ηρακλή» ανέρχονται σε 24 δισ. ευρώ (χωρίς σε αυτές να περιλαμβάνεται η τιτλοποίηση της Eurobank που έχει ήδη ολοκληρωθεί), αφήνοντας πίσω τους ένα απόθεμα 35 δισ. ευρώ. Σε αυτό θα προστεθούν και τα κόκκινα δάνεια που θα δημιουργηθούν λόγω της τρέχουσας κρίσης.
Τα οφέλη της δημιουργίας bad bank, όπως αναφέρονται στην Εκθεση είναι ότι:
• Αναλώνει, για την εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών, το τμήμα των εποπτικών τους κεφαλαίων το οποίο αφορά αποκλειστικά και μόνο την αναβαλλόμενη οριστική και εκκαθαρισμένη φορολογική απαίτηση (DTC), με την ενεργοποίηση μηχανισμού συμψηφισμού με ενδεχόμενες ζημίες, και όχι το καλό τμήμα των κεφαλαίων των τραπεζών. Να σημειωθεί ότι η κεφαλαιακή επάρκεια του τραπεζικού συστήματος, όπως αποτυπώνεται στα οικονομικά στοιχεία του 9μήνου είναι σε ικανοποιητικά επίπεδα (CET1 και Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας 14,6% και 16,3% αντιστοίχως). Οπως όμως παρατηρεί η ΤτΕ, αυτό οφείλεται στα κέρδη από τα ομόλογα, στη μείωση των υπολοίπων δανείων και αφετέρου στα μέτρα κεφαλαιακής ευελιξίας που έχει εγκρίνει η ΕΚΤ προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις από την πανδημία. Πάνω από το ήμισυ των κεφαλαίων των τραπεζών αντιστοιχεί, άλλωστε, σε αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση από το ελληνικό Δημόσιο, γεγονός που σύμφωνα με την ΤτΕ «χρήζει αντιμετώπισης, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι το ποσοστό που αντιπροσωπεύει η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση στα συνολικά κεφάλαια των τραπεζών θα αυξηθεί στο πλαίσιο της παρούσας στρατηγικής για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων».
Περαιτέρω η πρόταση της ΤτΕ:
• Διευκολύνει το τραπεζικό σύστημα με τη χορήγηση της δυνατότητας σταδιακής καταβολής του κόστους εξυγίανσης σε βάθος πενταετίας, δίνοντας τον απαραίτητο χρόνο ώστε να διαμορφωθεί ένας ομαλός οδικός χάρτης επαναφοράς σε διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και συνεπώς και λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος.
• Επιτρέπει την υλοποίηση συναλλαγών τιτλοποιήσεων αμιγώς με όρους αγοράς με τη διάθεση του μεγαλύτερου τμήματος των υπό έκδοση τίτλων σε επενδυτές.
• Προσδιορίζει ότι οι ενδεχόμενες ζημίες που σχετίζονται με το υφιστάμενο απόθεμα κόκκινων δανείων θα καλυφθούν αποκλειστικά από τις τράπεζες και όχι από τον Ελληνα φορολογούμενο.
• Απελευθερώνει χρηματοδοτικούς πόρους που θα αξιοποιηθούν από βιώσιμες επιχειρήσεις είτε μέσω της αναδιανομής πόρων από τον τραπεζικό τομέα στο πλαίσιο της ενίσχυσης των αναπτυξιακών τάσεων της πραγματικής οικονομίας.