Να εμβολιαστώ ή να μην εμβολιαστώ; Ιδού το ερώτημα. Κάποια στιγμή θα έρθει η ώρα της δύσκολης απόφασης. Η (σωστή) απάντηση εξαρτάται από πολλούς παράγοντες: διαφάνεια στην ενημέρωση και κοινωνική ευθύνη απέναντι στον συμπολίτη είναι οι πιο σημαντικοί.
Είναι το κρίσιμο ερώτημα των ημερών μέσα σε οικογενειακά και φιλικά περιβάλλοντα. Στη Βρετανία οι μαζικοί εμβολιασμοί ξεκίνησαν, αλλά και στη Γερμανία δεν θα καθυστερήσει ακόμη για πολύ. Ο Γερμανός υπουργός Υγείας Γενς Σπαν πιστεύει ότι θα μπορούσε να ξεκινήσει ακόμη και πριν τα Χριστούγεννα. Όπως και να είναι οι ενέσεις έχουν τοποθετεί στις καμπίνες εμβολιασμού ανά τη χώρα και είναι προς το συμφέρον της κοινωνίας μακροχρόνια να εμβολιαστούν όσο γίνεται περισσότεροι. Αυτό όμως δεν είναι καθόλου αυτονόητο. Ποιοι παράγοντες επιδρούν ή επηρεάζουν την ετοιμότητα των πολιτών;
Αποφασιστικής σημασίας είναι η ενημέρωση, η παράθεση των υπέρ και των κατά. “Η διαφάνεια για μια επιτυχημένη εμβολιαστική καμπάνια αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο” υποστηρίζει ο οικονομολόγος Φλόριαν Τσίμερμαν από το Πανεπιστήμιο της Βόννης και το Ινστιτούτο Ερευνών Συμπεριφοράς και Ανισότητας. “Ο πληθυσμός πρέπει να ενημερωθεί για τη μακρά και εντατική διαδικασία ελέγχου για να αποβάλει ή να μειώσει το φόβο και το άγχος του εμβολίου”. Σύμφωνα με το πρότζεκτ “Covid-19 Snapshot Monitoring“ (Cosmo) του Πανεπιστημίου της Ερφούρτης η εμπιστοσύνη στην ασφάλεια του εμβολίου είναι ο πιο καθοριστικός παράγοντας για την κρίσιμη απόφαση, όπως δήλωσαν οι ερωτηθέντες. “Από τον περασμένο Απρίλιο η τάση είναι καθοδική και δεν υπάρχει καμιά αύξηση της ετοιμότητας για εμβολιασμό από τότε που λόγω της αδειοδότησης των εμβολίων το θέμα κυριαρχεί στο δημόσιο διάλογο”. Ακόμη κι αν η επενέργεια του εμβολίου είναι ασφαλέστατη, δεν αρκεί για να μεταβάλλει τη συμπεριφορά των Γερμανών απέναντι στον επικείμενο εμβολιασμό τους. Άνδρες και ηλικιωμένοι φαίνεται ότι είναι πιο ευεπίφοροι στην ιδέα να εμβολιασμού, όπως καταγράφει η Cosmo, από ό,τι οι γυναίκες και οι νέοι.
Η γερμανική κυβέρνηση σκοπεύει να ξεκινήσει εμβολιαστική καμπάνια και κάνει έκκληση στα ανακλαστικά εμπιστοσύνης του πληθυσμού. Ανάμεσα στα επιχειρήματά της είναι η υπόσχεση ότι ο εμβολιασμός γίνεται οικειοθελώς και όχι υποχρεωτικά. Μάλιστα ο Γερμανός υπουργός Υγείας Γενς Σπαν δεσμεύτηκε δημοσίως δίνοντας τον λόγο του σε ομιλία του στην ομοσπονδιακή βουλή. Σε περίπτωση που οι ευρωπαϊκός ΕΟΦ δώσει την άδεια για το εμβόλιο Biontech/Pfizer, η Γερμανία θα προμηθευτεί γύρω στις 11 εκ. δόσεις μέχρι τέλος Μαρτίου του 2021 για να εμβολιαστούν 5,5 εκ. πολίτες. “Το εμβόλιο είναι μια προσφορά, μπορεί να διαφυλάξει τους ανθρώπους από βαριές επιπλοκές του Covid-19, ακόμη και από τον θάνατο και να προστατεύει τις ευπαθείς ομάδες” υπογραμμίζει η Γιούλια Νοϊφάιντ από το τμήμα Πρόληψη μέσω Εμβολιασμού του λοιμοξειολογικού Ινστιτούτου Ρόμπερτ Κόχ RKI. “Ένα εμβόλιο μπορεί να απαλλάξει από έγνοιες, να φέρει ανακούφιση και αίσθημα ελευθερίας. Το εμβόλιο είναι σημαντικό βήμα για την σταδιακή μας επιστροφή στην κανονικότητα. Όλα αυτά αποτελούν ισχυρό κίνητρο υπέρ του εμβολιασμού”.
Yπάρχουν όμως και αντεπιχειρήματα. Όπως αναφέρει ο Αυστριακός γιατρός Χέρβιγκ Κόλαριτς στο βιβλίο του “Υπέρ και κατά στον εμβόλιο κατά του κορονοϊού” είναι οι πιθανές μακροχρόνιες επιπτώσεις. Ο Κόλαριτς είναι μέλος της συμβουλευτικής ομάδας για τον κορονοϊό και έχει δημοσιεύσει πολλές επιστημονικές μελέτες για το θέμα. “Όσοι εμβολιαστούν στην πρώτη φάση θα μπορούσαν θεωρητικά να παρουσιάσουν κάποιες επιπλοκές, τις οποίες μόνο εκ των υστέρων θα ήμασταν σε θέση να διαπιστώσουμε. Αλλά ιδιαίτερα σε RNA εμβόλια σπανίζουν οι απροσδόκητες και ανεξήγητες παρενέργειες” υποστηρίζει. “Ναι μεν τα ανθρώπινα κύτταρα παράγουν σε τέτοια εμβόλια πολλούς ξενιστές επειδή το σώμα καλείται να αναπτύξει τεράστια ανοσία απέναντι σε αυτόν τον ιό με αποτέλεσμα ορισμένοι εξ αυτών των ξενιστών να προκαλούν φλεγμονές ή άλλες συστημικές παρενέργειες. Τέτοια συμπτώματα όμως είναι τυπικά και για άλλα εμβόλια που δεν έχουν επιπτώσεις στην υγεία μας αλλά επηρεάζουν την ευδιαθεσία μας”. Το εμβόλιο της Biontech/Pfizer σύμφωνα με τα μέχρι τώρα δεδομένα, εμφανίζει συχνότερα πονοκέφαλο και κούραση. Η εμπειρογνώμων του RKI Γιούλια Νοϊφάιτ φέρνει και μια άλλη παράμετρο. “Τα εμβόλια σε αντίθεση με άλλες ιατρικές παρεμβάσεις ανήκουν στα μέτρα πρόληψης. Προστατεύουν έναν υγιή οργανισμό από τον κίνδυνο να νοσήσει, δεν θεραπεύουν έναν ασθενή. Γι αυτό και οι απαιτήσεις σε ό,τι αφορά στην ασφάλεια είναι υψηλές. Παρασκεύασμα που διαθέτει άδεια κυκλοφορίας είναι πολύ ασφαλές”.
Ο Κόλαριτς πιστεύει ότι το επιχείρημα ιδιαίτερα των νεώτερων ότι μια που αυτοί κινδυνεύουν λιγότερο να περιμένουν να δουν πώς αντιδρούν οι ηλικιωμένοι και μετά να αποφασίσουν, είναι κατανοητό αλλά από κοινωνικής απόψεως δεν συμβαδίζει με την ηθική. “Τίθεται το ερώτημα μέχρι ποιο βαθμό κανείς μέσω του εμβολιασμού είναι πρόθυμος να αναλάβει τις ευθύνες του απέναντι στους συνανθρώπους του, μεταξύ αυτών και των ευπαθών ομάδων”. Πάντως γενικά το θέμα υγεία χαρακτηρίζεται από μεγάλη ανασφάλεια κι αφήνει χώρο για φοβίες. Σε αυτήν την άποψη καταλήγει ο ερευνητής Φλόριαν Τσίμερμαν από το Πανεπιστήμιο της Βόννης. “Αυτές οι φοβίες απέναντι στον Covid-19 είναι ιδιαίτερα εμφανείς αφενός λόγω της μικρής διάρκειας παρασκευής και ελέγχου του εμβολίου και αφετέρου λόγω των πολλών λανθασμένων ειδήσεων και του αφηγήματος που οι αρνητές της πανδημίας διακινούν στα ιδιωτικά και κοινωνικά μέσα δικτύωσης”. Στην πιο ιδανική περίπτωση η κοινωνία μπορεί να καθιερώσει μια νόρμα για τον εμβολιασμό. Κοινωνικά ερεθίσματα μπορεί να αποβούν πολύ αποτελεσματικά. “Για παράδειγμα η κοινωνική καταξίωση ή η ένταξη σε μιαν ομάδα που κάνει κάτι το καλό”.
Πηγή: Deutsche Welle