Τα βίαια έκτροπα υποστηρικτών του Τραμπ στο Καπιτώλιο προκάλεσαν σοκ. Πέρυσι και στη Γερμανία αρνητές του κορωνοϊού προσπάθησαν να εισβάλουν στο Ράιχσταγκ. Πόσο όμως απειλούν τη δημοκρατία περιστατικά σαν κι αυτά;
«Ένα φωτεινό παράδειγμα δημοκρατίας»: από τον κυβερνήτη Τζων Γουίθροπ ως τον Ρόναλντ Ρέιγκαν αυτή ήταν η εικόνα που εξέπεμπαν για αιώνες οι ΗΠΑ προς όλον τον κόσμο. Ο Τζωρτζ Μπους, πρώην πρόεδρος από το ίδιο κόμμα με τον Τραμπ, σήμερα νιώθει ότι βρίσκεται σε μια «μπανανία». Κυβερνήσεις, τις οποίες επικρίνει σφοδρά η Ουάσιγκτον για τις πρακτικές τους, έσπευσαν να σχολιάσουν χαιρέκακα τα γεγονότα στο Καπιτώλιο. «Έσπασαν οι φούσκες της δημοκρατίας και της ελευθερίας» έγραψαν οι Global Times που πρόσκεινται στο Πεκίνο. Την επίθεση στο Καπιτώλιο και τις συνέπειές της σχολίασε μιλώντας στο γερμανικό πρακτορείο ειδήσεων ο Μπεν Ρόουντς, σύμβουλος ασφάλειας του Μπαράκ Ομπάμα: «Αυτές οι εικόνες θα αλλάξουν για πάντα την αξιοπιστία των ΗΠΑ στον κόσμο. Δυστυχώς, αυτή η υποτίμηση της δημοκρατίας έρχεται σε μια εποχή που ο αυταρχικός εθνικισμός ενδυναμώνεται σε κάθε ήπειρο.»
Δεν χρειάζεται να ανατρέξει κανείς στις δεκαετίες του ´20 και του ´30 για να βρει αντίστοιχες εικόνες στην Ευρώπη. Το 2006 όχλος ακροδεξιών εισέβαλε στο ουγγρικό κοινοβούλιο και επί εβδομάδες μαίνονταν οδομαχίες με την αστυνομία. Τα γεγονότα εκείνα οδήγησαν στην άνοδο του Βίκτορ Όρμπαν στην εξουσία. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα όμως έρχεται από τη Γερμανία και μάλιστα συνέβη πριν από σχεδόν έξι μήνες. Τον Αύγουστο μέλη του κινήματος των Querdenker, που διαμαρτύρονταν για τους περιορισμούς που επιβλήθηκαν για την πανδημία, προσπάθησαν να εισβάλουν στο Ράιχσταγκ, το ιστορικό κτήριο του γερμανικού κοινοβουλίου. Μάλιστα πολλοί κρατούσαν τις σημαίες του Γερμανικού Ράιχ. Και στη Γερμανία το σοκ ήταν μεγάλο λόγω του ναζιστικού παρελθόντος.
Αμφισβήτηση της δημοκρατίας και των θεσμών της
Ο Γερμανός υπ. Εξωτερικών Χάικο Μάας έκανε χθες παραλληλισμό με τα γεγονότα στη Γερμανία: «Λέξεις που υποδαυλίζουν μετατρέπονται σε βίαιες πράξεις -στα σκαλιά του Ράιχσταγκ και τώρα στο Καπιτώλιο». Από την πλευρά του ο Γερμανός πρόεδρος Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάιερ ανέφερε: «Το μίσος και η επιθετική ρητορική θέτουν σε κίνδυνο τη δημοκρατία, η βία θέτει σε κίνδυνο τη δημοκρατία». Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Σταϊνμάιερ ήδη ως υπ. Εξωτερικών είχε χαρακτηρίσει τον Ντόναλντ Τραμπ «ιεροκήρυκα μίσους». Φαίνεται ότι επιβεβαιώθηκε.
Παραλληλισμό με τα γεγονότα στη Γερμανία κάνει και ο Μίρο Ντίντριχ, ο οποίος εδώ και χρόνια παρακολουθεί τα νεοναζιστικά δίκτυα. Σύμφωνα με τον ίδιο και στις δύο περιπτώσεις υπήρχαν σαφή προμηνύματα στο διαδίκτυο. «Ωστόσο δεν τα είδαν οι αρχές ασφαλείας. Αυτές οι εναλλακτικές πραγματικότητες, που διαμορφώνονται στο διαδίκτυο και απαιτούν σαφώς βία, δεν λαμβάνονται σοβαρά υπόψιν» παρατηρεί ο Ντίτριχ. Αλλά πόσο ευάλωτη είναι η δημοκρατία τελικά; Σύμφωνα με τον Σεμπάστιαν Μπούκοφ, ερευνητή με ειδίκευση στη μελέτη των πολιτικών κομμάτων, «η αποφασιστική διαφορά έγκειται στο ότι εδώ και τέσσερα χρόνια στις ΗΠΑ η δημοκρατία αμφισβητείται από τον ίδιο τον πρόεδρο.» Αντίθετα στη Γερμανία τα γεγονότα υποκινήθηκαν από μια «ξεκάθαρα ριζοσπαστικοποιημένη μειονότητα». Ο πολιτικός επιστήμονας Χανς Γιούργκεν Πούλε ανέφερε στη DW: «Οι ΗΠΑ βρίσκονται σε μεγάλη πόλωση. Οι κοινωνικές εντάσεις είναι πολύ μεγαλύτερες σε σχέση με την Ευρώπη». Μάλιστα ο ίδιος ο Τραμπ ενέτεινε την ήδη υπάρχουσα πόλωση «όσο κανένας άλλος Αμερικανός πρόεδρος».
Ένας στους πέντε Αμερικανούς επιδοκιμάζει τα έκτροπα
Πόσο διχασμένη είναι η αμερικανική κοινωνία απέναντι στα έκτροπα στο Καπιτώλιο φαίνεται σε έρευνα του ινστιτούτου YouGov. Σύμφωνα με αυτή το 45% των υποστηρικτών των Ρεπουμπλικάνων συμφωνεί με τις βίαιες πράξεις και το 43% είναι εναντίον τους. Ένας στους πέντε θεωρεί επίσης ότι όσα έγιναν ήταν σωστά. Στην Ευρώπη και στη Γερμανία πάντως τα πράγματα φαίνονται διαφορετικά. Ο Σεμπάστιαν Μπούκοφ αναφέρεται σε έρευνα από τη Λειψία, σύμφωνα με την οποία «η ικανοποίηση από τη δημοκρατία είναι σταθερή, μάλιστα αυξάνεται. Υπάρχει ωστόσο ένα μικρό, ριζοσπαστικό κομμάτι της κοινωνίας που απορρίπτει τη δημοκρατία». Πρόκειται όμως για ένα μονοψήφιο ποσοστό.
Ο λαϊκισμός, αναφέρει ο Πούλε, δεν αποτελεί το πραγματικό πρόβλημα, αλλά πρόκειται μάλλον για ένα «σύμπτωμα που προκύπτει από τα ελαττώματα που μπορεί να έχουν οι δημοκρατίες και οι ανεπαρκείς πολιτικές λύσεις που προτείνουν». Για τον ίδιο η καλύτερη θεραπεία του λαϊκισμού είναι η «λογική, ανοιχτή και ειλικρινής πολιτική επικοινωνία» χωρίς ψευδείς υποσχέσεις. Όσο για την εικόνα των ΗΠΑ ως πρότυπο δημοκρατίας, ο Γερμανός πολιτικός επιστήμονας, θεωρεί πως είναι υπερβολική. Kι όπως λέει χαρακτηριστικά: «Για όσους πίστευαν απλοϊκά ότι οι ΗΠΑ είναι το καλό και το φως επί γης, ίσως τελικά να είναι θεραπευτικό να βλέπουν ότι ενίοτε και αυτές δεν απέχουν πολύ από μια μπανανία»
Πηγή: DW – Κρίστοφ Χάσελμπαχ Επιμέλεια: Δήμητρα Κυρανούδη