To πρόβλημα με τον ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι υπάρχουν πολλοί που “νοιάζονται” γι΄αυτόν. Στο …ενδιαφέρον αυτό εμφιλοχωρούν και οι απόψεις εκείνων που διακατέχονται από το ειλικρινές άγχος της πολιτικής και δημοσκοπικής ανάταξης ώστε να καταστεί εφικτό να διεκδικήσει εκ νέου τη διακυβέρνηση της χώρας αλλά και όσοι αναζητούν εναγωνίως υπονομευτικά αφηγήματα για να ανακόψουν την πορεία αυτή.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Και “εχθροί” και “φίλοι”, δηλαδή, όλοι μαζί σπεύδουν να επικρίνουν ή να δικαιολογήσουν, να λοιδωρήσουν ή να εξηγήσουν την εσωτερική συζήτηση μέσω των τάσεων. Το γεγονός ότι μέσα σε λίγες ημέρες ανακοίνωσαν την ίδρυσή τους δύο ακόμα τέτοια ιδεολογικά ρεύματα, η “ΡΕΝΕ” και η “Ομπρέλα”, πρόσφερε πολλούς τίτλους για “σφαγές” στελεχών και εσωστρέφεια και ανάγκασε κάποια στελέχη της Κουμουνδούρου να υπερασπίσουν δημοσίως τις ευγενείς προθέσεις των νέων –όπως και των υπαρχόντων φαντάζομαι…- τάσεων.
Τάσεις, βεβαίως, αν και χωρίς …”ΑΦΜ”, υπάρχουν, βεβαίως, και στη Ν.Δ, όπως και στο ΚΙΝ.ΑΛ. Τάση, υπό μια έννοια, είναι ο Άδωνις, μικρή τάση (“τασούλα”) προσπαθεί να δημιουργήσει ο Μπογδάνος, τάση μεγάλη και ισχυρή είναι και οι “σαμαρικοί”. Καμία συζήτηση επ΄ αυτών. Τάση είναι ο Λοβέρδος, τάση είναι ο Παπανδρέου, ο Καστανίδης και άλλοι. Καμία κουβέντα. Οι τάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, όμως, αποκτούν στα μίντια τις διαστάσεις μια αιρετικής αμφισβήτησης του Αλέξη Τσίπρα, ένα ίχνος προθέσεων υπονόμευσης του σχεδίου για προοδευτικό μέτωπο που θα μπορούσε δυνητικά να συμπεριλάβει και όμορες δυνάμεις ή προσωπικότητες της κεντροαριστεράς.
Ωστόσο, η αλήθεια είναι…αλλού. Ουδείς στον ΣΥΡΙΖΑ αμφισβητεί έστω και σημείο στίξης εξ όσων υποστηρίζει ο αρχηγός του κόμματος. Δεν ζει, δηλαδή, με την αγωνία κάποιας εισβολής στο κομματικό “καπιτώλιο” της Κουμουνδούρου.
Φλύαροι και εκ φύσεως εσωστρεφείς μπορεί να είναι πολλοί, ανόητοι δεν είναι. Διαθέτουν και το στοιχειώδες ένστικτο επιβίωσης και την δυνατότητα να αντιληφθούν την πολιτική πραγματικότητα. Εάν θεωρητικά προκύψει κάποια στιγμή αμφισβήτηση του Τσίπρα, αυτό θα γίνει σε δύο εκλογικές αναμετρήσεις από σήμερα, ήτοι μετά τις διπλές κάλπες (απλή αναλογική και ενισχυμένη) και εφόσον τα πράγματα εξελιχθούν αρνητικά για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Εκείνο το οποίο είναι προβληματικό σε όλη αυτή την παραφιλολογία περί τάσεων είναι η δημοσιότητα που λαμβάνει σε μια περίοδο που ακόμα και ο πλέον “ευλαβής” ψηφοφόρος του ΣΥΡΙΖΑ αγωνιά για την πανδημία και τις φαραωνικές οικονομικές της παρενέργειες. Δεν είναι, δα, όλοι οι ψηφοφόροι επαγγελματικά κομματικά στελέχη, ούτε βουλευτές ή ευρωβουλευτές, για να έχουν εξασφαλίσει μακροημέρευση και να διαθέτουν την πολυτέλεια της ομφαλοσκόπησης. Άνθρωποι κανονικοί είναι και οι περισσότεροι εξ αυτών παραμένουν στους εξωτερικούς ομόκεντρους κύκλους του ΣΥΡΙΖΑ λόγω Τσίπρα, λόγω αντιδεξιού φρονήματος και με την ελπίδα πως το κόμμα τους θα ξαναβρεθεί σε τροχιά διεκδίκησης της κυβερνητικής εξουσίας.
Παρότι κάποιοι προτιμούν να κρύβουν τα προβλήματα κάτω από το χαλί, η κατάσταση στον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι αψεγάδιαστη. Υπάρχουν, για παράδειγμα, κορυφαία στελέχη που εμφανίζονται σπανίως και που στη δημόσια σφαίρα, τις περισσότερες φορές, δε, με γραπτές ανακοινώσεις που αναμενόμενα διαλάθουν του ενδιαφέροντος των μίντια. Άλλοι συνωθούνται διεκδικώντας πέντε λεπτά δημοσιότητας στα κομματικά ΜΜΕ για να δώσουν το στίγμα της τάσης που εκπροσωπούν.
Οι ελάχιστοι του Γραφείου Τύπου και του επικοινωνιακού επιτελείου τρέχουν από το πρωί μέχρι το βράδυ για να παρακολουθήσουν την επικαιρότητα που, παρά τις άοκνες προσπάθειές τους, τους προσπερνά. Τα social media, για παράδειγμα, παράγουν καθημερινά θέματα που η κομματική γραφειοκρατία ανακαλύπτει πολλές ώρες αργότερα. Και όταν τα ανακαλύπτει επιδίδεται σε μια “ανακοινωσιολογία” που προκαλεί σύγχυση. Μέτρησα, σε κάποιες τέτοιες περιπτώσεις, τρεις ή και τέσσερις ανακοινώσεις για το ίδιο θέμα. Ανάρτηση του Τσίπρα στο facebook, δήλωση του Ηλιόπουλου, ανακοίνωση “πηγών” ΣΥΡΙΖΑ, δήλωση του αρμόδιου τομεάρχη και πάει λέγοντας. Πολυδιάσπαση με αμφίβολο αποτέλεσμα.
Πολιτικοί συντάκτες που καλύπτουν ειδησεογραφικά τον ΣΥΡΙΖΑ διαμαρτύρονται πως συχνά δεν τους σηκώνουν τα τηλέφωνα, ή κατορθώνουν να μιλούν με τους υπεύθυνους όταν πλέον είναι αργά. Το επικοινωνιακό επιτελείο, διακατεχόμενο από μια ακατανόητη αντίληψη για την λειτουργία των μίντια, αποφεύγουν να επικοινωνήσουν με δημοσιογράφους και γενικότερα “opinion makers”, με διευθυντές εφημερίδων μη προσκείμενων στην αξιωματική αντιπολίτευση, αφήνουν, δε, για πολλές ώρες (καμια φορά και μέρες) αναπάντητα θέματα που έχουν προκύψει- καλώς ή τεχνηέντως.
Η δικαιολογία “δεν μας παίζουν τα μέσα ενημέρωσης” είναι εύκολη και τελικά αντιεπαγγελματική. Δεν νοείται εκπρόσωπος Τύπου κυβέρνησης ή κόμματος να μην μιλά με μέσα ενημέρωσης επειδή θεωρεί εξ ορισμού “εχθρικά” κάποια απ΄ αυτά. Με αυτά ακριβώς πρέπει να μιλά περισσότερο. Το λάθος αυτό το έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ και ως κυβέρνηση, με εκπροσώπους που περνούσαν περισσότερες ώρες σε “ζυμώσεις” και συσκέψεις στρατηγικής και λιγότερο σε επαφές ή στα τηλέφωνα με τους εκπροσώπους των μίντια.
Το ζητούμενο δεν πρέπει να είναι να …αγαπήσουν τα ΜΜΕ τον ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε υποχρεωμένα είναι, ούτε μπορεί κανείς να επιδιώκει κάτι τέτοιο. Ζητούμενο είναι να τον ακούσουν, να λάβουν υπόψη τους τις θέσεις του και να δίνουν χώρο και χρόνο στα στελέχη του ώστε να τις εκθέτουν. Παρακολουθώ, για παράδειγμα, ανελλιπώς δημοφιλή πρωϊνή εκπομπή του σαββατοκύριακου στα πάνελ της οποίας στρογγυλοκάθονται κάθε φορά και δύο και τρεις και περισσότεροι κυβερνητικοί. Συχνά χωρίς την παραμικρή εκπροσώπηση του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Μίλησε, άραγε, ποτέ κανείς με τον δημοσιογράφο-παρουσιαστή; Με την διεύθυνση του σταθμού; Προσπάθησε κάποιο στέλεχος να παρέμβει (live) για να απαντήσει σε όσα λέγονται;
Έγινε ποτέ κάποια προσπάθεια να μιλήσει ο ίδιος ο Τσίπρας συντεταγμένα και θεσμικά με τις διευθύνσεις μέσων ενημέρωσης (όπως ορθώς και με συστηματικό τρόπο κάνει ο πρωθυπουργός) για να εκθέσει τις αγωνίες του και τις θέσεις του για την πανδημία, τα ελληνοτουρκικά, την οικονομία; Ή περιμένει πότε θα ζητήσει συνάντηση ο τάδε ή ο δείνα δημοσιογράφος;
Απλά πράγματα πολιτικής καθημερινότητας που υποτιμώνται και ανακυκλώνουν την αίσθηση μιας αντιπολίτευσης “εξ αποστάσεως”, κάτι σαν …”click away”.
Δεν είναι, λοιπόν, οι τάσεις το πρόβλημα. Είναι ένα φαινόμενο μιας υγιούς εσωτερικής αναζήτησης που άλλοτε παράγει πολιτική, άλλοτε καταλήγει σε μια αέναη αναζήτηση του ιδεολογικού δισκοπότηρου. Δεν θα ενοχλούσε κανέναν αυτό και χρήσιμο θα μπορούσε να είναι εάν συμβάδιζε με τις ανάγκες εύρυθμης λειτουργίας ενός κόμματος εξουσίας που ανταποκρίνεται στα βασικά.
Ήτοι στην παραγωγή πολιτικής με ολοκληρωμένο (και ανανεούμενο) πρόγραμμα εναλλακτικής διακυβέρνησης, στην ανάδειξη νέων προσώπων που να κερδίζουν χρόνο στα μέσα ενημέρωσης και να “υπόσχονται” ένα μελλοντικό κυβερνητικό σχήμα διαφορετικό σε νοοτροπία από εκείνο που αξιολογήθηκε στις τελευταίες εκλογές. Και εφόσον η άσκηση αντιπολίτευσης γίνεται ολοκληρωμένα και πρωτοβουλιακά και όχι συρόμενη αρκετές φορές πίσω από τα δημοσιεύματα του Politico ή της Deutche Welle –που κι αυτά ανακαλύπτονται με πολύωρη καθυστέρηση.
Και για να μην λέμε μόνο τα στραβά, ο Αλέξης Τσίπρας φαίνεται να έχει κάνει μία κεντρική επιλογή. Να δώσει τη μεγάλη μάχη στην ώρα της και όχι πριν απ΄ αυτή. Και μέχρι τότε να εδραιώσει μια νέα σχέση εμπιστοσύνης με τους πολίτες αλλά και τα γνωστά “συστήματα εξουσίας” πως δρα με μια νέα μετριοπάθεια. Καλά είναι αυτά αλλά η ταχύτητα προσαρμογής δεν εξαρτάται από τον ίδιο.
Οι εκλογές μπορεί να απέχουν πολύ, αλλά μπορεί να είναι και πολύ κοντά. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα αποφασίσει και το χρόνο, και πιθανώς και το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα διεξαχθούν. Και ο αιφνιδιασμός γι αυτόν που δεν προηγείται συνήθως δημιουργεί ανασφάλεια και σύγχυση. Κακοί σύμβουλοι σε μια διπλή εκλογική μάχη που ίσως αναδιατάξει το πολιτικό σκηνικό της χώρας για τα επόμενα αρκετά χρόνια…
Όσο αμφιλεγόμενες κι αν είναι, τελικά, οι δημοσκοπήσεις, το γεγονός πως η αυξανόμενη φθορά της κυβέρνησης δεν συνδυάζεται ικανοποιητικά και δυναμικά με συσπείρωση και αύξηση της επιρροής της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι κάτι που θα έπρεπε να απασχολήσει περισσότερο τα στελέχη της…