«Μπορεί κανείς να ξανασυνδεθεί με κάποιον που είχε ερωτευθεί τρελά, τον απογοήτευσε και τον ξεπέρασε; Και αν ναι, υπό ποιες προϋποθέσεις; Στο ερώτημα προσπαθεί να απαντήσει με άρθρο του στην “Καθημερινή” ο καθηγητής του πανεπιστημίου Μακεδονία Νίκος Μαραντζίδης.
του ΝΙΚΟΥ ΜΑΡΑΝΤΖΙΔΗ
Τις παραπάνω ερωτήσεις έκανε ο φίλος μου ο Παύλος το προ δύο εβδομάδων άρθρο μου στην «Καθημερινή» («Όταν ο έρωτας φεύγει», 10/01/01). Εκεί ισχυριζόμουν πως ό,τι συμβαίνει στη ζωή, λίγο-πολύ συμβαίνει και στις σχέσεις των πολιτών με τους ηγέτες τους. Εμφανίζεται, δηλαδή, κάποια στιγμή στον ψηφοφόρο ένα παράξενο αίσθημα απομάγευσης, ένα ανάμεικτο αίσθημα ρουτίνας και απογοήτευσης που λειτουργεί αποσταθεροποιητικά», γράφει στην αρχή του άρθρου ο καθηγητής.
Και συνεχίζει:
«Το ερώτημα του φίλου είναι ενδιαφέρον. Μπορεί κανείς να εμπιστευθεί εκ νέου κάποιον που στο παρελθόν ενθουσιάστηκε ή και ερωτεύθηκε, αλλά στη συνέχεια απογοητεύτηκε από αυτόν; Όπως είπαμε, στην πολιτική ισχύει ό,τι και στη ζωή. Βεβαίως και συμβαίνει, αλλά χωρίς να μπορώ να μιλήσω με ακριβείς αριθμούς, νομίζω πως όλοι αντιλαμβανόμαστε πως δεν είναι ο κανόνας. Συχνά, είναι αλήθεια, ο χρόνος γιατρεύει παλιές πληγές, απωθεί τις κακές αναμνήσεις, γεννάει νέες ελπίδες και δημιουργεί συνθήκες, που οδηγούν μερικές φορές τον ψηφοφόρο να φωνάξει: Γύρνα πίσω!»
Δίνει στη συνέχεια τα τρία ιστορικά παραδείγματα:
«Στη Μεταπολίτευση, είχαμε δύο τέτοιους ηγέτες. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επέστρεψε ως θριαμβευτής το 1974. Από την ήττα του στις εκλογές του 1963, είχαν μεσολαβήσει ο θρίαμβος του Γεωργίου Παπανδρέου, τα Ιουλιανά, η δικτατορία των συνταγματαρχών και η τραγωδία του Κυπριακού. Γεγονότα που αναμφίβολα διαδραμάτισαν ρόλο στο ξαναζέσταμα της σχέσης του Καραμανλή με τους ψηφοφόρους.
Το 1993, επέστρεψε ο Ανδρέας Παπανδρέου. Μετά την ήττα του από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη στις εκλογές του 1989, κι ενώ πολλοί είχαν προδικάσει ένα άσχημο πολιτικό τέλος λόγω της υπόθεσης Κοσκωτά, ο Παπανδρέου κατάφερε όχι μόνο να κερδίσει τις εκλογές, αλλά και να αγγίξει σχεδόν το 48% του 1981 (46,88%).
Στον 20ό αιώνα, μόνον ένας ακόμη κατάφερε κάτι παρόμοιο, να επιθυμούν δηλαδή οι ψηφοφόροι που τον αποδοκίμασαν να επιστρέψει. Αυτός ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος μετά τις εκλογές του 1920, την ήττα που τον πλήγωσε ίσως περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στην πολιτική του καριέρα, επέστρεψε το 1928, ως «παράκλητος», ως ηγέτης μιας παράταξης που κέρδισε το 63% των ψήφων»…
«Το κοινό στοιχείο και των τριών είναι ότι αγαπήθηκαν και μισήθηκαν έντονα. Είχαν φανατικούς οπαδούς και ορκισμένους εχθρούς. Γεννούσαν πάθη με μοναδικό τρόπο. Ήταν χαρισματικοί ηγέτες, αλλά και αμφιλεγόμενες περιπτώσεις διακυβέρνησης».
Και καταλήγει αναφερόμενος στον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ:
«Το ίδιο και ο Τσίπρας βεβαίως. Γιατί ο φίλος μου μπορεί να μην ανέφερε πουθενά στο σχόλιό του πως η ερώτηση αφορούσε στην πραγματικότητα τον Αλέξη Τσίπρα, ωστόσο, εμένα τουλάχιστον εκεί πήγε το μυαλό μου.
Μπορεί δηλαδή το εκλογικό σώμα να εμπιστευθεί ξανά τον Τσίπρα ή η σχέση αυτή πέρασε για πάντα στο παρελθόν; Η απάντηση είναι απλή: Ναι, μπορεί! Όχι απαραιτήτως φέτος ή του χρόνου, αλλά σε βάθος χρόνου, ναι μπορεί.
Καταλαβαίνω πως για πολλούς αυτό είναι αδιανόητο – όπως αδιανόητο ήταν για κάποιους, για παράδειγμα, ο Παπανδρέου μετά το 1989 και την παραπομπή του στο ειδικό δικαστήριο να επιστρέψει ως πρωθυπουργός.
Στην πολιτική, όμως, ποτέ μη λες ποτέ. Ποτέ μην ξεγράφεις τους πεισματάρηδες, φιλόδοξους και ανθεκτικούς ηγέτες. Και ο Τσίπρας ανήκει σε αυτήν την κατηγορία των ηγετών. Αυτό που αναζητά για να επανέλθει είναι χρόνο και τύχη. Αν θα τα βρει, είναι άλλο ζήτημα.
Ο Βενιζέλος επανήλθε σε οκτώ χρόνια, ο Καραμανλής σε έντεκα και ο Παπανδρέου σε τέσσερα. Και οι τρεις προηγούμενοι ήταν διαφορετικοί όταν επέστρεψαν. Και από πολλές πλευρές ήταν καλύτεροι και πιο ώριμοι συγκριτικά με την προηγούμενη διακυβέρνησή τους».