Στα τελευταία 30 έτη αυτή είναι η τρίτη φορά που το ιταλικό πολιτικό σύστημα αναγκάζεται να προσφύγει σε προσωπικότητες εκτός πολιτικής προκειμένου να βγει από τα αδιέξοδα στα οποία το ίδιο είχε οδηγήσει τη χώρα. Και στις τρεις περιπτώσεις επιλέχτηκαν υψηλού επιπέδου τεχνοκράτες, με λαμπρή επαγγελματική κι επιστημονική σταδιοδρομία στο χώρο της οικονομίας, του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των τραπεζών, με πλούσιο δίκτυο επαφών σε διεθνές επίπεδο.
του Δημήτρη Δεληολάνη
Ο πρώτος ήταν ο πρώην διοικητής της Τράπεζας Ιταλίας Κάρλο Ατζέλιο Τσάμπι (φωτό κάτω), που ανέλαβε την πρωθυπουργία το 1993 και ολοκλήρωσε την πολιτική του σταδιοδρομία το 1999 ως πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Ακολούθησε ο πρώην κοσμήτωρ του πανεπιστημίου Μποκόνι του Μιλάνου και Ευρωπαίος Επίτροπος Μάριο Μόντι (φωτό κάτω), που ανέλαβε την πρωθυπουργία στις αρχές Νοεμβρίου 2011, ανατρέποντας με τρόπο συνταγματικά ανορθόδοξο τον εκλεγμένο πρωθυπουργό Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Τις ίδιες ακριβώς ημέρες σχηματίστηκε και στη χώρα μας η κυβέρνηση του τραπεζίτη Λουκά Παπαδήμου, με μεθόδους ύποπτα ανάλογες με ό,τι συνέβαινε στη γειτονική Ιταλία.
Και τώρα, βεβαίως, έχουμε τον πρώην διοικητή της Τράπεζας Ιταλίας και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι.
Ένα κοινό στοιχείο που έχουν αυτές οι τρεις τεχνοκρατικές κυβερνήσεις είναι ότι επιβλήθηκαν με πρωτοβουλία του τότε προέδρου της Δημοκρατίας. Ο Τσάμπι ήταν δημιουργία του Όσκαρ Λουίτζι Σκάλφαρο, ενός χριστιανοδημοκράτη προέδρου που είχε ξεκινήσει την πολιτική του σταδιοδρομία λογοκρίνοντας τα σουτιέν και τις κυλόττες στα γυναικεία περιοδικά και την τελείωσε αποδεικνύοντας τη βαθιά προσήλωση τους στους δημοκρατικούς θεσμούς, προβάλλοντας υποδειγματική αντίσταση στην ακροδεξιά και μαφιόζικη προέλαση του Σίλβιο Μπερλουσκόνι.
Τον Μόντι επέλεξε, κατόπιν ομολογούμενης πίεσης της ευρωζώνης, ο πρόεδρος Τζόρτζο Ναπολιτάνο, ξεπερνώντας τις συνταγματικές του δικαιοδοσίες, κάτι που έκανε πολλές φορές κατά τη διάρκεια της θητείας του. Στο Κομμουνιστικό Κόμμα ο Ναπολιτάνο ήταν επικεφαλής του «δεξιού» ρεύματος των «βελτιωτιστών» («miglioristi»). Ως πρόεδρος όμως δεν συμπεριφέρθηκε ως «ρεφορμιστής» αλλά ως αυταρχικός σταλινικός κομισάριος.
Ο τωρινός πρόεδρος Σέρτζο Ματαρέλα είναι ένας προοδευτικός πρώην χριστιανοδημοκράτης. Ο αδελφός του ήταν περιφερειάρχης Σικελίας όταν δολοφονήθηκε στο κέντρο του Παλέρμου το 1980. Τον πυροβόλησαν φασίστες τρομοκράτες κατ΄ εντολή της Κόζα Νοστρα, όπως αποκαλύφθηκε πρόσφατα. Η δολοφονία του Πιερσάντι Ματαρέλα έχει χαράξει βαθιά τη ζωή και την πολιτική δράση του ιταλού προέδρου.
Ένα άλλο κοινό στοιχείο που διαθέτουν οι τρεις τεχνοκρατικές κυβερνήσεις είναι ότι δημιουργήθηκαν τη στιγμή που η Ιταλία βρισκόταν αντιμέτωπη με κρίσιμες επιλογές αναφορικά με τις σχέσεις της με την Ευρώπη. Το θέμα των σχέσεων αυτών θεωρείται από τους ιταλούς καθοριστικής σημασίας, καθώς η Ευρώπη έχει αναδειχτεί στον ιταλικό πολιτικό λόγο ως απαραίτητος «εξωτερικός δεσμός» της εσωτερικής πολιτικής, χωρίς τον οποίο η χώρα δεν έχει μέλλον.
Το 1993 η Ιταλία ετοιμαζόταν να ενταχθεί στην ευρωζώνη και να αποδείξει ότι σέβεται τα όρια που είχε θέσει το προηγούμενο έτος η Συνθήκη του Μάαστριχτ. Σε περίπτωση αποτυχίας, ο κίνδυνος ήταν η Λέγκα του Βορρά του Ουμπέρτο Μπόσι να αναδειχτεί ως κεντρικός πολιτικός φορέας της βορειοανατολικής Ιταλίας και να πυροδοτήσει τα αποσχιστικά κινήματα που ήδη είχαν αναπτύξει σημαντική δραστηριότητα σε αυτές τις περιφέρειες. Η βορειοανατολική Ιταλία ήταν η περιοχή που παρουσίαζε εκπληκτικό δείκτη βιομηχανικής ανάπτυξης χάρη στη συνεργασία της με τις γερμανικές πολυεθνικές. Ο αποκλεισμός από την ευρωζώνη θα ήταν θανατική καταδίκη για αυτές τις βιομηχανίες, οι οποίες, προκειμένου να αποφύγουν παρόμοιο κίνδυνο, ήταν έτοιμες να αποσχιστούν από την υπόλοιπη χώρα.
Για να αποφύγει το ενδεχόμενο αυτό, η κυβέρνηση του Τσάμπι ακολούθησε την ίδια κεϋνεσιανή συνταγή που ο πρωθυπουργός είχε εφαρμόσει ως κεντρικός τραπεζίτης. Αύξησε το έλλειμμα και το χρέος, θέσπισε σημαντική φορολογική ελάφρυνση των βορειοανατολικών περιοχών. Στις Βρυξέλλες τα ελλείμματα και μέρος του χρέους καλύφτηκαν χάρη στις πολύτιμες υπηρεσίες της Goldman Sachs.
Το τεράστιο χρέος της Ιταλίας όμως παρέμεινε ως μόνιμο φόβητρο.
Το 2011 οι Ιταλοί παρακολουθούσαν τις γερμανικές αγριότητες στην χρεοκοπημένη Ελλάδα έχοντας καλά κατά νου πως γρήγορα θα ερχόταν και η σειρά τους. Ήδη το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς η ΕΚΤ είχε στείλει στον Μπερλουσκόνι αυστηρή επιστολή με υποδείξεις για σειρά μέτρων που έπρεπε να λάβει. Ο Μπερλουσκόνι είναι επιχειρηματίας που έγινε πλούσιος χάρη στις τηλεοπτικές διαφημίσεις. Δεν δυσκολεύτηκε να καταλάβει πως αν εφάρμοζε τα μέτρα που του ζητούσαν η πραγματική οικονομία θα κατέρρεε. Τρεις μήνες αργότερα, θα φροντίσει ο Μόντι να τα επιβάλλει.
Τώρα, μπροστά στην επικείμενη κυβέρνηση Ντράγκι τίθεται το θέμα της διαχείρισης των άνω των 200 δισεκατομμυρίων του Ταμείου Ανάκαμψης. Για να εισπράξει αυτό το πολύ σημαντικό ποσό, η Ιταλία οφείλει να καταθέσει έως τα τέλη Απριλίου στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή λεπτομερές πρόγραμμα για τον προορισμό του κάθε ποσού.
Δύο Ευρωπαίοι Επίτροποι, ο Πάολο Τζεντιλόνι και ο Ιωχάννες Χαν, εξέφρασαν δημοσίως την ανησυχία τους μήπως οι Ιταλοί «σπαταλήσουν» τα δισεκατομμύρια αυτά. Ο κίνδυνος που διέβλεπαν οι Βρυξέλλες ήταν τα δισεκατομμύρια αυτά να χρησιμοποιηθούν από την απερχόμενη κυβερνητική συμμαχία, κυρίως όμως από τον ίδιο τον Τζουζέπε Κόντε, για να εξασφαλίσουν συναίνεση στις εκλογές που θα γίνουν, εκτός απροόπτων, σε περίπου ένα χρόνο. Με την εντολή στον Ντράγκι επικράτησε η βεβαιότητα πως ο νέος πρωθυπουργός θα επενδύσει σε εκείνο που ο ίδιος κατονόμασε «καλό χρέος», δηλαδή σε αναπτυξιακού τύπου σχέδια.
Από τις τρεις τεχνοκρατικές κυβερνήσεις που αναφέραμε, μόνον εκείνη του Μόντι εφήρμοσε αυστηρό πρόγραμμα λιτότητας. Με τεράστιο πολιτικό κόστος. Η κυβέρνηση Μόντι κράτησε μόλις ένα έτος και το προσωπικό ψηφοδέλτιο που σχημάτισε αμέσως μετά για τις εκλογές ο Μάριο Μόντι πήρε ένα ισχνό 10%, ενώ το Κίνημα 5 Αστέρων μπήκε για πρώτη φορά στο Κοινοβούλιο.
Η εποχή Ντράγκι
Ο Ντράγκι γνωρίζει πως η εποχή της βασιλείας του Σόιμπλε έχει περάσει. Το έχει αφήσει να εννοηθεί σε πολλές δημόσιες τοποθετήσεις του μετά τη λήξη της θητείας του στην ΕΚΤ. Επίσης, έκανε τα πάντα ώστε το περίφημο «whatever it takes» να χαρακτηρίζει το έργο του στη Φραγκφούρτη, ενώ πρόβαλε το κεϋνεσιανό παρελθόν του σε διαλέξεις και σε άρθρα, όπως εκείνο που δημοσιεύτηκε πέρυσι στους Financial Times.
Ο πρώην επικεφαλής της ΕΚΤ δεν αγνοεί βεβαίως την τραγική κατάσταση στην οποία βρίσκεται όχι μόνον η ευρωπαϊκή αλλά και η παγκόσμια οικονομία λόγω της πανδημίας. Γι΄ αυτό φρόντισε να κάνει γνωστό πως η κυβέρνηση του δεν θα είναι τεχνοκρατική αλλά πολιτική και ζήτησε τη ευρύτερη δυνατόν υποστήριξη από τα κοινοβουλευτικά κόμματα. Στις προθέσεις του, ο Ντράγκι θέλει να λειτουργήσει ως τοποτηρητής της ευρωζώνης στην Ιταλία, αλλά είναι πολύ πιθανό να προσπαθήσει να αποφύγει να προβεί σε τραυματικές επεμβάσεις και να μην καταργήσει τα φιλολαϊκά μέτρα που έλαβε η προηγούμενη κυβέρνηση. Ο ίδιος διαβεβαίωσε τον Μπέπε Γκρίλο πως δεν θα αγγίξει το «κοινωνικό εισόδημα» που βοηθά περίπου τρία εκατομμύρια άπορους και αποτελεί κεντρικό σημείο της κυβερνητικής πολιτικής του Κινήματος 5 Αστέρων.
Βεβαίως, οι «αυστηροί» της ευρωζώνης δεν έχουν παραδώσει τα όπλα, αφού αυτές τις ημέρες είχαν το θράσος να ζητήσουν από την Μαδρίτη νέες περικοπές στις συντάξεις. Ο Ντράγκι όμως καθ΄ όλη τη διάρκεια των διαβουλεύσεων για το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης δεν φάνηκε να ανησυχεί τόσο για τέτοιου είδους πιέσεις, όσο για τις προτάσεις που η κυβέρνηση του θα πρέπει να υποβάλει κατά τη διαδικασία αναθεώρησης του Συμφώνου Σταθερότητας. Ένα θέμα που διχάζει τις ιταλικές πολιτικές δυνάμεις.
Το σχέδιο
Ο Ντράγκι έχει σχέδιο και το προωθεί επιμελώς. Η προσωπική του φιλοδοξία είναι η λήξη της πρωθυπουργικής του θητείας να συμπέσει με τη λήξη της θητείας του Ματαρέλα, στις αρχές του 2022. Ο στόχος του είναι μέχρι τότε να έχει κερδίσει τη συναίνεση των κομμάτων ώστε να διαδεχτεί τον Ματαρέλα στο προεδρικό Κυρηνάλιο Μέγαρο.
Ένας στόχος που δεν φαίνεται ιδιαίτερα εύκολος.
Οι προηγούμενες τεχνοκρατικές κυβερνήσεις έδειξαν ότι οι πολιτικοί επωφελήθηκαν από το τεχνοκρατικό «διάλειμμα» ώστε να ανασυνταχθούν και να αναδιαμορφώσουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Γι΄ αυτό και ο Ντράγκι ελπίζει πως μέσα στο 2021 το πολιτικό σκηνικό θα αλλάξει ριζικά, όπως άλλαξε μετά την κυβέρνηση Τσάμπι και ακόμη περισσότερο μετά την κυβέρνηση Μόντι. Στην περίπτωση μας, ο πρώην κεντρικός τραπεζίτης στοχεύει να βρεθεί, υπό την υψηλή καθοδήγηση του, μια «σύνθεση» των θέσεων των κομμάτων, ώστε να διεξαχθεί μια διακριτική αλλά αποτελεσματική διαπραγμάτευση με το Βερολίνο. Θα είναι μια έστω περιορισμένη ανακούφιση για τον ευρωπαϊκό Νότο, αλλά θα είναι προπαντός ο θρίαμβος του Μάριο Ντράγκι.