Όταν ήμουν παιδί βίωνα έντονα τη σύγκρουση συναισθημάτων ανάμεσα στους συμβολισμούς της 28ης Οκτωβρίου και της 25ης Μαρτίου, τότε που οι γιορτές για τις εθνικές επετείου στα σχολεία ήταν αποτέλεσμα προετοιμασίας πολλών ημερών και συμμετοχής δασκάλων και μαθητών. Η σύγκρουση αφορούσε το γεγονός ότι προτιμούσα το αφήγημα της Επανάστασης και του Εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα από εκείνο της μεγάλης άμυνας στον εισβολέα.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Ιδιοτελής, ίσως, συναισθηματικά ο λόγος. Μου άρεσε, περισσότερο, ο αγώνας που κατέληγε στη νίκη και την εκδίωξη των Οθωμανών από την αυτοθυσία που οδήγησε στην κατοχή. Κακώς, διότι αμφότερες οι επέτειοι έχουν τον δικό τους συμβολισμό αλλά στα παιδικά μάτια και με τα καθοδηγούμενα διαβάσματα της επίσημης εκδοχής ο Μακρυγιάννης, ο Κολοκοτρώνης και ο Ανδρούτσος αποκτούσε ισχυρότερη “ηρωϊκότητα” από τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας. Αργότερα, κατάλαβα πως τόσο το αλβανικό έπος και η κατοχή, όσο και η Παλιγεννεσία, κατέληξαν σε αιματηρούς και διχαστικούς εμφυλίους.
Αυτό το παιδικό βίωμα, όμως, παραμένει ενεργό, έστω και υποδόρια, γι αυτό και ομολογώ πως χάρηκα με την παρέλαση για τα 200 χρόνια. Εκείνο με το οποίο δεν χάρηκα είναι το γεγονός ότι, είτε λόγω της πανδημίας, είτε με πρόσχημα την πανδημία, είτε, ακόμα, επειδή κανείς δεν το σκέφθηκε ή δεν έκανε τον κόπο να το σκεφθεί, από τον εορτασμό απουσίασε ηχηρά το “λαϊκό στοιχείο”. Ο εορτασμός της επετείου μιας Επανάστασης και ενός Απελευθερωτικού Αγώνα χωρίς την συμβολική παρουσία εκείνων που επαναστάτησαν και θυσιάστηκαν για την απελευθέρωση, συνιστά στο μυαλό μου μια μεγάλη απουσία, ένα βαθύτατο ιστορικό και συναισθηματικό χάσμα.
Μια πολύ απλή λύση θα ήταν να στηθεί μια εξέδρα δίπλα ή απέναντι σε εκείνη των επισήμων με “εκπροσώπους” του λαού. Να είναι εκεί η Αρκαδία, η Καλαμάτα, η Κρήτη, η Ρούμελη, η Θράκη, η Ήπειρος, η Θεσσαλία, να είναι δάσκαλοι και μαθητές, απλός κλήρος (όχι δεσποτάδες), ο πολιτισμός μας και η ιστορική μας συνέχεια. Αλλά να είναι και αυτοί που προσπαθούν αυτή την ώρα να κρατήσουν τη χώρα ζωντανή. Να είναι γιατροί, νοσηλευτές, άνθρωποι του ΕΚΑΒ. Αυτή θα ήταν μια πληρέστερη γιορτή που θα απηχούσε το “όλον” και δεν θα βάθαινε τον διαχωρισμό μεταξύ των επισήμων της εξέδρας και του λαού-τηλεθεατή.
Κάτι τέτοιο θα είχε και μια ακόμα θετική συνέπεια. Θα ανάγκαζε να σιωπήσουν όλοι εκείνοι οι τοξικοί διχαστές που αμέσως μετά την ανάκρουση του εθνικού ύμνου βγήκαν στην αρένα για να απονείμουν “πατριωτισμό” στους εαυτούς τους και γενιτσαρισμό ή προδοσία στους αντιπάλους. Μια (πιο) ολιστική γιορτή θα μας έσωζε από τους δηλητηριώδεις…