Βρίθουν οι παραπολιτικές στήλες –και κάποιες …αναλύσεις– σχετικά με την αντιπαράθεση στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για την τελευταία παρέμβαση του Κώστα Καραμανλή εις απάντηση της “πρόκλησης” του Κώστα Σημίτη με το άρθρο του που δημοσιεύτηκε στα “Νέα”.
του Σεραφείμ Κοτρώτσου
Δεν την ανακάλυψαν, βεβαίως, για να είμαστε δίκαιοι. Το έναυσμα έδωσαν εκείνοι -εκ των έσω- που φέρονται εκπροσωπούντες τις απόψεις του Κώστα Σημίτη, τροφοδοτώντας, έτσι, το νέο κύκλο (μικρής) εσωστρέφειας. Λες και η πλήρης ανακοίνωση του πρώτου είχε αποδέκτη τον Αλέξη Τσίπρα και όχι τον προκάτοχό του στο Μέγαρο Μαξίμου και εμμέσως πλην σαφώς στον σημερινό πρωθυπουργό. Είναι “μαγικός” ο τρόπος που συχνά τα αλλότρια μετατρέπονται σε αφορμές για αναταραχή στην Κουμουνδούρου.
Η “επιχειρηματολογία” θέλει να υπάρχουν δυο σχολές περί την εξωτερική πολιτική. Αυτήν της “αδράνειας”, όπως ονομάζεται, του Καραμανλή και την άλλη της “κινητικότητας” του Σημίτη. Μεγάλο σφάλμα και πιθανώς σκόπιμο.
Αλλά, ακόμα κι αν δεχτεί κανείς τις ταμπέλες, η ιστορία έχει αποδείξει πως υπάρχει και μια άλλη σχολή: εκείνη των Τσίπρα-Κοτζιά που δοκιμάστηκε κατά την διακυβέρνηση 2015-19 και κατά πολλούς επιτυχώς.
Ουδείς στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, εξ όσων τουλάχιστον σέβονται το παρελθόν διακυβέρνησης του κόμματός τους, μπορεί να ξεχνά πως μεταξύ της υποτιθέμενης “αδράνειας” Καραμανλή και της επίσης υποτιθέμενης “κινητικότητας” Σημίτη στην προηγούμενη διακυβέρνηση δοκιμάστηκε ένα διαφορετικό μοντέλο δραστήριας εξωτερικής πολιτικής. Οι Πρέσπες ήταν αναμφίβολα η “μεγάλη στιγμή” της εφαρμογής αυτού του μοντέλου, το θετικό αποτύπωμα της οποίας το διαπιστώνει και η σημερινή κυβέρνηση -που τόσο την πολέμησε- στην αναβαθμισμένη διπλωματική αξιοπιστία της χώρας σε όλα τα μέτωπα.
Οι Πρέσπες, όμως, δεν ήταν ούτε παράρτημα της “κινητικότητας” Σημίτη, ούτε, φυσικά, το αντίθετο της “αδράνειας” Καραμανλή. Ως προς τον πρώτο, αξίζει κανείς να υπενθυμίσει πως ουδέποτε υιοθέτησε την Συμφωνία των Πρεσπών σε κάποια δημόσια δήλωσή του, ούτε στήριξε με το όποιο πολιτικό του κεφάλαιο τις δύσκολες φάσεις των διαπραγματεύσεων. Δεν έστειλε, δε, κάποιο ηχηρό μήνυμα όταν οι πρωταγωνιστές των Πρεσπών και οι θιασώτες της συμφωνίας (και από τον ευρύτερο δικό του πολιτικό χώρο) λοιδορούνταν και χλευάζονταν. Όταν κατηγορούνταν ως προδότες από ακραίες φωνές στα συλλαλητήρια. Δεν εγκάλεσε την Ν.Δ, η οποία ως αξιωματική αντιπολίτευση εγκαλούσε την κυβέρνηση για το “εθνικό έγκλημα”.
Πως κατατάσσεται, λοιπόν, στην σχολή Σημίτη μια συμφωνία για την οποία ο πρώην πρωθυπουργός δεν βρήκε να πει μια καλή κουβέντα; Και εφόσον ήταν και είναι υπέρ της “κινητικότητας” στην εξωτερική πολιτική γιατί δεν κατόρθωσε κατά την οκταετία της διακυβέρνησής του να προχωρήσει έστω και ένα βήμα στην διευθέτηση της μεγάλλης εκκρεμότητας;
Ο πρώην πρωθυπουργός, άλλωστε, ήταν αυτός που επιχείρησε (Ιούλιος ’19- άρθρο στην “Καθημερινή”) να υποδείξει στον νέο, τότε, πρωθυπουργό την ανάγκη επίλυσης των διαφορών (;;;) με την Τουρκία, κάνοντας, μάλιστα, λόγο για “μη ευχάριστες λύσεις”. Όταν προτείνεις τέτοιες λύσεις, όμως, για το φαραωνικό πρόβλημα της ελληνικής διπλωματίας (ελληνοτουρκικά), γιατί δεν έχεις το σθένος να υπερασπίσεις τον συμβιβασμό των Πρεσπών;
Από την άλλη, ο Καραμανλής μπορεί να εμφανίστηκε να διαφωνεί με τη συμφωνία των Πρεσπών, η δήλωση –“κύκλων”, εάν καλώς ενθυμούμαι- που είχε κάνει, ωστόσο, ήταν διακριτική και προσεγμένη. Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ, ωστόσο, γνωρίζουν πως δεν ήταν ποτέ αντίθετος με κάποιες βασικές παραμέτρους της συμφωνίας, κινούμενος στο πλαίσιο των ίδιων απόψεων που είχε και ο στενός πολιτικός του φίλος Προκόπης Παυλόπουλος, ο οποίος ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκείνη την περίοδο, και γνώριζε και συνεργάστηκε ενεργά για την υλοποίηση της. Για τις Πρέσπες, δε, ο Καραμανλής στάθηκε αντίθετος στις κραυγές περί προδοσίας και μπορεί κανείς να αναζητήσει τις προσεκτικές σχετικές διατυπώσεις της καραμανλικής πτέρυγας της Ν.Δ.
Η Συμφωνία των Πρεσπών, εξάλλου, δεν έχει να κάνει ούτε με την σχολή Καραμανλή, ούτε με την σχολή Σημίτη. Διαμόρφωσε από μόνη της μια δική της σχολή. Κι αυτό διότι ουδείς εκ των δύο πρώην πρωθυπουργών ανέλαβε, επί των ημερών του, το μείζον πολιτικό κόστος μιας τέτοιας επιλογής. Εάν, για παράδειγμα, ο Κώστας Σημίτης είχε την βούληση να αναλάβει τέτοιο πολιτικό κόστος θα το είχε κάνει και στην περίπτωση του ασφαλιστικού (Γιαννίτση) και σε άλλες περιπτώσεις.
Τα ελληνοτουρκικά, ωστόσο, δεν είναι Πρέσπες. Είναι αφελής όποιος πιστεύει πως η ταύτισή του με την επιλογή Τσίπρα-Κοτζιά ως προς το δεύτερο θέμα, τον οδηγεί εξ ορισμού σε μια παρόμοια επιλογή ως προς το πρώτο. Όχι μόνο γιατί υπάρχει η (πάγια) εθνική θέση περί της μίας και μοναδικής διαφοράς (υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ) αλλά, κυρίως, επειδή δεν έχει κατατεθεί κάποια εναλλακτική στρατηγική που να προκαλεί την σύγκλιση του πολιτικού συστήματος.
Είναι εξαιρετικά επικίνδυνο να καλλιεργείται η εντύπωση πως όποιος ήταν και είναι υπέρ της συμφωνίας των Πρεσπών οφείλει να συναινεί υπέρ της άποψης “να τα βρούμε με την Τουρκία”. Στο Μακεδονικό, υπήρχε ένα βασικό πλαίσιο με ζητήματα στα οποία δεν μπορούσαμε να υποχωρήσουμε και άλλα σχετικά με τα οποία μπορούσαν να γίνουν συμβιβασμοί. Ποιες είναι οι “κόκκινες γραμμές” έναντι της Τουρκίας, και, ακόμα περισσότερο ποια είναι να σημεία υποχώρησης και συμβιβασμών κατά τους εισηγητές των κατά Σημίτη “μη ευχάριστών λύσεων”; Μπορεί, για παράδειγμα, να αναιρεθεί η δήλωση Βενιζέλου στον ΟΗΕ πως δεν δεχόμαστε παραπομπή στην Χάγη για θέματα εδαφικής ακεραιότητας;
Εν κατακλείδι, όταν η σημερινή κυβέρνηση διαθέτει δυο πρώην πρωθυπουργούς με σαφέστατη θέση σχετικά με τα ελληνοτουρκικά, θα είναι κάποιοι από τον ΣΥΡΙΖΑ εκείνοι που θα προσπαθήσουν να διευκολύνουν υπέρ της θολής πρότασης Σημίτη; Όταν ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης θεωρεί εαυτόν αμετακίνητο από την πάγια εθνική θέση μπορούν ορισμένοι από την αξιωματική αντιπολίτευση να αυτοπροτείνονται ως επισπεύδοντες; Θα ήταν αυτοκτονικό κάτι τέτοιο.
Εάν και εφόσον η κυβέρνηση αξιολογήσει πως πρέπει να αντικατασταθεί η εθνική στρατηγική με κάποια άλλη (και η αλήθεια είναι πως αυτή την περίοδο βρισκόμαστε σε κενό στρατηγικής καθώς πολλά αλλάζουν στη σχέση της Τουρκίας με την ΕΕ και στο ευρύτερο γεωπολιτικό μας περιβάλλον), τότε είναι εκείνη που πρέπει να την προτείνει και να την συζητήσει με τις πολιτικές δυνάμεις. Όλα τα άλλα είναι ευχολόγια και τάσεις πολιτικού ιδεασμού.