Οι εκλογές του 2019 ξανάβαλαν το κομματικό σύστημα σε ράγες δικομματισμού έπειτα από μερικά χρόνια έντονης ρευστότητας και κατακερματισμού. Βεβαίως, το άθροισμα της δύναμης των δύο μεγάλων κομμάτων (71,38%) υπολείπεται του δικομματισμού του ’80 ή του ’90, όμως πλησιάζει αυτό των εκλογών του 2009 (77,39%).
του Νίκου Μαραντζίδη
Οι δημοσκοπήσεις από το 2019 μέχρι σήμερα δείχνουν μια τάση παγίωσης του ανταγωνισμού Ν.Δ. – ΣΥΡΙΖΑ και γενικότερα σταθεροποίησης των ανακατατάξεων που προέκυψαν τα χρόνια 2012-2015. Σχηματικά αυτό σημαίνει: Η Ν.Δ. είναι ο κυρίαρχος πόλος και ο ΣΥΡΙΖΑ διατηρείται ως δυνάμει εναλλακτικός πόλος σε σαφώς χαμηλότερα επίπεδα.
Κάποιοι προ(σ)βλέπουν, και άλλοι φοβούνται, πως ο ΣΥΡΙΖΑ θα καταρρεύσει και θα ξαναγίνει μικρό κόμμα. Στην πολιτική ποτέ μην λες ποτέ, όμως κάτι τέτοιο δεν δείχνει ορατό σήμερα. Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να μην έχει βαθιές ρίζες, αλλά κανένα από τα υπάρχοντα κόμματα του ανταγωνισμού δεν δείχνει ικανό να του αφαιρέσει μεγάλους όγκους ψήφων.
Ο σημερινός δικομματισμός είναι καχεκτικός. Οχι μόνο το άθροισμα της δύναμης των δύο κομμάτων είναι μικρότερο, αλλά και κάθε κόμμα ξεχωριστά υπολείπεται συγκριτικά με το παρελθόν. Θυμίζω, ιδιαίτερα σε όσους εστιάζουν μόνο στον ΣΥΡΙΖΑ, πως η Ν.Δ., στις εκλογές του 2000, που έχασε, έλαβε τρεις μονάδες περισσότερες (42,80%) και, το κυριότερο, 700.000 ψήφους παραπάνω από αυτές που κέρδισε το 2019. Περισσότερες ψήφους και ίδιο ή μεγαλύτερο ποσοστό συγκριτικά με το 2019 η Ν.Δ. έλαβε και στις χαμένες για αυτήν εκλογές του 1985, του 1993 και του 1996.
Δύο παράγοντες συμβάλλουν στην καχεκτικότητα του σημερινού δικομματισμού. Κατ’ αρχήν, ο χαμηλός βαθμός ταύτισης των ψηφοφόρων με τα κόμματα που ψηφίζουν. Οι ψηφοφόροι, λόγω της ιστορικής αποφόρτισης και του περιορισμένου πελατειασμού συγκριτικά με το παρελθόν, δείχνουν αναιμική συναισθηματική σύνδεση με τα κόμματα και είναι διαρκώς έτοιμοι να μετακινηθούν από το ένα στο άλλο ή να απέχουν.
Επιπλέον, παρατηρείται ελάττωση της πυκνότητας της δικτύωσης των κομμάτων με την κοινωνία πολιτών (συνδικάτα, φοιτητικοί σύλλογοι κ.λπ.). Αφενός γιατί έχει μειωθεί η συμμετοχή στις οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών και αφετέρου γιατί οι τελευταίες διαθέτουν μεγαλύτερο βαθμό αυτονομίας έναντι των κομμάτων συγκριτικά με το παρελθόν.
Ο προηγούμενος δικομματισμός υπήρξε αναμφίβολα ισόρροπος, δηλαδή τα δύο κυρίαρχα κόμματα εναλλάσσονταν τακτικά στην εξουσία. Από το 1977 έως και το 2009, η Ν.Δ. κέρδισε έξι εκλογές (1977, Ιούνιος 1989, Νοέμβριος 1989, 1990, 2004, 2007) και το ΠΑΣΟΚ άλλες έξι (1981, 1985, 1993, 1996, 2000, 2009).
Θα είναι λοιπόν ο νέος δικομματισμός τέτοιος; Με άλλα λόγια, μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να επανέλθει στο τέλος αυτής ή της επόμενης τετραετίας ή μήπως η Ν.Δ. θα κυβερνά για τουλάχιστον μια δεκαετία; Δύσκολη ερώτηση!
Αναμφίβολα, η Ν.Δ. εμφανίζει σήμερα δημοσκοπική πρωτοκαθεδρία, μιντιακή κυριαρχία και καλύτερη τοποθέτηση στο κομματικό σύστημα, με δυνητικά περισσότερες συμμαχίες από τον ΣΥΡΙΖΑ. Εφόσον η οικονομία βελτιωθεί και οι «Οικογένειες» εντός της κάνουν ανακωχή (όχι πολύ πιθανό το τελευταίο πάντως), οι πιθανότητες για ασυμμετρία είναι σίγουρα αυξημένες.
Υπό ορισμένες συνθήκες δεν θα απέκλεια να ζήσουμε μια κυριαρχία της Ν.Δ. τύπου CDU στη Γερμανία ή ακόμη και Χριστιανοδημοκρατίας στη μεταπολεμική Ιταλία, όπου η Ν.Δ. θα κυβερνά παρατεταμένα μόνη ή με τους συμμάχους της και με τον ΣΥΡΙΖΑ να παίζει τον ρόλο του Ιταλικού ΚΚ, δηλαδή ενός κόμματος που θα παγιώσει μεν ένα ποσοστό 25%-35%, αλλά απομονωμένο δεν θα μπορεί να κυβερνήσει. Είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι κάποιοι εντός Ν.Δ. και ΚΙΝΑΛ εργάζονται προς αυτή την κατεύθυνση.
Από την άλλη, μια τέτοια στρατηγική έχει να αντιμετωπίσει ένα δεδομένο: Στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης, ο συσχετισμός δύναμης Δεξιάς – Αριστεράς είναι χονδρικά 50-50. Ενας κεντροδεξιός αστερισμός (Ν.Δ. – ΚΙΝΑΛ), με φιλοδοξίες μόνιμου αποκλεισμού της Αριστεράς, θα επιτάχυνε τη διαμόρφωση ενός φιλόδοξου μετώπου της Αριστεράς πορτογαλικού τύπου με τον ΣΥΡΙΖΑ κύρια συνιστώσα και άλλες δυνάμεις της Αριστεράς παρούσες.
Γνωρίζω πως κάτι τέτοιο δεν είναι στην παρούσα ατζέντα, αλλά, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε τους τελευταίους μήνες να σπάσει την απομόνωσή του προς τα αριστερά, δεν είναι πλέον απίθανο μελλοντικά.
Οσοι πιστεύουν πως μια τέτοια ιδέα είναι «παλαβομάρα», ας αναλογιστούν μήπως χρησιμοποίησαν παρόμοιες λέξεις στο παρελθόν στη σκέψη πως θα μπορούσαν να σχηματιστούν κυβερνητικές συμμαχίες όπως Ν.Δ. – ΚΚΕ (1989), ΠΑΣΟΚ – Ν.Δ. – ΛΑΟΣ (2011), Ν.Δ. – ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ (2012) ή ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ (2015).
* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Πηγή: kathimerini.gr