“Η κρίση της Ευρωζώνης έχει φέρει στην επιφάνεια ένα θεμελιώδες κατασκευαστικό λάθος του ευρωσυστήματος, το οποίο είχαν υποδείξει οι επικριτές του, πριν ακόμη εισαχθεί το κοινό νόμισμα: την έλλειψη ενός κεντρικού δημοσιονομικού εργαλείου, παράλληλα με την πλήρη αδυναμία των κεντρικών τραπεζών, όσον αφορά κυρίως την αντιμετώπιση μίας πανευρωπαϊκής τραπεζικής κρίσης.
Η αντίθετη άποψη που επικράτησε τότε, σύμφωνα με την οποία η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος δεν θα αντιμετώπιζε προβλήματα, όσο δεν θα υπήρχαν εμπορικές τράπεζες με παρουσία σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ, αποδείχθηκε σήμερα ότι ήταν εσφαλμένη -…
Δυστυχώς η τότε ελπίδα, με βάση την οποία η πολιτική ένωση θα συμβάδιζε αυτόματα με την παραπάνω εξέλιξη, με τη δικτύωση δηλαδή των τραπεζών, αποδείχθηκε ουτοπική – αφού η προθυμία εκ μέρους των κρατών-μελών, για μία έστω μερική παραχώρηση της εθνικής τους κυριαρχίας, σε μία κοινή, ευρωπαϊκή διακυβέρνηση, ήταν και συνεχίζει να είναι ανύπαρκτη.
Επομένως, αυτό που απομένει σήμερα, είναι είτε η επιστροφή όλων των χωρών μαζί στα εθνικά τους νομίσματα, είτε η άμεση δημιουργία των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης – πριν ακόμη είναι πολύ αργά για όλους, αφού τα συνεχώς υψηλότερα επιτόκια δανεισμού, καθώς επίσης οι προβλεπόμενες αθετήσεις πληρωμών (εκ μέρους κρατών, τραπεζών, επιχειρήσεων και νοικοκυριών), θα οδηγήσουν τη μία χώρα μετά την άλλη στη χρεοκοπία: ουδεμίας εξαιρουμένης.
Άλλωστε η αναζωπύρωση της κρίσης των τραπεζών στην Ευρώπη και στις Η.Π.Α., ιδιαίτερα μετά το «συμβάν» στην JP Morgan(αποτελεί κατά πολλούς την κορυφή του παγόβουνου, πίσω από την οποία κρύβονται αρκετά άλλα προβλήματα του χρηματοπιστωτικού κλάδου), είναι αυτή που θα πάρει σύντομα τη σκυτάλη – πόσο μάλλον όταν ήδη οι καταθέτες στη Ισπανία και στην Ιταλία αποσύρουν σιωπηρά τα χρήματα τους, διαισθανόμενοι την τεράστια καταιγίδα που θα ακολουθήσει.
Ειδικά όσον αφορά την Ισπανία, μετά την «άτακτη» κρατικοποίηση της Bankia, ξαφνικά και μέσα σε μία μόλις νύχτα, φαίνεται πως οι περισσότερες τράπεζες της είναι στα πρόθυρα της κατάρρευσης και θα εθνικοποιηθούν, με τη βοήθεια του ευρωπαϊκού μηχανισμού διάσωσης – γεγονός που σημαίνει ότι, θα κοινωνικοποιηθούν οι ζημίες τους, θα αναληφθούν δηλαδή από τους Ισπανούς και στη συνέχεια από τους Ευρωπαίους Πολίτες, όπως συνέβη και με τη «δύστυχη»Ιρλανδία”.
Ανάλυση
Ανεξάρτητα από τα παραπάνω, εάν τοποθετούμαστε απέναντι σε ένα δίλημμα, όπου θα είμαστε υποχρεωμένοι να επιλέξουμε μεταξύ:
(α) του μνημονίου – δηλαδή ύφεσης, λεηλασίας της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας, απώλειας της εθνικής μας κυριαρχίας, εξαθλίωσης, καμίας προοπτικής εξόδου από την κρίση, «καθαίρεσης» του κοινωνικού κράτους και
(β) της δραχμής, ασφαλώς θα προτιμούσαμε τη δραχμή – παρά το ότι είμαστε απολύτως σίγουροι ότι, θα οδηγούμαστε σε μία εξαιρετικά επώδυνη χρεοκοπία, η οποία θα κατάστρεφε τα πάντα στη χώρα μας.
Εν τούτοις, επειδή δεν τίθεται τέτοιο δίλημμα (πρόκειται για “πλύση εγκεφάλου”), αφού κανένας δεν μπορεί να μας υποχρεώσει να εγκαταλείψουμε την Ευρωζώνη, ούτε άμεσα, ούτε έμμεσα (όπως έχουμε αναλύσει πολλές φορές), ακόμη και αν δεν τηρήσουμε κανέναν από τους όρους του μνημονίου, «επιλέγοντας» την πολύ λιγότερο οδυνηρή χρεοκοπία εντός του ευρώ, θεωρούμε εντελώς ανόητη την τυχόν «πρωτοβουλία» υιοθέτησης της δραχμής εκ μέρους μας.
Έχουμε την υποψία όμως ότι κάποιοι Ευρωπαίοι, όπως ο κ. Σόϊμπλε, προσπαθούν να μας πείσουν «γκεμπελικά» να αυτοκτονήσουμε, επειδή δεν μπορούν να μας «δολοφονήσουν» – λόγω του ότι οι συνέπειες μίας τέτοιας πράξης θα ήταν καταστροφικές για τους ίδιους τους επίδοξους «δολοφόνους» μας (η πιθανότερη αιτία είναι το ότι, μόνο εμείς έχουμε αντισταθεί, μέχρι στιγμής, στα όποια σχέδια τους – με κίνδυνο να εξεγερθούν και οι υπόλοιποι).
Ας μην ξεχνάμε δε ότι, το ευρώ ήταν ανέκαθεν ένα πολιτικό νόμισμα, το οποίο ουσιαστικά υποχρεώθηκε να υιοθετήσει η Γερμανία, έναντι της ένωσης της – γεγονός που πιθανόν να σημαίνει πως θέλει πια να απεγκλωβιστεί από το κοινό νόμισμα, με τη βοήθεια της πυροδότησης κρίσεων σε όλους τους “εταίρους” της, παραμένοντας φυσικά ενωμένη.
Από την άλλη πλευρά ορισμένοι “Αγγλοσάξονες”, με τη βοήθεια των διατεταγμένων οικονομολόγων τους, μας συστήνουν επίσης το δρόμο της δραχμής – έτσι ώστε να ενισχύεται το δολάριο και να καλύπτονται τα τεράστια προβλήματα της αμερικανικής οικονομίας, της βρετανικής επίσης, πίσω από την κρίση χρέους της Ευρωζώνης (ας μην ξεχνάμε ότι, ο Δούρειος Ίππος, με τον οποίο «αποβιβάσθηκε» στην Ευρωζώνη το ΔΝΤ, ήταν η Ελλάδα – ενώ μέχρι το 2008 ο μοναδικός πελάτης του ΔΝΤ ήταν η Τουρκία).
Η τρίτη πλευρά, η οποία επίσης συστήνει (συνειδητά) την έξοδο μας από το ευρώ και την ΕΕ, την υιοθέτηση της δραχμής λοιπόν, είναι αυτή που πιστεύει στην κεντρικά κατευθυνόμενη οικονομία – είτε στον κομμουνισμό, είτε στον εθνικισμό.
Αυτό που εμείς πιστεύουμε, σεβόμενοι φυσικά τις διαφορετικές απόψεις, είναι το ότι, πρέπει να διατηρήσουμε την ψυχραιμία και την υπομονή μας, μη επιτρέποντας να επηρεαστούμε από τις «προτροπές» για εθελούσια έξοδο από το ευρώ – πόσο μάλλον όταν έχουμε σχεδόν μηδενίσει το πρωτογενές έλλειμμα (αν και, έτσι ή αλλιώς, με βάση το μνημόνιο είμαστε υποχρεωμένοι να έχουμε πρωτογενές πλεόνασμα – ενώ τα δάνεια, σε έναν ειδικό λογαριασμό, είναι αποκλειστικά και μόνο για την αποπληρωμή των προηγουμένων), με αποτέλεσμα να είναι σχετικά μικρότερος πλέον ο κίνδυνος εσωτερικής χρεοκοπίας (πληρωμή μισθών και συντάξεων κλπ.).
Παράλληλα, να σταματήσουμε εντελώς να δεχόμαστε την εκταμίευση των δόσεων εκ μέρους της Τρόικας, με τις οποίες ουσιαστικά πληρώνονται μόνο οι δανειστές μας – αφού ο μοναδικός ίσως τρόπος για να αποφύγουμε την υποθήκευση της πατρίδας μας, την οποία αποδέχθηκαν οι (δήθεν) εκπρόσωποι μας στη Βουλή, είναι να μην πάρουμε τα δάνεια που εγκρίθηκαν, με τους γνωστούς «εγκληματικούς» όρους.
Όπως ήδη αναφέραμε, αυτό θα σήμαινε τη αναβολή των πληρωμών προς τους πιστωτές μας (χρεοκοπία εντός του ευρώ) – γεγονός που όμως θα τους ανάγκαζε να διαπραγματευθούν μαζί μας, προτείνοντας μία λογική αποπληρωμή του χρέους μας (καμία διαγραφή, επιμήκυνση του χρόνου εξόφλησης, χαμηλά επιτόκια κλπ.), καθώς επίσης βιώσιμες συνθήκες για την Ελλάδα και τους Έλληνες.
Οφείλουμε λοιπόν να κλείσουμε τα αυτιά μας στις σειρήνες της επιστροφής στη δραχμή, παύοντας ταυτόχρονα να ακολουθούμε τις εντολές της Γερμανίας και των διεθνών τοκογλύφων – προτείνοντας παράλληλα ένα δικό μας σχέδιο εξόδου από την κρίση, αφού η επίλυση των οικονομικών προβλημάτων της πάμπλουτης, πολλαπλά προικισμένης χώρας μας, είναι κάτι παραπάνω από εφικτή (εάν όχι πανεύκολη).
Αργότερα, όταν σταθεροποιηθεί η οικονομία μας και εφόσον η Ευρωζώνη των τραπεζών δεν αλλάξει πορεία, παραμένοντας υπό την απολυταρχική ηγεμονία της πρωσικής Γερμανίας, θα ήταν ίσως σκόπιμο να επιστρέψουμε συνειδητά στο εθνικό νόμισμα, με δική μας πρωτοβουλία – χωρίς φυσικά να περιθωριοποιηθούμε και εάν το θεωρήσουμε σωστό (όχι μόνο από οικονομικής, αλλά και από γεωπολιτικής πλευράς).
Κλείνοντας, όπως πολύ σωστά επισήμανε ένας φίλος μας, “Τοποθετώντας τη γεωπολιτική παράμετρο στην, πολύπλοκη έτσι κι αλλιώς, εξίσωση, οι απαντήσεις σε σχέση με την βέλτιστη εύρεση του νομίσματος (ευρώ ή δραχμή), το οποίο θα μπορούσαμε να επιλέξουμε, γίνονται ακόμα πιο αβέβαιες.
Εάν υποθέσει (βασίμως) κανείς ότι, οι νικητές του 2ου Παγκοσμίου πολέμου (Η.Π.Α. – Μ. Βρετανία) δημιούργησαν την Ε.Ε., με μοναδικό σκοπό τη χαλιναγώγηση της Γερμανίας από μία μελλοντική επανάκαμψη και προσπάθεια κυριαρχίας της στην Ευρώπη, (αυτό που λέμε δηλαδή εξευρωπαϊσμός της Γερμανίας), τότε βρισκόμαστε στην τελική φάση του παιγνίου, όπου έχοντας ανακάμψει η Γερμανία, προσπαθεί να θέσει υπό τον πλήρη έλεγχό της ολόκληρη την Ε.Ε. – ειδικότερα, προς το παρόν, τις χώρες της Ευρωζώνης.
Από την άλλη πλευρά, οι αγγλοσάξονες (ΗΠΑ, Μ. Βρετανία) πιέζουν να δοθεί ως (δήθεν) λύση στο πρόβλημα, η δημιουργία υπερεθνικών δομών, οι οποίες δεν θα ελέγχονται από την Γερμανία.
Όσο όμως η Γερμανία αντιστέκεται στην παράδοση ενός βασικού πυλώνα της ανεξαρτησίας της (όπως, για παράδειγμα, τα ευρωομόλογα), τόσο θα εντείνονται οι προσπάθειες εκ μέρους των αγγλοσαξόνων να δημιουργούν προβλήματα στην Ευρωζώνη – προβλήματα που βεβαίως δημιουργούμε εμείς, καθώς επίσης οι πολιτικές και οι οικονομικές επιλογές μας”.
ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΛΥΣΕΙΣ ΤΟΥΣ
‘Όπως έχουμε αναφέρει στο παρελθόν, εάν η Γερμανία συνεχίσει στον ίδιο «ολισθηρό» και μοναχικό, «μερκαντιλιστικό» δρόμο, εάν αρνηθεί να εξοφλήσει τα τεράστια χρέη της απέναντι μας, καθώς επίσης εάν εγκαταλειφθεί το όνειρο των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, θα υποχρεωθούμε εκ των πραγμάτων σε άλλες ενέργειες – σε κάθε περίπτωση όμως, οφείλουμε να επιλύσουμε τα προβλήματα μας.
Καταρχήν λοιπόν, απλά και μόνο με το δανεισμό δεν λύνεται το πρόβλημα μας. Αντίθετα, μεταφέρεται επαυξημένο στο μέλλον, με τον ταυτόχρονο περιορισμό των δυνατοτήτων επίλυσης του. Στη συνέχεια τα εξής:
Τα κύρια προβλήματα της Ελλάδας
(α) Πρωτογενές έλλειμμα προϋπολογισμού/ΠΔΕ
Οι λύσεις του συγκεκριμένου προβλήματος είναι η μείωση των δημοσίων δαπανών, καθώς επίσης η αύξηση των εσόδων – κυρίως από την άνοδο του ΑΕΠ και λιγότερο από τη φορολογία. Αναλυτικότερα, με την ίδια φορολόγηση (24% επί του ΑΕΠ),κάθε αύξηση του ΑΕΠ (ανάπτυξη) κατά 10 δις €, συνεισφέρει 2,4 δις € στα έσοδα του δημοσίου.
(β) Έλλειμμα τακτικού προϋπολογισμού λόγω υψηλών τόκων (επιτόκια), οι οποίοι υπολογίζοντα περί τα 16 δις € (2011)
Η λύση είναι η μείωση των επιτοκίων στο βασικό της ΕΚΤ. Θα εξοικονομούσαμε περί τα 11 δις € ετησίως, οπότε θα έμεναν 5 δις € – ένα ποσόν που θα μπορούσαμε να εξασφαλίσουμε.
(γ) Χρεολύσια
Ο μακροπρόθεσμος διακανονισμός της αποπληρωμής τους, με τη βοήθεια του μηχανισμού στήριξης (EFSF) ή της ΕΚΤ, θα ήταν η ιδανική λύση. Δηλαδή, να μας δανείζουν κάθε φορά που θα χρειάζεται να πληρώνουμε τα ληξιπρόθεσμα ομόλογα, για τη χρονική περίοδο που απαιτείται για την αναδιοργάνωση της οικονομίας μας, χωρίς να χρειασθούν άλλες ενέργειες (αναδιάρθρωση κλπ.) και χωρίς να προκληθεί «πιστωτικό γεγονός».
(δ) Έλλειμμα ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών
Εδώ οφείλουμε να αυξήσουμε τις τουριστικές εισροές και τις εξαγωγές, μειώνοντας τις εισαγωγές («στροφή» στα ελληνικά προϊόντα), με τη βοήθεια της ήδη υφιστάμενης εσωτερικής υποτίμησης – επίσης, να καταναλώνουμε λιγότερα, από όσα παράγουμε.
(ε) Υψηλό δημόσιο χρέος προς ΑΕΠ
Η προφανής λύση είναι η αύξηση του ΑΕΠ, κυρίως από τον τουρισμό, τη γεωργία, τις υπηρεσίες και τη ναυτιλία – όχι από την κατανάλωση.
Οι «απαιτήσεις» της Ελλάδας από την ΕΕ
(α) Χρηματοδότηση, με επιτόκιο ελαφρά υψηλότερο από αυτό της ΕΚΤ (1%). Μακροπρόθεσμο διακανονισμό δόσεων αποπληρωμής χρέους (χρεολύσια) και εκδίωξη (εξόφληση) του ΔΝΤ. Εδώ οφείλουμε να τονίσουμε ότι τα δάνεια, τα οποία χρησιμοποιούνται για την εξόφληση των ληξιπρόθεσμων ομολόγων μας, δεν μεταφράζονται σε «δραχμές», όπως τα προηγούμενα. Επομένως, πρέπει να σταματήσουμε να δανειζόμαστε, λαμβάνοντας τις όποιες αποφάσεις μας αμέσως.
(β) Παραγωγικές (όχι εμπορικές) επενδύσεις, στη βιομηχανία και στις υπηρεσίες, από χώρες της Ευρωζώνης (σχέδιο Μάρσαλ) – οπότε θα αυξηθούν οι εξαγωγές μας, παράλληλα με τη μείωση των εισαγωγών, λόγω μεγαλύτερης παραγωγής.
(γ) Ανταγωνιστικό φορολογικό περιβάλλον, με κριτήριο τις γείτονες χώρες. Δεν είναι δυνατόν να απαιτείται φόρος εισοδήματος στην Ελλάδα της τάξης του 45%, όταν στα γειτονικά κράτη είναι 10-20%. Εάν δεν αλλάξει αμέσως η τακτική που μας έχει επιβληθεί, όχι μόνο δεν θα προσελκύσουμε επενδύσεις αλλά, αντίθετα, θα εγκαταλείψουν τη χώρα μας όλες οι εναπομείναντες παραγωγικές επιχειρήσεις.
(δ) Συμμετοχή στα εξοπλιστικά προγράμματα μας, καθώς επίσης σε αυτά της προστασίας των συνόρων μας από τη λαθρομετανάστευση – με την παράλληλη συμβολή της Ευρωζώνης στη διαχείριση του προβλήματος των λαθρομεταναστών που ευρίσκονται ήδη στην Ελλάδα.
(ε) Αξιοποίηση του εξαιρετικά εκπαιδευμένου εργατικού δυναμικού της χώρας μας σε νέες επενδύσεις. Αρκεί να επισημάνει κανείς την πληθώρα των μηχανικών και άλλων αποφοίτων ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στην Ελλάδα, οι οποίοι αναζητούν απασχόληση με ελάχιστες αμοιβές (περί τα 1.000 €, όταν οι αντίστοιχες στη Γερμανία είναι τουλάχιστον τετραπλάσιες), για να κατανοήσει τις δυνατότητες μας (στην Ισπανία, οι γερμανικές βιομηχανίες έχουν τεράστια προβλήματα εύρεσης εξειδικευμένου προσωπικού, με αποτέλεσμα να σταματούν την παραγωγή). Οι πλεονασματικές χώρες της ΕΕ πρέπει επιτέλους να καταλάβουν ότι, οφείλουν να επενδύουν στο ζωτικό χώρο τους – στην Ευρώπη δηλαδή και όχι στην Κίνα, στις Η.Π.Α., στη Βραζιλία ή αλλού.
Οι απαιτήσεις μας από την κυβέρνηση
(α) Ισοσκελισμένος προϋπολογισμός – δηλαδή, τα έξοδα μας να μην υπερβαίνουν τα έσοδα. Μείωση λοιπόν των περιττών δαπανών του δημοσίου, ει δυνατόν χωρίς απολύσεις και με επιλεκτικές μειώσεις μισθών, παράλληλα με την αύξηση της παραγωγικότητας των ΔΥ, μέχρι να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα. Διατήρηση τόσο των στρατηγικών, όσο και των κοινωφελών δημοσίων επιχειρήσεων, με την παράλληλη αναδιοργάνωση τους.
(β) Αναμόρφωση της δημόσιας διοίκησης, με στόχο την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας (διευκόλυνση στο άνοιγμα και κλείσιμο των επιχειρήσεων, σταθερό φορολογικό περιβάλλον, σταθερό οικονομικό πλαίσιο κλπ.), καθώς επίσης τον εξορθολογισμό του φορολογικού μηχανισμού.
(γ) Καθοδήγηση και κίνητρα ανάπτυξης του ιδιωτικού τομέα, για να αυξηθεί το ΑΕΠ και να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας (γεωργία, τουρισμός, ναυτιλία, διαδίκτυο, λοιπές υπηρεσίες)
(δ) Περιορισμός των ελλειμμάτων στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών (με -8% χρεοκόπησε το Μεξικό) – μεταξύ άλλων με την αξιοποίηση (όχι εκποίηση) της τεράστιας ακίνητης περιουσίας του δημοσίου (περί τα 300 δις €), του υπόγειου πλούτου κλπ.
(ε) Καταπολέμηση της φοροαποφυγής των πολυεθνικών (με ειδικό φόρο επί του τζίρου) – παράλληλα με την εγκατάσταση ενός λειτουργικού Κράτους Δικαίου, καθώς επίσης με τη διεκδίκηση των αποζημιώσεων από τη Γερμανία (περί τα 160 δις €).
Ολοκληρώνοντας, θεωρούμε πως το μεγαλύτερο πρόβλημα μίας χώρας είναι η ανεργία η οποία, εκτός του ότι κοστίζει στο κράτος περί τα 400 εκ. ανά 1%, εξαθλιώνει ένα μεγάλο μέρος των εργαζομένων. Έχουμε την άποψη λοιπόν ότι δεν είναι εύλογη η ανακοίνωση μέτρων από μία κυβέρνηση, τα οποία «εξακοντίζουν» την ανεργία σε ποσοστά άνω του 25% – πόσο μάλλον αφού ο προϋπολογισμός επιβαρύνεται με τα ποσά που αναφέραμε (συνολικά πάνω από 4 δις €).
Σε κάθε περίπτωση, δεν θα ήταν σκόπιμο να επικρατήσει και στην Ελλάδα η νεοφιλελεύθερη αντιμετώπιση, με βάση την οποία “οι νέοι καπετάνιοι του υπερωκεανίου ρίχνουν έναν μεγάλο αριθμό ταξιδιωτών στη θάλασσα, για να μπορέσει το καράβι να συνεχίσει το δρόμο του με τους υπόλοιπους”.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Όπως έχουμε επισημάνει αρκετές φορές, αλλά και σύμφωνα με τον αρχισυντάκτη της γερμανικής οικονομικής εφημερίδαςHandelsblatt κ. Gabor Steingart, σε μία συνέντευξή του στον ΚτΕ, ελαφρά διαμορφωμένη από εμάς, η Ελλάδα πρέπει αμέσως να αλλάξει δρόμο:
“Οι δυτικές κυβερνήσεις και το ΔΝΤ αγοράζουν χρόνο, κάτι που δεν σας βοηθάει καθόλου. Η Ελλάδα χρειάζεται μία πραγματική λύση, αφού δεν είναι συνετό να καταπολεμάς μία κρίση χρέους με τεράστια, νέα χρέη…… Τα παιδιά του Σικάγου πήγαν στη Μόσχα, με σκοπό να «συνεφέρουν» την οικονομία με αυστηρή λιτότητα. Η χώρα διαλύθηκε. Οι Γερμανοί αποφασίσαμε στην ενοποίηση ότι, δεν έχει νόημα να μειώνεις συνεχώς τις δαπάνες και να αυξάνεις τους φόρους. Επενδύσαμε πολύ, αυξήσαμε τις εργατικές αμοιβές στην ανατολική Γερμανία. Είχαμε πολύ καλά αποτελέσματα.
Το πρόγραμμά μας δούλεψε γιατί ήταν στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από όσα κάνετε στην Ελλάδα….. Δόθηκε πίστωση 110 δις € στην Ελλάδα. Στην Αν. Γερμανία, για την αναδιοργάνωση της οικονομίας της, δίναμε 160 δις € κάθε χρόνο, πάνω από δέκα χρόνια. Το ελληνικό πρόβλημα δεν πρέπει να γίνει πρόβλημα του Ευρώ και της ΕΕ. Η Ελλάδα αντιπροσωπεύει μόνο το 2,5% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ, δεν είναι πρόβλημα.
Χρειαζόσαστε περισσότερη αυτοπεποίθηση, αφού χωρίς αυτοπεποίθηση δεν θα βρείτε τη σωστή λύση – η οποία δεν είναι «τεχνικό ζήτημα». Πρέπει οι άνθρωποι να επιστρέψουν στην παραγωγική δουλειά και στην ανάπτυξη…. Η κυβέρνησή σας, ο πρωθυπουργός σας, πρέπει να αλλάξουν κατεύθυνση.
Είμαι σίγουρος ότι τελικά όλοι θα αλλάξουμε κατεύθυνση. Μεταπολεμικά, οι ΗΠΑ εφάρμοσαν το σχέδιο «Morgenthau» για να διαλύσουν τη γερμανική κοινωνία, καταστρέφοντας την τεχνολογία και τη βιομηχανία μας – αυτό κάνουμε στην Ελλάδα τώρα…. .Προσπαθούμε να τιμωρήσουμε τους Έλληνες. Θα καταστρέψουμε την ικανότητα της Ελλάδας να επιστρέψει στην ανάπτυξη. Οι ΗΠΑ πήγαν από το σχέδιο «Morgenthau» στο σχέδιο «Marshall» (European Recovery Program). Η Ελλάδα πρέπει να πάει από τη λιτότητα στην ανάκαμψη και ανάπτυξη. Ελπίζω να μη γίνει πολύ αργά”.(G.Steingart)
Ολοκληρώνοντας, για να μπορέσει να απαιτήσει η Ελλάδα ένα νέο πρόγραμμα για την ανάπτυξη της Οικονομίας της, οφείλει να χρησιμοποιήσει όλα της τα όπλα. Παράλληλα, οφείλει να υπενθυμίζει στον μερκαντιλιστή εταίρο της ότι, τουλάχιστον η Ελλάδαέκανε μεν πολλά λάθη στο παρελθόν, αλλά δεν σκότωσε κανέναν. Απλούστερα, δεν οδήγησε τον κόσμο σε δύο παγκόσμιους πολέμους όπως η Γερμανία, για τους οποίους, αντί να τιμωρηθεί, βοηθήθηκε από τις Η.Π.Α. για να ανακάμψει – ταυτόχρονα με τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους των οφειλών της.
Επομένως, η Ελλάδα οφείλει να βοηθηθεί από τους εταίρους της, παράλληλα με την εκδίωξη του ΔΝΤ από την επικράτεια της, το γρηγορότερο δυνατόν. Στην αντίθετη περίπτωση, δεν πρέπει ούτε στιγμή να διστάσει – παίρνοντας τις οδυνηρές μεν, αλλά απόλυτα υποχρεωτικές αποφάσεις που χρειάζονται, για την εξασφάλιση της ευημερίας των Πολιτών της. Ας μην ξεχνάμε ότι, η πατρίδα μας είναι μία πλούσια, πολλαπλά προικισμένη χώρα, η οποία μπορεί να συντηρηθεί μόνη της – αρκεί να δραστηριοποιηθούν οι Πολίτες της, διακρίνοντας προοπτικές και χωρίς βέβαια να επιδιώκει την απομόνωση της.
ΥΓ: Η Ελλάδα, για τρίτο διαδοχικό χρόνο, συνεχίζει να βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα – με τα «πυρά» ολόκληρης της Δύσης, υποκινούμενα από τις πανίσχυρες αγορές, να στρέφονται μαζικά εναντίον της, απλά και μόνο επειδή οι Πολίτες της αμφισβήτησαν τη νέα τάξη πραγμάτων.
Παρά το ότι λοιπόν η ετυμηγορία των Ελλήνων είναι ξεκάθαρη, η σύσταση μίας κυβέρνησης, η οποία θα εκφράζει την κοινή βούληση, εμποδίζεται από έναν απαράδεκτο εκλογικό νόμο, ο οποίος διαστρεβλώνει εντελώς τα αποτελέσματα – ενώ το ελληνικό και διεθνές «κατεστημένο», συνεπικουρούμενο από κάποια διατεταγμένα ΜΜΕ, προσπαθεί να επιβάλλει μία πολιτική εξουσία, η οποία θα εφαρμόσει τα αντίθετα, από όλα όσα ζήτησε η πλειοψηφία των Πολιτών.
Στα πλαίσια αυτά, η μοναδική δυνατότητα της χώρας μας δεν είναι άλλη, από την τοποθέτηση ακόμη περισσότερων ψηφοφόρων (σε ενδεχόμενες νέες εκλογές), πίσω από εκείνα τα κόμματα, τα οποία φαίνεται να σέβονται την απόφαση της πλειοψηφίας – επειδή, όπως έχουμε αναφέρει, “η «πολιτική δύναμη» και ο έλεγχος της αποτελεί το κλειδί της προστασίας μας, απέναντι στις προσπάθειες της οικονομικής μας υποδούλωσης”.
Η δυνατότητα τους (στελέχωση, επάρκεια) να κυβερνήσουν ή όχι, καθώς επίσης οι ευρύτερες πολιτικές τους πεποιθήσεις,οφείλουν στην προκειμένη περίπτωση να τοποθετηθούν σε δεύτερη μοίρα – αφού αυτό που προέχει σήμερα δεν είναι άλλο, από τη δημιουργία ενός ισχυρού κοινωνικού μετώπου, απέναντι στις αγορές και στους υπαλλήλους τους (άλλωστε η Ελλάδα κυβερνάται τα δύο τελευταία χρόνια από τους δανειστές της, από τα παιδιά του Σικάγου και τις ακριβέστατες οδηγίες τους, οι οποίες είναι καταγεγραμμένες στα αλλεπάλληλα «μνημόνια» – από τη σκιώδη εξουσία στο παρασκήνιο).
Έχουμε την άποψη λοιπόν ότι, τα κόμματα που σέβονται τις επιθυμίες των Ελλήνων Πολιτών, αρκεί να υπερασπίζονται τα συμφέροντα της πατρίδας μας, να μην υποκύπτουν στις έξωθεν πιέσεις, να μην καταρρακώνουν την υπερηφάνεια μας και να μη μας εξευτελίζουν διεθνώς, για να αξίζουν την ενίσχυση μας – με κάθε δυνατό τρόπο.
Βασίλης Βιλιάρδος
sofokleous10.gr