Αύξηση των περιστατικών ρατσιστικής βίας κατά προσφύγων- μεταναστών και υποστηρικτών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και μάλιστα από ολοένα περισσότερους πολίτες που συμμετείχαν σε οργανωμένες επιθέσεις, καθώς και αποκέντρωση της οργανωμένης ρατσιστικής βίας στην ελληνική περιφέρεια, κυρίως σε περιοχές όπου υπάρχουν δομές φιλοξενίας, διαπίστωσε το Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας το 2020.
Όπως επισημαίνεται στην ετήσια έκθεση του Δικτύου που παρουσιάστηκε σήμερα, η αύξηση αυτή «συνδέεται με την πολιτική πόλωση σε ευρωπαϊκό και οικουμενικό επίπεδο, ως προς το ζήτημα της υποδοχής προσφύγων και μεταναστών, σε συνδυασμό με εθνικούς και τοπικούς παράγοντες διαμόρφωσης της κατάστασης στην Ελλάδα». Επίσης, «συνδέεται άρρηκτα με τη θεσμική στοχοποίηση προσφύγων και μεταναστών μέσα από τον επίσημο λόγο εκπροσώπων της πολιτικής ηγεσίας, σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο, αλλά και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης».
Κατά την περίοδο Ιανουαρίου- Δεκεμβρίου 2020, το Δίκτυο κατέγραψε μέσω συνεντεύξεων με τα θύματα 107 περιστατικά ρατσιστικής βίας, από τα οποία στα 74 στοχοποιήθηκαν μετανάστες, πρόσφυγες ή αιτούντες άσυλο λόγω εθνικής καταγωγής, θρησκείας ή χρώματος, υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων λόγω της σύνδεσής τους με πρόσφυγες και μετανάστες, καθώς και δομές φιλοξενίας. Σε 30 περιστατικά στοχοποιήθηκαν ΛΟΑΤΚΙ άτομα και σε τρία περιστατικά Έλληνες πολίτες λόγω εθνοτικής καταγωγής.
Σε 77 περιστατικά η επίθεση τελέστηκε από τουλάχιστον δύο άτομα. Σε 50 περιστατικά στοχοποιήθηκαν περισσότερα του ενός θύματα. Στην Αττική έλαβαν χώρα 37 περιστατικά, ενώ στην υπόλοιπη επικράτεια τα περιστατικά εμφανίζουν αρκετά μεγάλη διασπορά, με τα περισσότερα να συγκεντρώνονται στη Λέσβο (25).
Η πλειονότητα των περιστατικών σημειώθηκε σε δημόσιο χώρο (53), ενώ ακολουθούν η οικία του θύματος (οκτώ), καταστήματα εστίασης και διασκέδασης (οκτώ) οι δομές φιλοξενίας (έξι), τα αστυνομικά τμήματα (έξι), τα μέσα μαζικής μεταφοράς (τέσσερα), ο χώρος εργασίας των θυμάτων (τέσσερα). Επίσης, έξι περιστατικά συνέβησαν διαδικτυακά και τηλεφωνικά. Σημαντικός αριθμός των επιθέσεων είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση σωματικών βλαβών (44) και τις απειλές/εξύβριση (44). Σε δύο περιστατικά σημειώθηκε εμπρησμός.
Όσον αφορά στα περιστατικά που στοχοποιήθηκαν πρόσωπα, τα θύματα 70 περιστατικών ήταν άνδρες, εκ των οποίων πέντε τρανς, ενώ σε 22 περιστατικά ήταν γυναίκες, εκ των οποίων οκτώ τρανς. Σε ένα περιστατικό το θύμα αυτοπροσδιορίζεται ως μη δυικό άτομο, ενώ σε εννιά περιστατικά τα θύματα ήταν γυναίκες και άνδρες. Σε 17 περιστατικά στοχοποιήθηκαν ανήλικοι λόγω εθνικής καταγωγής, θρησκείας ή σεξουαλικού προσανατολισμού.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των θυμάτων, οι δράστες ήταν σε 79 περιστατικά άνδρες, σε επτά περιστατικά γυναίκες και σε 17 περιστατικά μεικτές ομάδες. Σε 77 επιθέσεις αναφέρθηκαν περισσότεροι του ενός θύτες και όπως σημειώνεται στην έκθεση του Δικτύου, διαπιστώνεται σημαντική αύξηση στις επιθέσεις από ομάδες σε σχέση με τα στοιχεία του 2019 (52 περιστατικά), καθώς και αποκέντρωση των εν λόγω περιστατικών (είτε από πολίτες είτε από μέλη εξτρεμιστικών ομάδων), στην περιφέρεια, κοντά σε περιοχές όπου υπάρχουν κέντρα υποδοχής και ταυτοποίησης ή δομές φιλοξενίας. Παράλληλα, αύξηση παρουσιάζουν και τα περιστατικά στα οποία οι δράστες συμμετέχουν και σε άλλες επιθέσεις.
Σε 25 περιστατικά εμπλέκονται ένστολοι με θύματα των επιθέσεων κυρίως αιτούντες άσυλο, πρόσφυγες και μετανάστες είτε με άδεια διαμονής είτε χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα (17 περιστατικά), αλλά και υποστηρικτές ανθρωπίνων δικαιωμάτων (τέσσερα περιστατικά). Επιπλέον, σε 59 περιστατικά συμμετείχαν πολίτες. Μάλιστα, το Δίκτυο διαπιστώνει ότι τα περιστατικά από αμιγώς μέλη εξτρεμιστικών ομάδων μειώνονται, ωστόσο στοιχεία και χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου modus operandi φαίνεται να υιοθετούνται από πολίτες στις οργανωμένες επιθέσεις, κάποιες φορές με τη συμμετοχή μελών εξτρεμιστικών οργανώσεων.
Περιστατικά κατά προσφύγων
Η βοηθός συντονίστρια του Δικτύου, Γαρυφαλλιά Αναστασοπούλου, ανέφερε ότι το 2020 «διαπιστώνεται μια ευρύτερη και έντονη στοχοποίηση προσφύγων, μεταναστών, δομών στέγασης και παροχής υπηρεσιών και ατόμων για την υποστήριξή τους στην εν λόγω ομάδα», καθώς και «αύξηση περιστατικών ρατσιστικής βίας σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια στα νησιά του Αιγαίου». Μάλιστα, ενώ από το 2015 ως το 2019 οι επιθέσεις στα νησιά του Αιγαίου, όπου εντοπίζονται οι κύριες προσφυγικές ροές, κυμαίνονταν από 8% ως 20% επί του συνόλου των καταγραφών, το 2020 ανέρχονται σε 43%.
Στην έκθεση γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στα νησιά του Αιγαίου και τον Έβρο, ιδιαίτερα το πρώτο τρίμηνο του 2020, όπως τα επεισόδια στο λιμάνι της Θερμής στη Λέσβο στις αρχές Μαρτίου 2020, όπου πλήθος κατοίκων συγκεντρώθηκε για να σταματήσουν την αποβίβαση προσφύγων, η παρουσία οπλισμένων πολιτών που οργανωμένα στοχοποιούσαν πρόσφυγες στον Έβρο ή η οι οργανωμένες επιθέσεις κατά μεταναστών τον Αύγουστο 2020 σε περιοχές του νομού Ηρακλείου.
Το Δίκτυο τονίζει τη διασύνδεση της ανόδου της ξενοφοβίας και των ρατσιστικών εκδηλώσεων «τόσο με την έλλειψη μιας συνεκτικής και ανθρωποκεντρικής προσφυγικής και μεταναστευτικής πολιτικής, βασισμένης σε διεθνή πρότυπα και εγγυήσεις, όσο και με την κατάσταση υπερσυγκέντρωσης πληθυσμού για μεγάλο διάστημα στα κέντρα υποδοχής των νησιών και δομών φιλοξενίας στην ενδοχώρα, σε εξαιρετικά επισφαλείς συνθήκες, χωρίς ρεαλιστικές πολιτικές ένταξης και αποδοχής της ετερότητας».
Επιθέσεις κατά ΛΟΑΤΚΙ
Σχετικά με τις επιθέσεις κατά ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων, ο αριθμός των περιστατικών σημείωσε μείωση σε σχέση με το 2019, ωστόσο, όπως διευκρίνισε η κ. Αναστασοπούλου «πιθανολογούμε ότι η μείωση αυτή οφείλεται και στην πανδημία, είναι άλλωστε κάτι που έρχεται και ως πληροφόρηση από τα ίδια μας τα μέλη». Σημαντικό είναι το γεγονός ότι το 2020 παρατηρείται ύπαρξη ενδοοικογενειακής βίας ως συνέπεια της πανδημίας και του συνεπακόλουθου εγκλεισμού εντός της οικίας. Παράλληλα, το Δίκτυο διαπιστώνει ότι σε σημαντικό αριθμό των περιστατικών επιθέσεων λόγω ταυτότητας φύλου, τα θύματα βιώνουν ρατσιστική βία στο χώρο εργασίας τους, με χαρακτηριστικές τις περιπτώσεις των τρανς γυναικών, εργατριών του σεξ, οι οποίες δέχονται κατ’ εξακολούθηση ακραία λεκτική και σωματική βία συνήθως από άγνωστους δράστες.
Μια τάση που σταθερά αναδεικνύεται στις καταγραφές είναι ο εκφοβισμός με ρατσιστικό κίνητρο στον κυβερνοχώρο, ωστόσο το 2020 παίρνει και τη νέα διάσταση του σχολικού εκφοβισμού σε ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα.
Όπως εξήγησε ο Ναθαναήλ Λινάρδης, υπεύθυνος του έργου «Πες το σ’ εμάς» για την οργάνωση Colour Youth, «φέτος η νέα συνθήκη με τα διαδικτυακά μαθήματα έδωσε τη δυνατότητα στους θύτες να μείνουν ανώνυμοι. Μπορούσε δηλαδή να στείλει κάποιος μήνυμα εντός μαθήματος σε ένα ΛΟΑΤΚΙ συμμαθητή ή συμφοιτητή του χωρίς να μπορεί το θύμα ή ο καθηγητής να βρουν το άτομο αυτό ώστε να τιμωρηθεί». Σχετικά με τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας ο ίδιος παρατήρησε ότι «κάθε χρόνο το 30% των καταγραφών μας είναι η ενδοοικογενειακή βία με αποκορύφωμα την εκδίωξη του ατόμου από τη στέγη του».
Ο παράγοντας της πανδημίας
Το Δίκτυο κατά το 2020 κατέγραψε περιστατικά τα οποία συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με την πανδημία και διαπιστώνει ότι η πανδημία και τα συνεπακόλουθα μέτρα αποτέλεσαν το πλαίσιο «για την ανάπτυξη και ενίσχυση ξενοφοβικών συμπεριφορών, διακρίσεων αλλά και περιστατικών βίας με ρατσιστικό κίνητρο».
Γίνεται λόγος για αντιμετώπιση των προσφύγων και αιτούντων άσυλο «όχι μόνο ως απειλή για την εθνική κυριαρχία αλλά και για τη δημόσια υγεία», ενώ υπογραμμίζεται και η έκφραση συμπεριφορών με ρατσιστικό κίνητρο από εκπροσώπους της αστυνομίας, κατά τη διάρκεια ελέγχων των μέτρων περιορισμού της κυκλοφορίας.
Ο Μοχτάρ Ρεζάι, πρόεδρος της Κοινότητας Αφγανών προσφύγων και μεταναστών στην Ελλάδα και μέλος του Ελληνικού Φόρουμ Προσφύγων και του Ελληνικού Φόρουμ Μεταναστών, ανέφερε κατά την παρουσίαση της έκθεσης ότι «η επιλογή των ελέγχων της αστυνομίας δεν ήταν τυχαία, βασιζόταν στο χρώμα μας ή τη γλώσσα που μιλούσαμε», ενώ ανέφερε διακρίσεις και στον τομέα της υγείας, όπου «αρκετοί δεν μπορούσαν να έχουν πρόσβαση σε γιατρούς, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις δεν εξυπηρετήθηκαν από δημόσια νοσοκομείο, κάτι που είναι πέρα από ηθικό και υγειονομικό λάθος».
Από την άλλη πλευρά, τα περιστατικά ρατσιστικής βίας με θύτες δημόσιους υπαλλήλους δείχνουν μείωση «δεδομένης της περιορισμένης λειτουργίας των δημόσιων υπηρεσιών με φυσική παρουσία, λόγω των μέτρων που σχετίζονται με την πανδημία». Η πανδημία θεωρείται βασικός παράγοντας μείωσης και των περιστατικών καθημερινού ρατσισμού σε σχέση με το 2019.
Χαιρετίζοντας τη σημερινή παρουσίαση της έκθεσης, ο γενικός γραμματέας Δικαιοσύνης και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Πάνος Αλεξανδρής, επισήμανε ότι «πρέπει να γίνει ακόμα μεγαλύτερη προσπάθεια για να σπάσει το τείχος της σιωπής, για να μπορέσουν οι άνθρωποι να αναγγέλλουν και αν καταγγέλλουν τα φαινόμενα της ρατσιστικής βίας», καθώς και «να παράσχουμε αποτελεσματική προστασία στα θύματα». Ο ίδιος υπογράμμισε ότι στο Εθνικό Σχέδιο κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας που υιοθετήθηκε πρόσφατα, «αντιμετωπίσαμε τα ζητήματα αυτά, καταγράψαμε τις δράσεις που αποβλέπουν καταρχήν στην αύξηση εμπιστοσύνης των θυμάτων με τις υπηρεσίες που έρχονται σε επαφή, και πρέπει να στοχεύσουμε στην αύξηση του αριθμού των καταγγελιών των περιστατικών ρατσιστικού εγκλήματος». Επίσης, ανέφερε ότι επίκειται η κυκλοφορία οδηγού για τα δικαιώματα των θυμάτων του ρατσιστικού εγκλήματος σε εννιά γλώσσες, ενώ προγραμματίζεται η διοργάνωση σεμιναρίων για την ενημέρωση των δικαστικών λειτουργών για τα ζητήματα αυτά.
Σημειώνεται ότι το Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας συναποτελούν η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και 51 μη κυβερνητικές οργανώσεις και φορείς της κοινωνίας των πολιτών, καθώς και ως παρατηρητές ο Συνήγορος του Πολίτη και το Συμβούλιο Ένταξης Μεταναστών του δήμου Αθηναίων.