Η κατάργηση του 8ώρου αποτελεί μείζονος και ιστορικότατης σημασίας «κοινωνική αντεπανάσταση» για την Ελλάδα. Δικαίως χαρακτηρίστηκε από τον Πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ «μητέρα των μαχών».
Θεσμοθετείται όμως, δυστυχώς, έπειτα από μία εικοσαετία που τα ευέλικτα και απλήρωτα ωράρια στον ιδιωτικό τομέα είναι καθεστώς και η έννοια του «απασχολήσιμου – αναλώσιμου» εργαζόμενου κυρίαρχη ιδέα. Και έπειτα από μια μεγάλη περίοδο ανυπαρξίας συνδικαλιστικής εκπροσώπησης των εργαζομένων και, επομένως, αδυναμίας υπεράσπισης των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
Πρόκειται επομένως για μια μάχη που πιθανόν σήμερα να είναι «χαμένη από τα αποδυτήρια». Μια μάχη που πρέπει να δοθεί βεβαίως, αλλά με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον της εργασίας και της παραγωγής. Εκεί που ο στόχος για μείωση του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας με αυξήσεις μισθών και σταθερές θέσεις απασχόλησης αποτελούν τη μεγάλη διακύβευση της επόμενης μέρας ενός σύγχρονου κοινωνικού κράτους.
Τίνος παιδί είναι η κατάργηση του 8ώρου;
Όμως, αν το 8ωρο είναι η «μητέρα των μαχών», η μείωση των εισακτέων στα Πανεπιστήμια είναι η «μητέρα της μητέρας των μαχών». Και είναι μια μάχη που μπορεί και πρέπει να κερδηθεί άμεσα.
Οι εκπαιδευτικές αντι-μεταρρυθμίσεις Κεραμέως βρίσκονται στον πυρήνα της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης που καθοδηγεί σήμερα η Κυβέρνηση Μητσοτάκη. Η μείωσηαπό εφέτος κατά 25.000 τουλάχιστον των εισακτέων στα Πανεπιστήμια και η σταδιακή αύξησή τους τα επόμενα χρόνια (εγγυημένη «πελατεία» στα ιδιωτικά κολέγια, ΚΕΚ και ΙΕΚ, μια πολιτική οικονομία της ιδιωτικής παρα-εκπαίδευσης),είναι ο βασικός κρίκος μιας αλυσίδας πολιτικών υπονόμευσης του δημοκρατικού κεκτημένου στην πρόσβαση των λαϊκών τάξεων στην Παιδεία.
Πρόκειται για την κρισιμότερη, ίσως, πολιτική της εξελισσόμενης καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Σκοπεύει στο να καταστήσει τον εκπαιδευτικό μηχανισμό απολύτως «ταξικό» και στεγανό μόνον για τις ελίτ.
Να φτιάξει αλλεπάλληλα «φίλτρα επιλογής» και «απόρριψης», ήδη από την πρωτοβάθμια εκπαιδευτική βαθμίδα, έτσι ώστε να πλησιάζουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση όσο το δυνατόν λιγότεροι εκπαιδευόμενοι, που εκ των πραγμάτων θα είναι αυτοί που έχουν περισσότερα οικονομικά και κοινωνικά μέσα. Η εφαρμογή της αναδιάρθρωσης στην εκπαίδευση στοχεύει να αποσυνδέσει την κοινωνική – ταξική κινητικότητα από τον εκπαιδευτικό μηχανισμό και υπό την έννοια αυτή αποτελεί θεμελιώδη πολιτική επιλογή του κεφαλαίου στη σημερινή ελληνική πραγματικότητα.
Η νέα εργασιακή δυστοπία, άλλωστε, προϋποθέτει στρατιές απασχολήσιμων, χαμηλής ειδίκευσης, με εναλλασσόμενες ανάγκες κατάρτισης και χαμηλό βαθμό συλλογικής οργάνωσης. Αποτελεί συστατικό στοιχείο της ιδέας για την «ανάπτυξη» που έχουν οι κυρίαρχες παρασιτικές ελίτ της χώρας: υπερσυγκεντροποίηση του κεφαλαίου σε τομείς χαμηλής – μεσαίας παροχής υπηρεσιών.
Η καπιταλιστική αναδιάρθρωση στην Εκπαίδευση
Στην ουσία οι εκπαιδευτικές αντι-μεταρρυθμίσεις επιδιώκουν να διαλύσουν μονομερώς το κοινωνικό συμβόλαιο που υπάρχει από τη δεκαετία του ’60 γύρω από την Εκπαίδευση, αλλά και την μικρο-μεσαία ιδιόκτητη κατοικία. Το μεταπολεμικό καπιταλιστικό κράτοςεξαναγκάστηκε για λόγους αναπαραγωγής των σχέσεων εξουσίας, αλλά και για λόγους εξασφάλισης έστω και μιας στοιχειώδους πολιτικής νομιμοποίησης μετά τον Εμφύλιο, να «παραχωρήσει» στις λαϊκές τάξεις δικαιώματα πρόσβασης στην Εκπαίδευση – με μείωση των μηχανισμών επιλογής -, αλλά και δικαιώματα στην κατοικία και τη στέγαση.
Και τα δύο αυτά «κοινωνικά συμβόλαια» διαλύονται σήμερα. Τα δικαιώματα στην Εκπαίδευση αναιρούνται με τη συνολική ταξική αναδιάρθρωση των πολιτικών Κεραμέως, τα δικαιώματα της κατοικίας με τον νέο πτωχευτικό Κώδικα και την ανεξέλεγκτη από τον πολιτικό έλεγχο τραπεζοκρατία.
Η μείωση των εισακτέων είναι ένας μεγάλος κρίκος μιας αλυσίδας πολιτικών αποκλεισμού από την τριτοβάθμια εκπαίδευση που εφαρμόζονται την τελευταία διετία:
- «βίαιη προώθηση» μεγάλου τμήματος του μαθητικού πληθυσμού στην επαγγελματική κατάρτιση από την ηλικία των 15 ετών,
- κατάργηση των διετών προγραμμάτων επαγγελματικής εξειδίκευσης των Πανεπιστημίων,
- ηλικιακός περιορισμός για την εγγραφή μαθητών στα ΕΠΑΛ,
- αντικειμενικός αποκλεισμός των μαθητών Εσπερινών Λυκείων, αλλά και γενικότερα των φτωχότερων μαθητών, από την είσοδο στα Πανεπιστήμια με την καθιέρωση της ενιαίας Βάσης Εισαγωγής,
- επαγγελματική ισοτίμηση των κολεγιακών πτυχίων.
Οι εκπαιδευτικές αντι-μεταρρυθμίσεις έχουν μία συνοχή και μία στρατηγική. Να παρέμβουν στις διαδικασίες συγκρότησης των κοινωνικών τάξεων, αλλά και των κοινωνικών συμμαχιών, με όρους κυριαρχίας των σημερινών κοινωνικών ελίτ. Να αλλοιώσουν το χαρακτήρα του εκπαιδευτικού μηχανισμού από «δημοκρατικό» σε «ελιτίστικο», ώστε να μην υπάρχουν περιθώρια διαμόρφωσης ευρύτερων κοινωνικών συμμαχιών ανταγωνιστικών προς τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων. Να άρουν, δηλαδή, την κοινωνική κινητικότητα και όσμωση που χαρακτήριζε ιστορικά τα ελληνικά Πανεπιστήμια από τη δεκαετία του ’60 και που παρήγαγε πολιτικά αποτελέσματα υπέρ των δημοκρατικών κοινωνικών τάσεων.
Το κλασικό ερώτημα: τι να κάνουμε;
Ενώ λοιπόν η «μητέρα των μαχών» μπορεί πρόσκαιρα έστω να χαθεί, η «μητέρα της μητέρας των μαχών» μπορεί να κερδηθεί. Και να αποτελέσει μια στρατηγική νίκη στη σκακιέρα της ταξικής πάλης.
Στο πεδίο των επιχειρήσεων και της αγοράς δυστυχώς σήμερα δεν υπάρχουν δυνατά κοινωνικά υποκείμενα για να αμφισβητήσουν την εργοδοσία. Ο βαθμός συνδικαλισμού είναι πολύ αδύνατος, ενώ η ύπαρξη της ΓΣΕΕ αποτελεί μάλλον οργανικό υποστήριγμα των εργοδοτικών συμφερόντων.
Απουσιάζει, επίσης, ένα καθολικό σχέδιο για την ανασύνταξη της παραγωγικής δομής της χώρας με επίκεντρο την εργασία και την Οικονομία της Γνώσης, που θα μπορούσε να ενεργοποιήσει κρίσιμους πυρήνες εργαζομένων και μισθωτών.
Στο πεδίο της Εκπαίδευσης όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Τα κοινωνικά υποκείμενα των μαθητών, των γονιών, των εκπαιδευτικών, των πανεπιστημιακών, των φοιτητών και των ερευνητών είναι υπαρκτά. Τα εκατοντάδες δίκτυα ανθρώπων του πεδίου, από τους νηπιαγωγούς έως τους μεταδιδακτορικούς φοιτητές, είναι ενεργά και δραστήρια. Η διαμόρφωση «κοινής γνώμης» της εκπαιδευτικής κοινότητας είναι πολύ πιο ώριμη από τον κοινωνικό μέσο όρο.
Στο πεδίο της Εκπαίδευσης όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Τα κοινωνικά υποκείμενα των μαθητών, των γονιών, των εκπαιδευτικών, των πανεπιστημιακών, των φοιτητών και των ερευνητών είναι υπαρκτά. Τα εκατοντάδες δίκτυα ανθρώπων του πεδίου, από τους νηπιαγωγούς έως τους μεταδιδακτορικούς φοιτητές, είναι ενεργά και δραστήρια.
Η διαμόρφωση «κοινής γνώμης» της εκπαιδευτικής κοινότητας είναι πολύ πιο ώριμη από τον κοινωνικό μέσο όρο.
Μπορούμε λοιπόν να δουλέψουμε ώστε να συγκροτήσουμε την πρώτη ύλη ενός πανεκπαιδευτικού κοινωνικού μετώπου που θα ενεργοποιήσει και θα μορφοποιήσει πολιτικά αιτήματα άμεσα εφαρμόσιμα. Η νέα σχολική – ακαδημαϊκή χρονιά που θα ανοίξει τον Σεπτέμβριο πρέπει να βρει τα κινήματα της εκπαίδευσης σε δράση.
Και μπορούμε, επίσης, ως πολιτικά υποκείμενα της δημοκρατικής οικογένειας, με πρώτη την αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, να ενσωματώσουμε στο πολιτικό μας πρόγραμμα τα πιο προωθημένα αιτήματα μιας δημοκρατικής εκπαιδευτικής πολιτικής. Με τη ρητή δέσμευση ότι η αλυσίδα των εκπαιδευτικών αντι-μεταρρυθμίσεων Κεραμέως θα καταργηθεί πράγματι «με ένα νόμο και ένα άρθρο». Γιατί είναι κομβικής σημασίας για τη ζωή των ανθρώπων της εργασίας και του καθημερινού μόχθου.
Χρ .Βερναρδάκης – Πανεπιστημιακός, Βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Α’Αθήνας