Αναμφισβήτητα η Ελλάδα κατέχει μια πρωτιά ανάμεσα στις δυτικού τύπου αστικές δημοκρατίες στη γηραιά ήπειρο. Είναι το κράτος που σχεδόν 200 χρόνια μετά την ίδρυσή του η οικογενειοκρατία και ο νεποτισμός κυριαρχούν στην πολιτική ελίτ της χώρας, αφού κάποιες οικογένειες, που δεν ξεπερνούν σε αριθμό τα δάχτυλα των δύο χεριών, έχουν προσφέρει από τις τάξεις τους πρωθυπουργούς, παραπάνω από μια γενεές. Φυσικά υπάρχουν και μερικές ακόμη ισχυρές πολιτικά οικογένειες, που το επώνυμό τους φιγουράρει στα βουλευτικά έδρανα από τον 19ο αιώνα.
Η απάντηση που δίδεται όταν η παραπάνω διαπίστωση παίρνει τη μορφή ερωτήματος και επικρίσεων για την πρόοδο της Ελληνικής Δημοκρατίας, είναι ότι ο λαός είναι αυτός που λαμβάνει την τελική απόφαση για το ποιος θα τον εκπροσωπήσει, γεγονός αδιαμφισβήτητο, όπως επίσης και η έτερη διαπίστωση ότι η χώρα μας ειδικά στην τόσο χλευασμένη τα τελευταία χρόνια μεταπολιτευτική περίοδο βρίσκεται χωρίς μεγάλες αναταράξεις σε σταθερή τροχιά πάνω σε δημοκρατικές ράγιες. Ωστόσο, δεν μπορεί να μην προβληματίζει τους πολίτες η διαχρονική συνθήκη μια «οικογενειακής» δημοκρατίας, που το τελευταίο διάστημα κινδυνεύει να γίνει υπόθεση μόνο μιας οικογένειας.
Για να μπορέσουμε να δούμε το ζήτημα στην προοπτική του, χρειάζεται εκτός από τα παραδοσιακά ερμηνευτικά εργαλεία όπως αυτό των πελατειακών σχέσεων, να δούμε τις σύγχρονες πολιτικές τακτικές και μεθοδολογίες που εξηγούν το φαινόμενο, συνδέοντάς τες με ιστορικές και διεθνείς πρακτικές, χωρίς βέβαια να θεωρούμε ότι ανακαλύψαμε την Αμερική, αφού στις αναλύσεις δεν υπάρχουν παρθενογενέσεις.
Να δούμε δηλαδή γιατί, ενώ στα αποτελέσματα του Ευρωβαρόμετρου για την Άνοιξη του 2021 οι Έλληνες πολίτες είναι ανασφαλείς, απογοητευμένοι, θυμωμένοι και φοβισμένοι (πίνακας 1), στις εσωτερικές δημοσκοπήσεις καταγράφονται διψήφια νούμερα στη διαφορά του κυβερνώντος κόμματος από αυτό της αξιωματικής αντιπολίτευσης;
Γιατί οι πολίτες και οι επιχειρηματίες ζητούν μεγαλύτερη στήριξη από την Ευρωπαϊκή Ένωση και όχι μόνο (εικόνα 2), καταδεικνύοντας ουσιαστικάως μια επιφύλαξή τους την ανεπάρκεια της κυβερνητικής πολιτικής, τη στιγμή που ο κόσμος της αγοράς, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων δεν καταθέτει την στρατηγική διαφοροποίησή του;
Επιπλέον, γιατί το ποσοστό όσων απάντησαν στην έρευνα δεν είναι σε καμιά περίπτωση πλειοψηφικό, σχετικά με το ερώτημα αν η χώρα κινείται στη σωστή κατεύθυνση;
Και τέλος, χωρίς τη βοήθεια αυτή τη φορά της έρευνας, σε ποια κατεύθυνση κινούνται οι πολίτες που ψήφισαν «Όχι» ή «λευκό» στο δημοψήφισμα του 2015 και δεν είναι εξ ορισμού ενάντια στην ΕΕ, καθώς και οι νέοι της πατρίδας μας, τους οποίους οι εφαρμοζόμενες πολιτικές τους αφορούν περισσότερο απ’ όλους;
Ξεκινώντας από το σχετικά πρόσφατο παρελθόν, φάνηκε από την επομένη της εκλογής Μητσοτάκη στην αρχηγία της Νέας Δημοκρατίας, τον Ιανουάριο του 2016, ότι η πρόσκαιρη συναίνεση για εθνικούς λόγους, όπως αυτοί προσδιορίζονταν από την επιθυμητή έξοδο από τα μνημόνια,ήταν παρελθόν.
Η νέα ηγετική ομάδα της τότε Συγγρού και νυν Πειραιώς-Μαξίμου έκανε μια «κατάδυση» στην ελληνική πολιτική ιστορία και ρίχθηκε στην αναζήτηση σύγχρονων μεθόδων σαν αυτές που χρησιμοποιήθηκαν για την αποδυνάμωση της ΕΔΑ στις αρχές της δεκαετίας του 1960, γνωρίζοντας πολύ καλά την διαφορετική ιστορική περίοδο και συγκυρία.
Αποτέλεσμα αυτής της μεθοδολογίας ήταν η σύμπηξη ενός ευρέος «αντι-Σύριζα» μετώπου, δημιουργώντας έναν ανύπαρκτο, αλλά αόρατο, άρα και πιο «τερατώδη» φόβο για τον «κίνδυνο» που διατρέχει η Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία από τον λαϊκισμό. Κάποιοι βέβαια το πήγαν ακόμη και πιο πέρα μιλώντας για την ανάγκη να μπει ταφόπλακα στην ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς στην Ελλάδα!
Σε αυτό το υποτιθέμενο «μέτωπο της λογικής» βρήκαν στέγη λογής-λογής «αντιλαϊκιστές» δημοσιολογούντες, κάποιοι από τους οποίους λόγω του κύρους ή της δημοτικότητάς τους αποδείχθηκαν εξαιρετικά επιδραστικοί,οριζόντια στο χώρο που αποκαλούμε πολιτικό συνταγματικό τόξο.
Κάποιοι, μάλιστα, τα έβαλαν και με τον παλιό τους εαυτό, όταν η προηγούμενη κυβέρνηση προωθούσε προοδευτικές και εκσυγχρονιστικές πολιτικές και κατήγαγε διπλωματικές επιτυχίες όπως η Συμφωνία των Πρεσπών. Από το δίπολο μνημόνιο-αντιμνημόνιο περάσαμε στη σκληρή παλινορθωτική ρητορική με πρόσχημα την παρουσία του όντως λαϊκιστή Καμμένου στην κυβέρνηση ή τη δήθεν «εθνομηδενιστική» πολιτική του 3%. Αυτό το «αντι-Σύριζα» μέτωπο χρησιμοποιείται δε σαν εμπροσθοφυλακή ακόμα και σήμερα, κάθε φορά που υπάρχει δημοσκοπική κάμψη.
Στην περίοδοτης διακυβέρνησης τη χώρας από τη Νέα Δημοκρατία, η κατάσταση της κατασκευής της εικόνας επιδεινώθηκε. Αυτό που έκαναν ταπερισσότεραmainstreamμμε πριν την 7η Ιουλίου 2019, πήρε άλλες διαστάσεις.
Η περίφημη «λίστα Πέτσα» φαίνεται να λειτουργεί ως ανάχωμα στις διαφοροποιημένες φωνές, με αποτέλεσμα αυτή τη στιγμή να υπάρχει έλλειμμα πλουραλισμού και ενημέρωσης ακόμη και για σημαντικά ζητήματα, πέρα από προσπάθεια ανακατεύθυνσης του κοινού προς περισσότερη νόθα ψυχαγωγία και μαζική κουλτούρα, βασισμένη στο ιδεολόγημα περί «ευτυχίας» και «κοσμοπολιτισμού» ή «ξεβλαχέματος».
Ακόμη και τα ζητήματα της πανδημίας, όπως φαίνεται και από την έρευνα αποδυναμώνονταν από τη δύναμη μιας επίπλαστης εικόνας.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι πολιτικές δυνάμεις και τα κοινωνικά κινήματα φαίνονται αδύναμα να αντιδράσουν. Από τη μια δικαιολογημένα, αφού υπάρχει επικοινωνιακός αποκλεισμός, αλλά από την άλλη δεν έχει διαμορφωθεί μια πρόταση που θα μπορέσει να περάσει στην κοινωνία και να πείσει. Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας λειτούργησαν ως bufferτην περίοδο της διακυβέρνησής τους, απορροφώντας τους κοινωνικούς κραδασμούς, γεγονός που βοήθησε στο επίτευγμα της ομαλήςεξόδου της χώρας από τα μνημόνια. Ωστόσο, σε συνδυασμό με τη συνθήκη ότι τα στελέχη του κόμματος ενσωματώθηκαν στην κυβερνητική μηχανή, η Κουμουνδούρου οδήγησε ασύνειδα στην απίσχναση της σχέσης του πολιτικού οργανισμού της με την κοινωνία.
Τι μέλλει γενέσθαι;
Αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές, για να μπορέσει να η χώρα μετά την πανδημία να επανέλθει σε μια τροχιά πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ομαλότητας, χρειάζεται οι προοδευτικοί πολίτες της χώρας να συγκροτηθούν σε ένα μέτωπο που θα πραγματεύεται τόσο τις άμεσες αναγκαιότητες όσο και την άμεση εκπόνηση μιας συνολικής πρότασης που αφορά το μέλλον και τους νέους συμπολίτες μας.
Μόνο έτσι η όποια παρέμβαση θα αποκτά κοινωνικό περιεχόμενο και αντίκτυπο. Και χωρίς φυσικά να επιμένουμε σε συνταγές του παρελθόντος που φαίνονται εντελώς ξένες στους νέους ανθρώπους ή έχουν δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα χαρακτηριστεί ως λαϊκισμός.
Στο «απέναντι» στρατόπεδο, η συντηρητική παράταξη πρέπει να ξαναβρεί την φιλελεύθερη κοινωνική κεντροδεξιά ψυχή της, με πρότυπο τουλάχιστον τη Μέρκελ στην Ευρώπη και τον Μπάιντεν στις ΗΠΑ, γιατί οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές που βιώνουμε και έχουν χυτευθεί στο ίδιο καλούπι με εκδοχές της ακροδεξιάς ιδεολογίας, μόνο ως ολετήρας λειτουργούν για τη δημοκρατική παράδοση. Αλλιώς και δυσυτυχώς, οδηγούμαστε με μαθηματική ακρίβεια στην πρώτη «ελέω λαού δυναστεία»…