Τα βλέπεις κάθε μέρα: Το πρωί στο καφέ ή στο δρόμο, το απόγευμα στη θάλασσα, το βράδυ στο μπαράκι, σπάνια σε κάποιο εστιατόριο, δεν φτάνουν τα λεφτά για κανονικό φαγητό κάθε μέρα, πιο πιθανό να τα πετύχεις να τσακίζουν κανα σουβλάκι, αν δεν τρώνε εκεί που δουλεύουν.
Αγόρια και κορίτσια, χλωμά τα περισσότερα, αφού ή δουλεύουν βράδυ και ξυπνάνε αργά, ή δουλεύουν μέρα και δεν τα βλέπει ο ήλιος.
Εκτός από εκείνα που σερβίρουν στην παραλία, που τα παραβλέπει ο ήλιος, καθώς ανεβοκατεβαίνουν στην καυτή άμμο.
Δουλεύουν οκτάωρα, εννιάωρα, δεκάωρα, ή και παραπάνω όταν πλακώνει κόσμος.
Αδιαμαρτύρητα.
Είναι από 15-16, μέχρι 20-21.
Δουλεύουν για καλά αφεντικά, κακά αφεντικά, απαράδεκτα αφεντικά, παίρνουν βασικά χρήματα αλλά προσδοκούν στα τιπς, μένουν σε σκηνές ή σε κάτι -επίσης βασικά- ρουμς που τους παρέχει η επιχείρηση πέντε-πέντε μαζί.
Συναντούν καλούς πελάτες, κακούς πελάτες, απαράδεκτους πελάτες…
Όπως είναι και η ζωή δλδ.
Δουλεύουν για να σπουδάσουν, όπως ο Σ. που πέρασε στο Πάντειο αλλά ήθελε να πάει σε ΙΕΚ να μάθει μουσική και τα λεφτά που του δίνει η λάντζα πληρώνουν τα δίδακτρα.
Ή για το χαρτζηλίκι τους, επειδή δεν θέλουν να ζητάνε κάθε μέρα ένα δίευρο από τους γονείς.
Ή για να αγοράσουν κάτι το χειμώνα, που η μαμά και/ή ο μπαμπάς δεν μπορεί να τους πάρει.
Ή για να πάνε ένα ταξίδι.
Ή απλά επειδή το βρίσκουν λογικό να δουλέψουν και ξέρουν ήδη ότι ο κόσμος εκεί έξω πρέπει ν’ αλλάξει αλλά δεν θα καταφέρεις να τον αλλάξεις αν δεν τον μάθεις.
Από την καλή κι από την ανάποδη.
Τα παιδιά που δουλεύουν είναι χαμογελαστά. Και ξεχωρίζουν από τα παιδιά που απλώς διακοπάρουν, με έναν πολύ δικό τους τρόπο. Έχουν μια συνομωτική ωριμότητα, μια στωικότητα, μια κατανόηση για την κατάσταση των πραγμάτων που τα υπόλοιπα παιδιά δεν έχουν.
Έχουν μια γλυκιά κούραση και ταλαιπωρία που σέρνουν πίσω τους αγόγγυστα και μια αυτοπεποίθηση που μοιάζει τόσο αταίριαστη με τη φρεσκάδα τους.
Υπήρχαν πάντα, υπήρξαμε και κάποιοι από μας τέτοια παιδιά.
Σήμερα, ανάμεσα σε μια γενιά που μεγάλωσε υπερπροστατευμένη, δείχνουν να «πετάνε» πάνω απ όλους μας σα μια κρυφή υπόσχεση.
Αργά το βράδυ θα μαζευτούν να πάνε στο μπαράκι που ξενυχτάει, να πιουν κάτι και να μοιραστούν τις εμπειρίες τους.
Το πρωί στον καφέ θα χτυπήσει το τηλέφωνο.
«Ναι, μαμά, καλά είμαι, τρώω, μην ανησυχείς, ναι με πληρώνει, ναι, κοιμάμαι, ναι τέλεια όλα».
Συχνά λένε ψέμματα.
Όμως εγώ θέλω ν’ αρπάξω το τηλέφωνο και να πω στη μαμά:
«Με τέτοιο παιδί, να μην ανησυχείς».
Ή, όπως μου είπε κι εμένα μια μέρα η Λάουρα γελώντας:
«Δεν χρειάζεται ν ανησυχείς, αλλά μπορείς».