Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2005 και ανάμεσα στις προβολές η συζήτηση έχει ανάψει σε τρία ενωμένα τραπεζάκια του “ΟΛΥΜΠΙΟΝ” με σκηνοθέτες, ηθοποιούς και δημοσιογράφους. Θέμα: Μπορεί να γυριστεί μία αξιοπρεπής ταινία θρίλερ στην Ελλάδα;
Οι απόψεις πολλές και αντικρουόμενες, αν και οι περισσότεροι συμφωνούσαν πως με εξαίρεση το “Δράκο” του Νίκου Κούνδουρου, καμιά άλλη απόπειρα δεν ευτύχησε. Ετσι η κουβέντα γύρισε στο “γιατί”. Αλλος έλεγε ότι το κόστος των θρίλερ είναι απαγορευτικό, άλλος ότι δεν υπάρχουν αξιόλογα σενάρια και άλλοι ότι δεν έχουμε την τεχνογνωσία για το είδος.
“Μπούρδες λέτε” ακούστηκε τότε η φωνή μεγάλου Ελληνα σκηνοθέτη που δεν είναι, δυστυχώς, πια στη ζωή. “Και χρήματα μπορούν να βρεθούν και σενάρια να γραφτούν και τεχνογνωσία έχουν οι νεότεροι σκηνοθέτες και ηθοποιοί και ειδικά εφέ μπορούμε να έχουμε. Αλλού είναι το θέμα!”. Το κοιτάξαμε όλοι με ενδιαφέρον και κάποιοι ρωτήσαμε με απορία: “Που αλλού;”.
“Στους χώρους! Στα τοπία! Στις πόλεις! Στους δρόμους!”. Και εξήγησε: “Η χώρα μας είναι μικρή. Ολοι λίγο-πολύ τη γνωρίζουμε. Το θρίλερ βασίζεται πολύ στον “άγνωστο” χώρο μέσα στο οποίο χάνεσαι, εγκλωβίζεσαι, παρασύρεσαι. Θρίλερ μπορεί να γυριστεί σε ένα ρημαγμένο motel στη μέση του πουθενά, σε ένα απρόσιτο “γκέτο” μίας μεγαλούπολης, σε χώρους που δεν είναι άμεσα αναγνωρίσιμοι από το κοινό. Δεν μπορεί να γυριστεί ούτε στην Κυψέλη ούτε στην Καλαμαριά ούτε στα Γιάννενα…”. Είχε δίκιο.
Θυμήθηκα αυτή τη συζήτηση των “ιερών τεράτων” του ελληνικού κινηματογράφου βλέποντας το πολυδιαφημισμένο “Beckett” του Ferdinando Cito Filomarino, με τον Τζον Ντέιβιντ Γουάσινγκτον, στο Netflix.
Η ταινία είναι επιεικώς απογοητευτική. Κι αυτό όχι -μόνο- διότι γυρίστηκε σε γνώριμα, για τον Ελληνα θεατή, μέρη όπως στους Δελφούς, στα Τρίκαλα, στα Ζαγόρια, στα Μετέωρα, στην Καλαμπάκα και στο κέντρο της Αθήνας. Αλλωστε δεν φτιάχτηκε για τις ελληνικές αίθουσες -όπου θα πήγαινε μάλλον άπατη – αλλά για ένα παγκόσμιο κοινό μέσω της δημοφιλούς πλατφόρμας διαμοιρασμού ταινιών.
Θα διέπραττα το “θανάσιμο αμάρτημα” των spoiler αν αναφερόμουν στα πραγματολογικά λάθη και στις αστοχίες της ταινίας ως προς το πως παρουσιάζει τους ανθρώπους της υπαίθρου, τους αστυνομικούς, τους ακτιβιστές, την πολιτική κατάσταση της χώρας την τελευταία δεκαετία. Μία λέξη: Αχταρμάς! Κάτι μεταξύ Σικελίας και Κολομβίας!
Το σεναριακό εύρημα ενός τροχαίου δυστυχήματος δύο αμερικάνων τουριστών που μετατρέπεται σε καφκικό εφιάλτη για τον πρωταγωνιστή, εξαντλείται στο πρώτο 20λεπτο και με το ζόρι κρατιέται και δεν μετατρέπεται σε σπαρταριστή κωμωδία με την επιπέδου “Μίσιγκαν” αγγλομαθή επαρχία να δίνει τη θέση της σε μία γκροτέσκα “αντιμνημονιακή” Αθήνα όπου Greek Mafia και… Αμερικανική Πρεσβεία “λύνουν και δένουν”.
Οχι, το πρόβλημα του Beckett δεν είναι τα γνώριμα ελληνικά τοπία και τα αθηναϊκά τοπόσημα που κάλλιστα μπορούν να αξιοποιηθούν σε άλλα είδη κινηματογράφου. Ούτε και η στρεβλή απεικόνιση της ελληνικής κοινωνίας. Δεν μιλάμε ούτε για τον Γαβρά ούτε για τον Αγγελόπουλο ούτε για τον Βούλγαρη. Ο Ferdinando Cito Filomarino επιχείρησε να κάνει μια εμπορική ταινία και όχι ένα ψηφιδωτό της σύγχρονης Ελλάδας. Πήρε έναν εξαιρετικό ηθοποιό της νεότερης γενιάς, τον Τζον Ντέιβιντ Γουάσινγκτον, και την «Οσκαρική» Αλίσια Βίκαντερ (για ελάχιστες σκηνές) ήλθε σε μία υπέροχη χώρα για γυρίσματα αλλά ξέχασε να βρει ένα σενάριο, έναν διευθυντή φωτογραφίας και έναν καλό μοντέρ.
Το αποτέλεσμα αναμενόμενο: ένα νερόβραστο πιλάφι ή μία κακοψημένη πατάτα.
Ας ελπίσουμε ότι το “The Enforcer” του Αντόνιο Μπαντέρας που γυρίστηκε στη Θεσσαλονίκη-“Μαϊάμι” να έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον.