«Μόλις πήγα στη ΓΑΔΑ με είδαν και έβαλαν τα γέλια. Τους ρώτησα γιατί και μου είπαν ‘Εσύ είσαι ο Ινδιάνος που λένε; Δεν είσαι εσύ, έχουν κάνει λάθος και γι’ αυτό γελάμε’».
Η ιστορία του Αλέξανδρου Μ. θυμίζει εκείνη του Γιόζεφ Κ. του Φραντς Κάφκα, τον μοναχικό υπαλληλάκο που, αιφνιδίως, μπαίνει στο στόχαστρο για ένα έγκλημα που αγνοεί. Η μόνη του διαφορά είναι ότι ο δεύτερος είναι ένας λογοτεχνικός “ήρωας” ενώ ο πρώτος πλήρωσε το λάθος “για γέλια” με επτά μήνες από τη ζωή του.
Μιλώντας στο Documento, ο Αλέξανδρος Μ. ή επονομαζόμενος -από την αστυνομία και στη συνέχεια από τα ΜΜΕ- «Ινδιάνος», ο οποίος ενοχοποιήθηκε εσκεμμένα παρά τα ανύπαρκτα στοιχεία εναντίον του, προκειμένου να αποτελέσει μία ακόμη «επιτυχία» του τότε υπουργού Προστασίας του Πολίτη, Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, αποκαλύπτει τον ακραίο κυνισμό ΕΛΑΣ, ανακριτικών και δικαστικών αρχών και κυβέρνησης.
Αποκαλύπτει όμως και την ανθρωποφαγική μανία των ΜΜΕ που δίκασαν και καταδίκασαν έναν πολίτη διασύροντάς τον επί εβδομάδες ως υπαίτιο επίθεσης σε αστυνομικό, στερώντας του έτσι επτά ολόκληρους μήνες από τη ζωή του.
Ο Αλέξανδρος Μ. βρέθηκε για επτά μήνες στη φυλακή αντιμετωπίζοντας την κατηγορία για απόπειρα ανθρωποκτονίας του αστυνομικού που τραυματίστηκε στις 9 Μαρτίου (2021) κατά τη διάρκεια επεισοδίων στη Ν. Σμύρνη.
Η εφιαλτική περιπέτεια του Αλέξανδρου Μ. ξεκινάει με την “μαρτυρία” ενός ψυχικά ασθενή ανθρώπου στην οποία στηρίχθηκε και “κατηγορία” σε βάρος του.
«Η σύλληψη έγινε τρεις μέρες μετά τη διαδήλωση στη Ν. Σμύρνη. Η ζωή μου ήταν δουλειά σπίτι και καμία μπάλα, μπάσκετ. Δεν ασχολιόμουν ούτε με πορείες, ούτε τίποτα. . Γήπεδο μια φορά είχα πάει πριν κάποια χρόνια. Εκείνη τη μέρα είχα πάει στη δουλειά και όταν σχόλασα με περίμεναν αστυνομικοί έξω από το κτίριο. Με είχαν ειδοποιήσει ότι κάποιοι με ζήτησαν αλλά δεν ήξερα ποιοι. Μόλις βγήκα έξω με ρώτησαν πως με λένε, τους είπα το όνομά μου και μου είπαν έλα μέσα. Μου φόρεσαν χειροπέδες χωρίς να μου πουν καν γιατί με συλλαμβάνουν. Τους ρώτησα και δεν μου απαντούσαν. Με πήγαν στη ΓΑΔΑ κι εκεί μου τα είπαν όλα. Ότι ήμουν στη Ν. Σμύρνη. Εγώ στη Ν. Σμύρνη; Τι δουλειά έχω εκεί; Δεν έχω καμία σχέση. Μόλις το άκουσα αυτό τρελάθηκα», λέει σε συνέντευξή του στο Documento ο Αλέξανδρος Μ. εξηγώντας τον παραλογισμό της σύλληψής του.
Ο ίδιος αναφερόμενος στους αστυνομικούς που τον υποδέχτηκαν στη ΓΑΔΑ – εκτός από αυτούς που τον συνέλαβαν και του ανακοίνωσαν για τι κατηγορείται – λέει πως από την πρώτη στιγμή όλοι ήξεραν ότι είναι αθώος. «Μόλις πήγα στη ΓΑΔΑ με είδαν και έβαλαν τα γέλια. Τους ρώτησα γιατί και μου είπαν ‘Εσύ είσαι ο Ινδιάνος που λένε; Δεν είσαι εσύ, έχουν κάνει λάθος και γι’ αυτό γελάμε’».
Την ίδια αντίδραση είχαν και οι υπόλοιποι συλληφθέντες που βρίσκονταν στο κρατητήριο όταν τους ανακοίνωσε γιατί κατηγορείται.
«Εγώ μέχρι τότε πίστευα ότι θα καταλάβουν το λάθος τους και σε κανένα δίωρο θα φύγω. Τελικά πέρασαν επτά μήνες. Επτά μήνες στη φυλακή άδικα. Δεν ξέρω τι μπορεί να έγινε και τι μπορεί να σκέφτηκαν αλήθεια. Άκουσαν τον γαμπρό μου; Ήθελαν απλά να βάλουν μέσα κάποιον. Πίστευα ότι θα βγω αλλά πέρασαν τόσοι μήνες. Δεν το πίστευα. Πιάνουν όποιον να ναι, για να πουν απλά ότι έκαναν τη δουλειά τους, και είναι άδικο», συμπληρώνει.
Ο Αλέξανδρος έχασε επτά μήνες από τη ζωή του. Επτά μήνες, αντί να βρίσκεται στο σπίτι του κοντά στην οικογένειά του, κοιμόταν σε ένα κρεβάτι γεμάτο κοριούς στις υπερπληθείς φυλακές Τρικάλων, μόνος ανάμεσα σε αγνώστους.
«Στην αρχή μέσα στη φυλακή ήμουν πολύ χάλια. Η ψυχολογία μου είχε πέσει πάρα πολύ τους πρώτους 3 μήνες δεν έβγαινα καν από το κελί. Μου έλεγαν άλλοι κρατούμενοι να βγω λίγο έξω και δεν έβγαινα. Σκεφτόμουν όλα αυτά και δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί μου το κάνουν αυτό. Η αδικία είναι τεράστια. Είχα και θυμό, αλλά η στεναχώρια ήταν πολύ μεγαλύτερη. Μετά σιγά σιγά άρχισα να πατάω στα πόδια μου δεν γινόταν αλλιώς έπρεπε να επιβιώσω. Δεν έχασα την ελπίδα μου, ήξερα ότι είμαι αθώος», λέει χαρακτηριστικά και προσθετει:
«Όταν έφτασα στα Τρίκαλα και με είδαν οι υπάλληλοι και οι κρατούμενοι όλοι έλεγαν ότι είναι μία στημένη υπόθεση. Όλοι έλεγαν ότι ξέρουν ότι δεν είμαι ένοχος. Η αστυνομία έπρεπε να βρει έναν ένοχο και βρήκε εμένα. Εγώ θέλω απλά την ησυχία μου. Είμαι ήρεμος άνθρωπος. Είχα θυμώσει αλλά πιο μεγάλη ήταν η στεναχώρια για την αδικία. Αυτοί οι επτά μήνες μου φάνηκαν σαν δύο χρόνια».
Ο Αλέξανδρος όπως υποστηρίζει δεν έχει απασχολήσει ποτέ ξανά τις αρχές και ένιωσε με τον χειρότερο τρόπο την κρατική εξουσία να αυθαιρετεί εις βάρος του. Εις βάρος ενός νέου ανθρώπου που ακριβώς επειδή είχε πίστη στα όργανα και τις λειτουργίες του κράτους στην αρχή δεν σκέφτηκε ότι θα αδικηθεί.
«Όταν μου ανακοίνωσαν ότι προφυλακίζομαι είπα ότι είναι άδικο. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Φυσικά και φοβάμαι πια ότι το δικαστήριο μπορεί και να με καταδικάσει, από τη στιγμή που με έβαλαν μέσα την πρώτη φορά χωρίς στοιχεία, πώς να πιστέψω ότι η αδικία δεν θα συνεχιστεί; Όταν έμαθα ότι αποφυλακίζομαι ένιωσα ανακούφιση. Θέλω να γίνει το δικαστήριο να τελειώνει όλο αυτό. Τα αδέλφια μου έκλαιγαν μόλις με είδαν η συγκίνηση ήταν μεγάλη. Είμαστε πέντε αδέλφια οι γονείς μας δεν ζουν, ήταν πολύ δύσκολο και για αυτούς».
Να θυμίσουμε ότι τον Απρίλιο κι ενώ ο εισαγγελέας, στην πρόταση του ανέφερε ότι «από την αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού δεν προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ενοχής», η ανακρίτρια είχε απορρίψει την προσφυγή κατά του εντάλματος, λέγοντας: «Ακόμη και στην περίπτωση που πράγματι το άτομο που εμφαίνεται να εισέρχεται στις 18.20 στο πάρκο της Ελευσίνας ταυτίζεται με τον κατηγορούμενο, δεν διακριβώθηκε ο χρόνος και το σημείο αναχώρησης του από το πάρκο. Ως εκ τούτου η παραδοχή ότι ο κατηγορούμενος αφίχθη στο εν λόγω πάρκο στις 18.20 (ώρα καταγραφικού) άλλως 18:14 (πραγματική ώρα) ενόψει του ότι δεν εξηγήθηκε για ποιο λόγο δεν καταγράφηκε και η έξοδος αυτού από το πάρκο και το σημείο εξόδου, δεν αποκλείει την ακόλουθη μετάβαση του στην περιοχή της Νέας Σμύρνης δεδομένου ότι το επίδικο περάστε περιστατικό έλαβε χώρα στις 19:20 και η απόσταση με όχημα από την Ελευσίνα προς την Αθήνα (σε ώρα μη αιχμής) υπολογίζεται στα 20 λεπτά».
Διαφορετική κρίση διατύπωσε ο εισαγγελέας στην πρόταση του αναφέροντας ότι «από την αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού δεν προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για τις πράξεις τις οποίες κατηγορείται. Ειδικότερα, η εμπλοκή του στηρίζεται κυρίως στις ένορκες καταθέσεις του Γ.Α., αν διαστάσει συζύγου της αδελφής του κατηγορουμένου. (…) Σημειωτέον, ότι τόσο ο κατηγορούμενος όσο και η αδερφή του ισχυρίστηκαν ότι ο συγκεκριμένος μάρτυρας επισκεπτόταν συχνά το σπίτι τους, παρά την άρνηση τους, δημιουργώντας επεισόδια και απειλώντας τους, επιρρίπτοντας ευθύνες αποκλειστικά στον κατηγορούμενο για την απομάκρυνση του από την οικία».
Όπως επισημαίνει ο εισαγγελέας, «από την κατοίκων έρευνα που διενεργήθηκε στην οικία του κατηγορουμένου μόλις 4 ώρες μετά την απόπειρα ανθρωποκτονίας σε βάρος του αστυνομικού στη Νέα Σμύρνη, δε βρέθηκαν τα ρούχα που φορούσε ο κατηγορούμενος κατά τους ισχυρισμούς του μάρτυρα, δηλαδή σκουρόχρωμο παντελόνι φόρμας με λευκή ρίγα στα πλάγια και μπουφάν χρώματος χακί που στο πίσω μέρος είχε είδος ανοιχτόχρωμης στάμπας». Μάλιστα, ο ίδιος άνθρωπος είχε δώσει λίγες ημέρες αργότερα συνέντευξη λέγοντας πως πάσχει από ψυχολογικά προβλήματα και πως δεν είχε δει ποτέ τον κατηγορούμενο στη Νέα Σμύρνη.
«Όλα τα ανωτέρω γεγονότα καταδεικνύουν πως η μαρτυρία του δεν είναι αξιόπιστη και τα κίνητρα του είναι διαφορετικά από αυτά της αφορούν τις καταθέσεις της ουσιαστικής αλήθειας. Προς τούτο συντείνει και το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος μάρτυρας έχει καταδικαστεί για το αδίκημα της ψεύδους καταγγελίας όταν είχε τηλεφωνήσει στην άμεση δράση για να ενημερώσει πως το Χολαργό έχει γίνει επίθεση αναρχικών σε αστυνομικό εταιρείας security».
Όσον αναφορά τον γαμπρό του, τον μάρτυρα – φαρσέρ, που οι αστυνομικοί βασίστηκαν στην κατάθεσή του, τον άνθρωπο που σε συνέντευξή του στο Documento τον περασμένο Απρίλιο, είχε παραδεχτεί πως η ΕΛ.ΑΣ. τον ανάγκασε να ενοχοποιήσει τον Αλέξανδρο, ο ίδιος λέει πως όταν χώρισε με την αδελφή του τον είχε απειλήσει.
«Όταν χώρισε η αδελφή μου με τον άνθρωπο που με κατήγγειλε, είχε έρθει από το σπίτι και του είπα ευγενικά να φύγει, τότε αυτός μου είπε ‘εσένα θα σε φτιάξω’».
Ο Αλέξανδρος σήμερα αναπνέει ελεύθερα, θα κοιμηθεί σπίτι του και θα κάνει μπάνιο ό,τι ώρα θέλει χωρίς να φοβάται ότι θα του κόψουν το νερό. Ο Αλέξανδρος από σήμερα μπορεί να ονειρεύεται ξανά. Δεν έχει αθωωθεί ακόμα, αλλά δεν χάνει την ελπίδα του. Σήμερα ο Αλέξανδρος χαμογελάει ξανά.
Το μεγάλο ερώτημα είναι το αν θα υπάρξουν συνέπειες για όλους αυτούς -αστυνομικούς, ανακριτές και εισαγγελείς- που συνέπραξαν σε ένα πραγματικό έγκλημα σε βάρος ενός πολίτη, την άδικη στέρηση της ελευθερίας του.