Την επομένη των βουλευτικών εκλογών του Σεπτεμβρίου του 2015 φιλοξένησα στην ραδιοφωνική εκπομπή που είχα τότε στα “Παραπολιτικά Fm” δύο από τους πιο γνωστούς δημοσκόπους. Τον Δημήτρη Μαύρο της MRB (πρόεδρο τώρα του ΣΕΔΕΑ) και τον Τάκη Θεοδωρικάκο της GPO ( σήμερα υπουργό Προστασίας του Πολίτη). Αμφότεροι –και προς τιμήν τους– αισθάνθηκαν την ανάγκη να ζητήσουν δημοσίως συγγνώμη για την αποτυχία των προβλέψεων σχετικά με τα αποτελέσματα των εκλογών. Αυτή ήταν, νομίζω, η τελευταία φορά που οι δημοσκόποι έκαναν αυτοκριτική.
Το γιατί σε εκείνη την συγκυρία εξηγείται από τον παρακάτω πίνακα που παρουσιάζει τις προβλέψεις που έδιναν τότε οι εταιρείες δημοσκοπήσεων σε σύγκριση με το εθνικό αποτέλεσμα.
Η συζήτηση σχετικά με την αξιοπιστία των μετρήσεων κοινής γνώμης δεν είναι τωρινή και δεν γίνεται ούτε επειδή τις αμφισβητούν ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και το ΚΙΝ.ΑΛ (έχουν κατατεθεί και σχετικές ερωτήσεις στη Βουλή), ούτε, φυσικά, επειδή η Αυστριακή δικαιοσύνη ερευνά τον Σεμπάστιαν Κουρτς αναγκάζοντας τον να παραιτηθεί για προσπάθεια χειραγώγησης και διοχέτευση μαύρου πολιτικού χρήματος σε μέσα ενημέρωσης για να φιλοτεχνηθεί το προφίλ του, όταν ήταν υπουργός των Εξωτερικών, και να ανελιχθεί -όπερ και εγέννετο- στην Καγκελαρία.
Ρεπορτάζ του Σωτήρη Μπολάκη στο Libre: Γιατί στον ΣΥΡΙΖΑ θεωρούν ότι η Αυστρία είναι “μικρή Ελλάδα” – Οι αιχμές για Κουρτς και δημοσκοπήσεις
Είναι πολύ παλιά και εάν δεν με απατά η μνήμη μου ξεκινά στις εκλογές του 2000 όταν με βάση τα exit polls οι οπαδοί της Ν.Δ συγκεντρώθηκαν κατά χιλιάδες έξω από τα κομματικά γραφεία στην οδό Ρηγίλλης για τα επινίκια, για να αποσυρθούν άρον άρον λίγες ώρες αργότερα όταν τα πρώτα αποτελέσματα διέψευδαν παταγωδώς τις δημοσκοπικές εταιρείες και τις προσδοκίες τους. Τότε, ο δαιμόνιος “στρατηγός” Θόδωρος Τσουκάτος και ο πολύπειρος Κώστας Λαλιώτης είχαν εγκαίρως συστήσει…”υπομονή” αλλά δεν είχαν εισακουστεί στο επικοινωνιακό επιτελείο του Κώστα Καραμανλή.
Ακολούθησαν αρκετά “φάουλ” των δημοσκοπικών προβλέψεων, όχι ωστόσο τέτοια που να εγείρουν μείζον θέμα αξιοπιστίας έως ότου εισήλθαμε στην διακεκαυμένη ζώνη των μνημονίων με την τεκτονική ανατροπή της εκλογικής συμπεριφοράς των Ελλήνων.
Από τις διπλές εκλογές του 2012 και μετά οι δημοσκόποι πέταξαν “λευκή πετσέτα”, αν και αρνούνταν να παραδεχθούν ότι τόσο η επιστημονική προσέγγιση αυτής της εκλογικής συμπεριφοράς, όσο και η σταθερή υποεκπροσώπηση σημαντικών τμημάτων του πληθυσμού στα δείγματα των μετρήσεων οδηγούσε εκ των πραγμάτων στην αδυναμία ουσιαστικής και φερέγγυας μελέτης των κοινωνικών και πολιτικών τάσεων.
Καμία από τις δημοσκοπικές εταιρείες δεν κατόρθωσε να πλησιάσει το εκλογικό ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ. Τον εμφάνιζαν να λαμβάνει μεταξύ 9 και 12%, ενώ τελικά σκαρφάλωσε περίπου στο 17% και αναδείχθηκε δεύτερο κόμμα. Η δε Ν.Δ -που τελικά συγκέντρωσε το χαμηλότερο ποσοστό από την ίδρυσή της (18,85%)- εμφανιζόταν να λαμβάνει μεταξύ 22 και 25,5%!
Περίπου το ίδιο συνέβη -αν και όχι στο ίδιο εύρος- και στις εκλογές που ακολούθησαν ένα μήνα μετά και οδήγησαν τελικά στην συγκρότηση τριμερούς κυβέρνησης (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ):
Αλλά και στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 και παρά την διάχυτη βεβαιότητα πως ο ΣΥΡΙΖΑ θα κερδίσει, η υποεκπροσώπηση ήταν παρούσα. Σχεδόν όλες οι δημοσκοπικές προβλέψεις έφεραν το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα από 5 έως και 10 (!) μονάδες κάτω από το ποσοστό που έλαβε στις κάλπες (αλήθεια που βρίσκεται σήμερα η E-Voice που βομβάρδιζε τότε με μετρήσεις που κατέληξαν στα σκουπίδια;).
Η ιστορία συνεχίστηκε πλήττοντας καίρια την αξιοπιστία των μετρήσεων. Στο δημοψήφισμα του “ΝΑΙ” και του “ΟΧΙ” το καλοκαίρι του 2015, όλες -μα ΟΛΕΣ- οι εταιρείες προέβλεπαν πως η επιλογή του “ΟΧΙ” δεν θα συγκέντρωνε πάνω από 43,7%. Η διάψευσή τους αφορούσε την χαοτική διαφορά των 20 μονάδων!
Έτσι φθάσαμε στον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, μετά το “βατερλώ” της διαπραγμάτευσης Βαρουφάκη, την υπογραφή του τρίτου μνημονίου και τη διάσπαση της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ. Και σε εκείνες τις εκλογές οι εταιρείες δημοσκοπήσεων εμφάνιζαν το κυβερνών τότε κόμμα να συγκεντρώνει μεταξύ 28 και 33%. Έλαβε, τελικά, 35,5%.
Εάν υπάρχει κάτι κοινό στην ιστορία των μετρήσεων μετά το 2012 είναι το γεγονός ότι οι εταιρείες δεν μπορούν (;) να προσεγγίσουν το τελικό εκλογικό ποσοστό που λαμβάνει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Επιστημονικά έχουν δοθεί κάποιες “μισές” ερμηνείες. Από το ότι ένας αριθμός ερωτώμενων παραπλανούν τα call center των εταιρειών και δίνουν σκόπιμα λανθασμένες απαντήσεις, μέχρι το ότι οι ερωτήσεις απευθύνονται (κυρίως) μέσω σταθερής τηλεφωνίας, άρα δεν μπορούν να καλύψουν ένα ευρύτατο τμήμα του πληθυσμού που αοφορά ως επί το πλείστον νεότερες “παραγωγικές” ηλικίες που εκείνη την περίοδο είχαν διαμορφώσει σαφή τάση κατά του παλαιού πολιτικού συστήματος και υπέρ της “ελπίδας” που δημιουργούσε ο ΣΥΡΙΖΑ. Δεν έχει διευκρινιστεί, όμως, ποιες μέριμνες έχουν ληφθεί για να αποφεύγονται σήμερα τέτοια “λάθη”.
Είναι αλήθεια πως στις εκλογές του Ιουλίου του 2019 διαπιστώθηκε σημαντική διόρθωση και οι προβλέψεις των δημοσκοπήσεων προσέγγισαν σε μεγάλο βαθμό το τελικό αποτέλεσμα. Το ίδιο είναι επίσης αλήθεια πως καταγραφόταν στις μετρήσεις μετά το 2016. Η διαφορά υπέρ της Ν.Δ παραμένει έκτοτε πολύ ψηλά, αν και είναι επίσης σαφές πως βαίνει μειούμενη (από τις 20 στις 10 μονάδες σε περίπου ενάμισι χρόνο).
Τους τελευταίους μήνες πριν τον Μάϊο (ευρωεκλογές και περιφερειακές εκλογές) και τον Ιούλιο του ’19 “θύμα” των δημοσκοπήσεων έπεσε και ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ.
Μέχρι και τις παραμονές της πρώτης εκλογικής αναμέτρησης (ευρωεκλογές και περιφερειακές του 2019) στο Μέγαρο Μαξίμου έφταναν μετρήσεις και πληροφορίες για “ντέρμπυ”, ή ακόμα και νίκη του κυβερνώντος κόμματος “στο νήμα”. Η πλάνη ήταν επικίνδυνη και αποδείχθηκε καταστροφική. Γι αυτό και χρεώθηκε -μάλλον καθ’ υπερβολή- σε συγκεκριμένα κυβερνητικά στελέχη και συμβούλους, αλλά και σε μία-δύο (φιλικές) εταιρείες μετρήσεων που είχαν εμφανιστεί εκείνη την περίοδο και “εξαφανίστηκαν” αμέσως μετά τις εκλογές.
Ποια είναι η ουσία:
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ καταγγέλει τώρα πως οι εταιρείες δημοσκοπήσεων χειραγωγούν επειδή χειραγωγούνται μέσω κρατικών αναθέσεων ή επειδή διατηρούν προσδοκίες. Πιθανότατα ισχύει, αν και το βάρος της απόδειξης πέφτει στον καταγγέλοντα. Αλλά ποιές; Κάποιες; Μία, η Opinion Poll (στην οποία έχει αναφερθεί συγκεκριμένα); Όλες;
Διότι εδώ συμβαίνει το εξής: Όλες -μα όλες- οι εταιρείες μετρήσεων εμφανίζουν την μεν κυβέρνηση να ηττάται κατά κράτος, σε σύγκριση με την εικόνα που προβάλλει μέσω των (φιλικών) ΜΜΕ, στα ποιοτικά στοιχεία διακυβέρνησης, αλλά να διατηρεί την διαφορά στην Πρόθεση Ψήφου από την αξιωματική αντιπολίτευση μεταξύ 10-12% (δεν αναφέρομαι παρά μόνο σε δημοσιευμένες μετρήσεις και εξαιρώ τις λεγόμενες “κρυφές” έως ότου γίνουν φανερές…). Στην Κουμουνδούρου υποστηρίζουν πως επειδή καταγράφεται και συμβαίνει το πρώτο δεν θα έπρεπε να ισχύει το δεύτερο.
Παραβλέπουν, όμως, πως όντως μπορεί να ισχύει το πρώτο – ΚΑΙ ΙΣΧΥΕΙ- αλλά να μην καρπούται επαρκώς ο ΣΥΡΙΖΑ την “απώλεια στήριξης” της κυβέρνησης. Να ισχύουν, δηλαδή, και τα δύο. Κι αυτό κανονικά πρέπει να προβληματίσει και τα δύο πολιτικά στρατόπεδα. Όσον αφορά δε τον καταγγέλοντα τις μετρήσεις -εν μέρει δικαίως- ΣΥΡΙΖΑ ο προβληματισμός θα έπρεπε να είναι βαθύτερος και ουσιαστικότερος.
Λέγουν, δε, ορισμένοι πως οι δημοσκοπήσεις χειραγωγούν τους ψηφοφόρους και κυρίως εκείνο το ενδιάμεσο τμήμα που αποκαλείται “ζώνη της αδιευκρίνιστης ψήφου”. Διαμορφώνουν, δηλαδή, την “τάση του νικητή” και επηρεάζουν τους αναποφάσιστους ώστε, τελικά, να γέρνει η πλάστιγγα υπέρ του προπορευόμενου. Ιδιαίτερα σε ένα εκλογικό σώμα που απεύχεται τις πρόωρες εκλογικές αναμετρήσεις και επιθυμεί να εισέλθει στο θολό σχήμα της κανονικότητας και σταθερής διακυβέρνησης.
Ακόμα κι αυτό, ωστόσο, δεν είναι απολύτως ακριβές διότι, όπως φαίνεται και από όσα προανέφερα, ο ίδιος ο σταθερά υποεκπροσωπούμενος στις μετρήσεις ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωσε αρκετές φορές στο παρελθόν να ανατρέψει τις προβλέψεις. Ως εκ τούτου, η κριτική του μπορεί να στρέφεται προς την (πιθανή) χειραγώγηση κάποιων δημοσκοπήσεων δεν πρέπει να παραβλέπει όμως τα δικά του λάθη και την αδυναμία του -μέχρις ώρας- να διαμορφώσει ρεύμα ανατροπής.
- Οι πίνακες έχουν δημοσιευτεί παλαιότερα στο news247.gr