του Δημήτρη Καραβασίλη
Το Σαββατοκύριακο έφερε μαζί του τον Γιάννη. Ξαφνική έκπληξη στους γονείς του. Οχι από εκείνες τις προετοιμασμένες. Τα δήθεν τα απαξίωνε.
Ο Γιάννης σπουδάζει στα Γιαννενα…
Δεν ήταν η πρώτη του επιλογή. Όμως έχει εμπιστοσύνη στην σοφία της ζωής. Ακολουθεί τις προτάσεις της και απολαμβάνει τα δώρα της. Του την είχε συστήσει ο πατέρας του όταν δεν κατάφερε να πιάσει τα μόρια για να μπει στην Αθήνα.
«Να την ακούς γιε μου» του είχε πει και τον παρέδωσε στην αγκαλιά της.
Το πατρικό του σπίτι είναι μια παλιά μονοκατοικία κάπου στη Νίκαια. Εχει ακόμα εκείνον τον αγέρα της γειτονιάς η περιοχή. Το απογευματάκι πήρε την καρέκλα του και κάθισε στο μικρό τους μπαλκονάκι. Η μάνα του έφτιαξε καφεδάκι και τον άφησε εκεί να το απολαύσει μόνος. Οπως του άρεσε.
Ασυναίσθητα έψαξε στις τσέπες του και έβγαλε το πακέτο με τα τσιγάρα. Παλιά θα ντρεπόταν να ανάψει μπροστά στους γονείς του. Τώρα όμως είναι μεγάλος. Αφού ψήφισε κιόλας. Χώρια που βρίζει φωναχτά τους πολιτικούς. Τσιγάρο δεν θα ανάψει;
Η πρώτη ρουφιξιά βαθιά. Ο καπνός κυρίευσε την φρεσκάδα της άνοιξης μέσα στα σωθικά του. Ξεφύσηξε αργά. Τελετουργικά. Οταν διαλύθηκε ο καπνός, σαν σε όραμα εμφανίστηκε μπροστά του ο κυρ Στέλιος. Ο γείτονας. Ο Γιάννης παραμέρισε με το χέρι του τον καπνό για να δει καλύτερα. Ο κυρ Στέλιος προχωρούσε αργά μπροστά από το μπαλκονάκι κρατώντας μια μικρή φιάλη οξυγόνου. Στο πρόσωπο του είχε μάσκα. Στάθηκε για μια στιγμή. Κοίταξε τον Γιάννη στα μάτια. Κούνησε το κεφάλι του πάνω κάτω δυο τρεις φορές. Συνέχισε τον δρόμο του.
Στο βάθος ακούστηκε η καμπάνα της εκκλησιάς.