Μ’ έντονο προβληματισμό αλλά και δικαιολογημένη ανησυχία –νομίζω κι εύχομαι η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών- παρακολουθούμε την πρόσφατη σπερμολογία περί παράνομων παρακολουθήσεων εκ μέρους κρατικών οργάνων, πολύ περισσότερο δε εκ μέρους οργάνων της ΕΥΠ. Η σπερμολογία αυτή, χωρίς να συνοδεύεται έστω και από επαρκείς ενδείξεις, προφανώς αποβαίνει βλαπτική για τους θεσμούς εν γένει, άρα για την ίδια τη Δημοκρατία. Και μάλιστα σε μια στιγμή που, μέσα στη βαθειά κι επώδυνη κοινωνική κρίση, οι δημοκρατικοί θεσμοί και η αποτελεσματική λειτουργία τους συνιστούν, κυριολεκτικώς, «ultimum refugium» για την κοινωνική συνοχή. Υποστηρίζω αυτή τη θέση διότι μου είναι αδύνατο να δεχθώ ότι κρατικοί λειτουργοί, πρωτίστως δε λειτουργοί της ΕΥΠ, θα μπορούσαν έστω και να διανοηθούν να προβούν σε παράνομες παρακολουθήσεις επικοινωνιών ιδίως δημοκρατικών πολιτικών προσώπων, δεδομένου ότι, φυσικά μεταξύ άλλων:
I. Σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3649/2008 «Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών και άλλες διατάξεις» -τον οποίο είχα την τιμή να εισηγηθώ προς ψήφιση από τη Βουλή ως αρμόδιος Υπουργός Εσωτερικών- σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 43Α παρ. 2 του Κανονισμού της Βουλής:
Α. Πρώτον, η ΕΥΠ τελεί έκτοτε υπό κοινοβουλευτικό έλεγχο, μέσω της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής των Ελλήνων.
Β. Δεύτερον, στην ΕΥΠ (άρθρο 5 παρ. 3 του ν. 3649/2008) υπηρετεί, κατ’ απόσπαση, ειδικός εισαγγελικός λειτουργός, «ο οποίος ελέγχει τη νομιμότητα των ειδικών επιχειρησιακών δράσεών της που αφορούν θέματα Δικαιωμάτων του Ανθρώπου».
ΙΙ. Επιπλέον όμως οι κρατικοί λειτουργοί, και πολύ περισσότερο οι λειτουργοί της ΕΥΠ, οι οποίοι θα προέβαιναν οργανωμένα σε παράνομες παρακολουθήσεις κυρίως πολιτικών προσώπων, με συνταγματικώς κατοχυρωμένο θεσμικό ρόλο, υπό προϋποθέσεις θα διέπρατταν, εκτός από τα λοιπά εγκλήματα –εν προκειμένω κακουργήματα- που θεσπίζονται με βάση τη νομοθεσία περί παραβίασης του απορρήτου των επικοινωνιών εν γένει, και το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 134 και 134Α του Ποινικού Κώδικα. Και τούτο διότι:
Α. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 134 παρ. 2 εδ. α΄του Ποινικού Κώδικα, διαπράττει εσχάτη προδοσία και όποιος, με σφετερισμό της ιδιότητάς του ως οργάνου του Κράτους, επιχειρεί να καταλύσει ή ν’ αλλοιώσει ή να καταστήσει ανενεργές, διαρκώς ή προσκαίρως, «θεμελιώδεις αρχές και θεσμούς του πολιτεύματος».
Β. Ενώ κατά τις διατάξεις του άρθρου 134Α εδ. η΄ του Ποινικού Κώδικα, ως θεμελιώδης αρχή και θεσμός του πολιτεύματος, η κατάλυση ή αλλοίωση του οποίου κατά το προαναφερόμενο άρθρο 134 συνιστά εσχάτη προδοσία, νοείται και «η γενική αρχή και προστασία των ατομικών δικαιωμάτων που προβλέπει το Σύνταγμα».
Γ. Μεταξύ των θεμελιωδών αυτών δικαιωμάτων περιλαμβάνεται, και μάλιστα στο στενό τους πυρήνα, και το δικαίωμα του απορρήτου των επικοινωνιών, κατά τις διατάξεις του άρθρου 19 του Συντάγματος. Την τήρηση του οποίου εγγυάται η ειδικώς προβλεπόμενη Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ). Η παραβίαση του δικαιώματος τούτου συνεπάγεται, ουσιαστικώς, και παραβίαση:
1. Αφενός των γενικών ρητρών του Συντάγματος περί προστασίας της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1) και περί ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του (άρθρο 5 παρ. 1).
2. Αφετέρου –και, ειδικότερα, σύμφωνα με ρητή παραπομπή των διατάξεων του άρθρου 19 παρ. 3 του Συντάγματος- των δικαιωμάτων:
α) Προστασίας της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 9 του Συντάγματος).
β) Προστασίας των προσωπικών δεδομένων (άρθρο 9Α του Συντάγματος).
Συμπερασματικώς: Το μήνυμα που εκπέμπουν οι προαναφερόμενες διατάξεις της έννομης τάξης μας έχει διπλό αποδέκτη. Κατά πρώτο λόγο το ως άνω μήνυμα απευθύνεται σ’ όλους εκείνους οι οποίοι καλλιεργούν, χωρίς αποδείξεις ή έστω κι επαρκείς ενδείξεις, την αμφιβολία περί, δήθεν, παράνομων παρακολουθήσεων. Παρέχοντας τη διαβεβαίωση ότι υπάρχουν οι πρόσφορες θεσμικές αντηρίδες, με βάση τις οποίες καθένας μπορεί να διασφαλίσει την απαραίτητη έννομη προστασία των δικαιωμάτων του. Κατά δεύτερο δε –όχι όμως και λιγότερο σημαντικό- λόγο στέλνουν, επίσης διπλό, εκκωφαντικό, μήνυμα σε τυχόν «επίδοξους κοριούς» εντός του κρατικού μηχανισμού. Δηλαδή το μήνυμα ότι και «υπάρχουν δικασταί εις τας Αθήνας». Αλλά και ότι η εσχάτη προδοσία νοείται εναντίον των κάθε είδους εχθρών της Δημοκρατίας, πολύ περισσότερο εφόσον δραστηριοποιούνται «intra muros».
Αναδημοσίευση από τα Επίκαιρα