Για μια χώρα που προέρχεται από μια δεκαετή κρίση χρέους, τρία Μνημόνια και μια δραματική εισοδηματική συμπίεση μοιάζει και με ιστορικό παράδοξο:
Η Ελλάδα έχει έναν από τους υψηλότερους δείκτες πληθωρισμού στην ευρωζώνη, σπάει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο με τις επίσης υψηλότερες τιμές χονδρικής στο ρεύμα σε όλη την Ευρώπη και επιδεικνύει έναν από τους πιο υψηλούς ειδικούς φόρους κατανάλωσης στα καύσιμα. Επιπλέον, χτυπάει κορυφή και με τον υψηλότερο συντελεστή ΦΠΑ στην ευρωπαϊκή επικράτεια – στο 24%.
Τον Οκτώβριο ο πληθωρισμός στην Ελλάδα εκτινάχθηκε στο 3,4% έναντι ανόδου 2,2% τον Σεπτέμβριο και αρνητικού πληθωρισμού 1,8% τον Οκτώβριο του 2020. Τον ίδιο μήνα το ενεργειακό κόστος εξερράγη – η τιμή του φυσικού αερίου κατέγραψε άλμα 132,3% σε σχέση με πέρσι, η αύξηση στο πετρέλαιο θέρμανσης έφθασε στο 45,9% και στο ρεύμα στο 18,9%. Το κόστος της αμόλυβδης βενζίνης επίσης έφθασε σε ρεκόρ δεκαετίας με την πανελλαδική μέση τιμή της να εκτοξεύεται στο 1,774 ευρώ ανά λίτρο και στο υψηλότερο επίπεδο από το φθινόπωρο του 2012.
Κατά τον ίδιο τον υπουργό Οικονομικών, δε, τα χειρότερα είναι απλώς μπροστά μας. Ο Χρήστος Σταϊκούρας δήλωσε ότι οι ανατιμήσεις θα είναι ακόμη πιο έντονες το επόμενο δίμηνο (τουλάχιστον), προέβλεψε πως ο πληθωρισμός μπορεί να ξεπεράσει ακόμη και το 4% και απέδωσε το πρόβλημα στην παγκόσμια ενεργειακή και εφοδιαστική κρίση η οποία, όπως είπε, υποτιμήθηκε αρχικά σε όλη την Ευρώπη.
Είναι αλήθεια, και είναι προφανές, πως το τσουνάμι του πληθωρισμού τροφοδοτείται σε παγκόσμιο επίπεδο από την έκρηξη στις τιμές της ενέργειας και των πρώτων υλών. Είναι όμως επίσης αλήθεια πως το αποτύπωμα αυτής της διπλής κρίσης δείχνει δυσανάλογα βαρύ για την Ελλάδα σε σχέση με τις μεγαλύτερες και -συντριπτικά ανώτερες εισοδηματικά – οικονομίες της Ευρώπης. Με εξαίρεση την Γερμανία όπου τον Οκτώβριο ο πληθωρισμός έγραψε ρεκόρ 28 ετών στο 4,5%, οι λοιποί μεγάλοι κινούνται σε πιο συγκρατημένα επίπεδα. Στην Ιταλία ο πληθωρισμός τον περασμένο μήνα ήταν στο 2,9%, στην Γαλλία «κράτησε» στο 2,6%, ενώ ακόμη και στην Βρετανία του εφοδιαστικού χάους και του Brexit ο ρυθμός των ανατιμήσεων είναι χαμηλότερος από εκείνον της Ελλάδας – ο πληθωρισμός βρίσκεται στο 3,1%.
Εξίσου αληθές είναι πως αυτό το ελληνικό παράδοξο τροφοδοτείται κυρίως από τα φορολογικά «καπέλα». Η αναλογία των φόρων στην τελική τιμή των καυσίμων ξεπερνά σε ποσοστό το 57%. Και ο ειδικός φόρος κατανάλωσης στην Ελλάδα είναι διπλάσιος από τον ελάχιστο φόρο που προβλέπει η κοινοτική νομοθεσία. Η κυβέρνηση ωστόσο δεν παρενέβη, ούτε σχεδιάζει να παρέμβει, σ΄αυτό το πεδίο. Η Ισπανία μείωσε σχεδόν σε μηδενικά επίπεδα τον ειδικό φόρο κατανάλωσης για όσο διάστημα διαρκεί η ενεργειακή κρίση, σε μειώσεις φόρων κατέφυγε και η Πορτογαλία – η ελληνική κυβέρνηση όμως δεν συζητά καν τέτοιο ενδεχόμενο. Διότι, πολύ απλά, φοβάται το έλλειμμα που τρέχει με ρυθμό πάνω από 7% και το χρέος που εκρήγνυται ξανά μετά την πανδημία.
Δικαιως ή αδίκως – και προφανώς αδίκως – το αποτέλεσμα είναι πως το μάρμαρο και της νέας κρίσης θα το πληρώσουν οι συνήθεις ύποπτοι. Εκείνοι που πλήρωσαν και τον λογαριασμό της περασμένης δεκαετίας – τα μικρομεσαία και χαμηλά εισοδήματα.
Ακόμη και στην Αμερική, όπου μετά τα lockdown υπήρξαν σοβαρές μισθολογικές αυξήσεις, τα χθεσινά στοιχεία του υπουργείου Εργασίας έδειξαν πως η εκτίναξη του πληθωρισμού όχι μόνον «ροκάνισε» το επιπλέον εισόδημα αλλά στο τελικό ισοζύγιο οδήγησε σε μείωση των πραγματικών μισθών τον Οκτώβριο. Πόσο μάλλον στην Ελλάδα, με τους μισθούς των 500 και 700 ευρώ που τείνουν να ισοδυναμούν πια με έναν διμηνιαίο λογαριασμό ρεύματος.
Σε παγκόσμο επίπεδο επίσης, ο λόγος για τον οποίο οι αναλυτές παραμένουν σχετικά αισιόδοξοι ως προς την μεσοπρόθεσμη απορρόφηση των πληθωριστικών κραδασμών είναι η συσσώρευση αποταμιεύσεων από τα υψηλά εισοδήματα στην διάρκεια της πανδημίας. Οι αναλυτές της Oxford Economics, για παράδειγμα, θεωρούν πως η τελική επίπτωση του πληθωρισμού στην κατανάλωση δεν θα είναι, σε αυτή τη φάση τουλάχιστον, μεγαλύτερη του 0,3% ακριβώς επειδή τα υψηλά εισοδήματα έχουν «μαξιλάρι» συσσωρευμένων διαθεσίμων για να στηρίξουν την αγορά.
Δεν θεωρούν όμως το ίδιο και για τα χαμηλά εισοδήματα. Και προειδοποιούν πως εκείνα είναι που θα πληγούν σε μεγάλο βαθμό από την κρίση των τιμών. Διότι, απλά, δεν διαθέτουν αποταμιεύσεις και το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους κατευθύνεται σε βασικά καταναλωτικά αγαθά.
Η Ελλάδα μπορεί να είναι και η επιτομή αυτού του μοντέλου. Τα στοιχεία και εδώ δείχνουν σταθερή άνοδο των ιδιωτικών καταθέσεων, που τον Σεπτέμβριο έφθασαν σε ρεκόρ δεκαετίας και ξεπέρασαν τα 173 δις ευρώ. Οι μισές από αυτές είναι καταθέσεις νοικοκυριών, αλλά όχι όλων των νοικοκυριών. Αφορούν ανώτερα μεσαία και υψηλά εισοδήματα και στην, συντριπτική τους πλειοψηφία, δεν αφορούν εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα.
Κοινώς, ο χειμώνας που έρχεται θα είναι ο χειμώνας των μεγάλων κοινωνικών ανισοτήτων – ο χειμώνας που θα δοκιμάσει την κοινωνική συνοχή. Δεν θα είναι εξίσου σκληρός για όλους, θα είναι όμως πολύ σκληρός για την πάλαι ποτέ μεσαία τάξη των νυν 700 ευρώ…