Εχει σπουδάσει Πολιτικές Επιστήμες, έκανε καριέρα ως τοπικός πολιτικός παράγων – κατά το κοινώς λεγόμενο ως «κομματάρχης» – και, σύμφωνα με το Politico, «το μεγαλύτερο επίτευγμά του είναι μάλλον το μάρκετινγκ του εαυτού του και του κόμματός του».
Εχει κάνει σημαία του την στήριξη και ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, είναι ultra φιλελεύθερος και φανατικός πολέμιος του πληθωρισμού – άρα και των επεκτατικών δημοσιονομικών και νομισματικών πολιτικών – αλλά, και πάλι κατά το Politico, οι γνώσεις του επί των οικονομικών είναι, επιεικώς, ελλιπείς. Επιπλέον, δεν έχει διοικήσει ποτέ ούτε δήμο.
Παρά ταύτα, ο Κρίστιαν Λίντνερ, είναι ο νέος υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας κι αυτό μπορεί και να μην είναι καλό νέο για την Ευρώπη. Το ακόμη χειρότερο νέο για την Ελλάδα και τους λοιπούς υπερχρεωμένους του ευρωπαϊκού Νότου μάλλον το εντόπισαν, πριν ακόμη κλείσει η συμφωνία για τον σχηματισμό κυβέρνησης στην Γερμανία, οι Financial Times. Εγραψαν πως ο επικεφαλής των Φιλελευθέρων είναι ένας «μικρός, ανερχόμενος Σόιμπλε».
Ο Ανταμ Τουζ, ο «γκουρού» της Ιστορίας της Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Columbia, το έχει θέσει ακόμη πιο σκληρά. Εγραψε στον Guardian πως εάν ο Κρίστιαν Λίντνερ αναλάβει το υπουργείο Οικονομικών της Γερμανίας «θα αποτελέσει συστημικό κίνδυνο για την Ευρώπη». Και ο Τζόζεφ Στίγκλιτς, ο νομπελίστας οικονομολόγος, έχει προειδοποιήσει πως ο επικεφαλής του FDP προωθεί μια αναχρονιστική «προκατακλυσμιαία δημοσιονομική ατζέντα» ως υπέρμαχος μιας άκαιρης λιτότητας, που «συνιστά απειλή για την ευρωπαϊκή δημοκρατία».
Η πρώτη σφραγίδα αυτής της ατζέντας Λίντνερ μπήκε ήδη στην προγραμματική συμφωνία της νέας, τρικομμματικής κυβέρνησης της Γερμανίας – της κυβέρνησης Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Φιλελευθέρων. Πρόκειται για την ρήτρα που ορίζει ως πρώτη προτεραιότητα την βιωσιμότητα του χρέους, και προβλέπει πως πάνω σ’ αυτή την αρχή πρέπει να βασίζεται και η «περαιτέρω εξέλιξη των δημοσιονομικών κανόνων στην Ευρώπη».
Πρόκειται για μια διπλωματική διατύπωση που, όμως, επί της ουσίας αποκλείει οποιαδήποτε ριζική αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας – ήτοι, της «βίβλου» της ευρωπαϊκής λιτότητας. Πολιτικά, αυτή η διατύπωση έρχεται να επιβεβαιώσει ότι, τουλάχιστον στο δημοσιονομικό πεδίο, η κυβέρνηση Σολτς δεν σχεδιάζει ούτε… επανάσταση, ούτε ανατροπή του δόγματος Μέρκελ-Σόιμπλε.
Πρακτικά, οι πληροφορίες από το Βερολίνο λένε πως η συμφωνία Σολτς και Λίντνερ προβλέπει την ελάχιστη δυνατή αλλαγή στο Σύμφωνο Σταθερότητας στο πλαίσιο της συζήτησης που έχει ανοίξει πανευρωπαϊκά μετά την πανδημία – ήτοι, την αύξηση του ορίου για το χρέος σε πιο ρεαλιστικά επίπεδα.
Με βάση τα στοιχεία που παραθέτει ο Ανταμ Τουζ όμως, το 60% των πολιτών της ευρωζώνης ζουν σε χώρες που το χρέος τους υπερβαίνει ήδη το 100% του ΑΕΠ. Στην διάρκεια της πανδημίας το χρέος της της Γαλλίας άγγιξε το 120% του ΑΕΠ, της Ιταλίας το 160% και της Ελλάδας το 200%.
Για τους πολίτες αυτών των χωρών μια άνοδος του ορίου για το χρέος από το 60% στο 100% του ΑΕΠ – όπως φαίνεται να προκρίνει το Βερολίνο – δεν σημαίνει τίποτα. Και ειδικά για τα μεσαία στρώματα και την εργατική τάξη σημαίνει απλώς μετάβαση σε μια νέα εποχή, πιο «ρεαλιστικής» λιτότητας με κανόνες προσαρμοσμένους σε κοστούμι Γερμανίας – της μόνης χώρας που, και μετά την πανδημία, διατηρεί το χρέος της στο 70% της ΑΕΠ.
Κάπου εδώ μπορεί να και δικαιώνεται η προσωπική, πολιτική δέσμευση του Λίντνερ. Ο οποίος έθεσε ως όρο στον Σολτς για την συμμετοχή του FDP στην κυβέρνηση την ανάληψη του χαρτοφυλακίου των Οικονομικών. Και το πήρε υποσχόμενος στους ψηφοφόρους του ότι θα δώσει μάχη ώστε η συζήτηση για την αλλαγή των δημοσιονομικών κανόνων της ευρωζώνης που θα γίνει μετά τις γαλλικές εκλογές «θα αποβεί προς όφελος των γερμανικών συμφερόντων».
Και κάπου εδώ επίσης ίσως ξεκινούν και τα νέα μεγάλα προβλήματα για την Ευρώπη. Τα οποία, κατά τον Τζόζεφ Στίγκλιτς, δεν έχουν να κάνουν μόνον με το ότι το οικονομικό μοντέλο Λίντνερ – είτε αφορά το φρένο χρέους στην Γερμανία, είτε τους δημοσιονομικούς κανόνες στην Ευρώπη – συνιστά μια συσσώρευση συντηρητικών κλισέ.
«Πολύ πιο σημαντικό», όπως λέει, «είναι ότι πρόκειται για κλισέ μιας περασμένης εποχής, δηλαδή των κλισέ της δεκαετίας του 1990. Δεν βρισκόμαστε πλέον στον κόσμο όπου γεννήθηκαν. Ξεπεράστηκαν παντού, μετά από τρεις δεκαετίες κρίσεων στην οικονομία, τη γεωπολιτική και το περιβάλλον».
Οσοι στην Ευρώπη θεωρούν τον Στίγκλιτς είτε υπερβολικά αριστερό, είτε υπερβολικά απαισιόδοξο, ποντάρουν στο αντίβαρο Σολτς. Θωρούν ότι η παρουσία του σοσιαλδημοκράτη Ολαφ Σολτς στην καγκελαρία είναι αρκετή για να χαλιναγωγήσει τον δημοσιονομικό καλβινισμό του Λίντνερ. Και εδώ όμως, η πρόσφατη ιστορία λέει πως και ο Σολτς ως υπουργός Οικονομικών της Μέρκελ είχε, σταθερά και παγίως, συντηρητική προσέγγιση στα δημοσιονομικά ζητήματα. Ο δε Ανταμ Τουζ θυμίζει πως «ο Λίντνερ είναι πολύ λιγότερο ευρωπαϊστής ακόμη και από τον Σόιμπλε». Και το Politico λέει επίσης πως, εν τέλει, ίσως ο Κρίστιαν Λίντενρ είναι εκείνος που «θα μπορούσε να αποτελέσει το ιδανικό αντίβαρο για τον Σολτς απέναντι στην αριστερή πτέρυγα του SPD». «Ο Σολτς», γράφει, «θα μπορούσε να επικαλείται τον Λίντνερ ως τον… κακό, όταν θα λέει «nein» στις προτάσεις άλλων κρατών της ΕΕ για χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής και του Συμφώνου Σταθερότητας»…