Ένα καλοκαιρινό διήγημα, για την τελευταία μέρα του χρόνου.
Εκείνα τα χρόνια, περί το ‘65 και, που να δούμε γυναίκα εμείς οι πιτσιρικάδες… Κι άμα τύχαινε καμιά φορά να σηκώσει ο αέρας καμιά φούστα και να πάρουμε μάτι κανένα μπουτάκι, είχαμε υλικό για τις… καταλαβαίνετε, για ολόκληρο μήνα.
Τα καλοκαίρια ήταν το καλύτερό μας, γιατί κατέβαιναν και οι γυναίκες για μπάνιο. Αλλά μη φανταστείτε τίποτα σπουδαίο… Τυλιγμένες ως το λαιμό οι μικρές, έβγαζαν τα φουστάνια πίσω από αυτοσχέδια προστατευτικά τείχη, μη και τις δει κανένα μάτι – και έτρεχαν στο νερό. Κι όταν έβγαιναν, το ίδιο. Όσο για τις μεγαλύτερες, πολλές έμπαιναν στη θάλασσα με τα κομπινεζόν, στεκόντουσαν στο ένα μέτρο βάθος και μούλιαζαν, φούσκωνε τα κομπινεζόν το νερό κι αντίκριζες κάτι τραγικά ναυάγια στα ρηχά και στη μέση ένα κεφάλι.
Η Σόφη, όμως… Ακόμα και τώρα, μετά σαράντα τόσα χρόνια, όταν θέλω να φανταστώ μια ωραία γυναίκα, σκέφτομαι αυτήν. Ξανθιά, αεράτη, καλοχτενισμένη, μακιγιαρισμένη, με τα αρώματά της, το μινάκι της, τα σέα της τα μέα της… Όλο το Στρατώνι την έπαιζε για πάρτη της! Και απελευθερωμένη – καμιά σχέση με τις χωριατοπούλες τις δικές μας, αυτή ερχόταν για παραθέριση με τη μαμά της, από τη Θεσσαλονίκη. Είχαν και αυτοκίνητο δικό τους, τότε που ερχόταν στο χωριό μονάχα ένα λεωφορείο την ημέρα, από εκείνα τα προπολεμικά τα πράσινα, με τις βαλίτσες φορτωμένες στην οροφή και έτρεχαν τα παιδιά από πίσω χοροπηδώντας, το-λε-ωφο-ρεί-ο, το-λε-ω-φο-ρεί-ο! Έβγαινε από το σπίτι της, πρώτο στην αμμουδιά ήταν, αλλά κάμποση απόσταση, με το μπικινάκι της, τρίκι τρακ περπατούσε καμαρωτή ως τη θάλασσα, εμείς γαρίδα το μάτι, έκανε και ηλιοθεραπεία… Διάλεγε, μεγαλύτερους από εμάς βέβαια, και πηδιόταν, εκεί κοντά στις λυγαριές ή και ψηλά, στον ελαιώνα… Κι εμείς είχαμε μάθει τα χούγια της και ακολουθούσαμε κρυφά, για να πάρουμε μάτι. Και δόστου το γαβάνι – γαβάνι το λέγαμε στο χωριό- γαβανάδες όλοι οι δεκαπεντάρηδες, δεκαεξάρηδες!
Το ωραίο όμως ήταν όταν πήγε με τον Νικολάρα, έναν κλοσάρ της εποχής, που την είχε όση και ο γάιδαρος και μην κόψετε ούτε πόντο!
Δεν ήταν Νικολάκης, ούτε Νικόλας, ήταν ο Νικολάρας. Ψηλός, γεροδεμένος, με μια μύτη τεράστια και πάντα κατακόκκινη, γιατί ήταν συνέχεια μεθυσμένος. Βρωμιάρης, δεν πλενόταν ποτέ, κουρελής. Ζούσε σε μια σπηλιά, πάνω από το χωριό, απέξω είχε ένα πλάτωμα μ’ ένα πηγάδι, πήγαινες να μπεις στο γιατάκι του και έπιανες τη μύτη σου… Αλλά, το χαρακτηριστικό του Νικολάρα ήταν η τεράστια μαλαπέρδα του. Την είχε μακριά, 35, 38 πόντους και χοντρή. Την είχε ταχτοποιημένη στο μπατζάκι και έμοιαζε με δεύτερο πόδι. Την έτριβε όταν καθόταν στο καφενείο από πάνω έως κάτω – κι όταν τύχαινε και του σηκωνόταν έκανε κριιικ η ραφή. Επειδή τον φαγούριζε συνέχεια, λόγω απλυσιάς, την έβγαζε και τη γούλιζε στο μαντράκι. Θα σας εξηγήσω, η εταιρεία του Μποδοσάκη είχε χτίσει ένα τοιχάκι μπροστά στην παραλία, για να μη φτάνει το κύμα και πλημμυρίζει τα μαγαζιά και τα σπίτια, όταν είχε καιρό από τη θάλασσα. Στεκόταν λοιπόν ο Νικολάρας μπροστά στην μάντρα,
Ξεκουμπωνόταν, μεθυσμένος πάντα, δεν έβγαινε και εύκολα τέτοιο θηρίο, τέλος πάντων την άπλωνε χραπ πάνω στο περβάζι και άρχιζε να την τρίβει κυκλικά, σα να έπλαθε τσουρέκι. Όταν ανακουφιζόταν, χλαπ, τη γύρναγε από την άλλη μεριά και δώστου, ώσπου να του περάσει η φαγούρα. Όποιος περνούσε, έκανε χάζι το Νικολάρα και το κανόνι του – γιατί τέτοιο πράμα δεν είχε ματαϊδεί το χωριό!
Μεθυσμένος καθώς ήταν πάντα, κατουρούσε όπου τύχαινε. Μια φορά βρέθηκε έξω από το παραθύρι της θειάς – Μαλαματένιας και καθώς εκείνος έκανε τη δουλειά του, κρατώντας την με τα δυό χέρια και κάνοντας μικρές ελλείψεις περί τον άξονά του για να κρατάει την ισορροπία του, ανοίγει η θειά την πόρτα και βάζει τις φωνές, ίιι-ιιίιιιιιιιχχχχ, σφαλίζει με τις παλάμες τα μάτια τάχα να μη βλέπει, αλλά στο ένα το μάτι μπροστά ανοιχτά τα δάχτυλα.
Με το εργαλείο αυτό εξασφάλιζε πολλές φορές ο Νικολάρας τον επιούσιον οίνον – δηλαδή μεγάλες ποσότητες… Έπινε μια παρέα, ας πούμε, και τον έβλεπε να ζυγώνει, έλα δω ρε Νικολάρα, πάρε ένα τάληρο να μας δείξεις την ψωλή σου! Γέλαγαν αυτοί, εξασφάλιζε κι ο Νικολάρας το κρασάκι του. Μια φορά είχε πιεί μισή οκά πετρέλαιο, με έπαθλο ένα ολόκληρο δεκάρικο – και επιβίωσε το θηρίο. Σκοτώθ’καν κι τα μικρόβια, έλεγε μετά. Έκανε όμως και κανένα μεροκάματο, αν ήθελε κανείς να σκάψει κανένα χαντάκι, ας πούμε, γιατί παρόλο το μπεκριλίκι του ήτανε πολύ χειροδύναμος.
Όπως ήταν φυσικό, η Σόφη άκουσε για την υπερφυσική απόφυση του Νικολάρα και μπήκε σε μεγάλη περιέργεια, μάλλον σε πειρασμό. Είπαμε, ήταν απελευθερωμένη κοπέλα, μοναδικό φαινόμενο για το χωριό τότε – στις λυγαριές στο πλάι της ακρογιαλιάς έδινε ταχτικά ρεσιτάλ. Τότε έβγαλε κάποιος και τραγούδι, κρέμετ’ η καπότα στην αλυγαριά… Όσο νάναι, στο καφενείο που τον έβλεπε από μακριά, δε γινόταν να κάνει αυτοψία. Έτσι αποφάσισε να ανέβει ως τη σπηλιά του Νικολάρα.
Τη βλέπουμε λοιπόν ένα απογεματάκι να ξεπορτίζει και να τραβάει προς τα πάνω, λέμε εμείς οι πιτσιρικάδες αυτή πηγαίνει τώρα για γαμίσι και την ακολουθούμε, χωρίς να μας πάρει είδηση. Προς μεγάλη μας έκπληξη ανηφορίζει και τραβάει ίσια για του Νικολάρα. Ακροβολιζόμαστε κι εμείς πίσω από τα σκίνα και παρακολουθούμε, με τα μάτια ορθάνοιχτα.
Έξω από τη σπηλιά ήταν ένα ξέφωτο κι εκεί, όπως σας είπα, ένα παλιό πηγάδι, χτισμένο. Ο Νικολάρας ακουμπούσε στις πέτρες και ρέμβαζε κοιτώντας προς τη θάλασσα, αλλά μάλλον δεν την έβλεπε, γιατί έπινε από μια δαμιζάνα και ήταν κιόλας σκνίπα. Την είδε μονάχα όταν αυτή στάθηκε μπροστά του και τον χαιρέτισε, σου έφερα τσιγάρα, του λέει και του δίνει δυο πακέτα που κουβαλούσε στην τσάντα της. Ο Νικολάρας σήκωσε τα μάτια προς τα πάνω και δεν πίστευε αυτό που έβλεπε. Είχε νταλγκά με τις γυναίκες, γιατί λόγω του τερατώδους μεγέθους του καμιά δεν του καθόταν, από τον καιρό που ήταν νέος, όχι τώρα που είχε γεράσει και ήταν καταβρώμικος. Μονάχα καμιά γύφτισσα τολμούσε να αρπάξει, εκεί πλάι στις λυγαριές που έστηναν τα τσαντίρια τους, αλλά κι αυτές μόλις έβλεπαν τι τις περίμενε, έβαζαν τις φωνές και όπου φύγει φύγει…
Ο Νικολάρας σηκώθηκε όρθιος και στεκόταν, έκπληκτος και ζαλισμένος, προσπαθώντας να συνέλθει. Η Σόφη τον κοίταζε μια πάνω μια κάτω και είπε απλά, δείξ’ τη μου. Πρόθυμος αυτός, ξεκούμπωσε τα παντελόνια του και τα έσπρωξε να πέσουν. Το θηρίο αποκαλύφθηκε και, καθώς η Σόφη το άγγιζε και μετά το χάιδεψε, ξύπνησε κιόλας κι άρχισε να σαλεύει. Έφτασε στο μη περαιτέρω όταν ο Νικολάρας αντίκρισε τη νεαρή ξανθιά Θεσσαλονικιά να σηκώνει τη φουστίτσα της και να κατεβάζει με χάρη το κυλοτάκι της.
Εμείς παρακολουθούσαμε με κομμένη την ανάσα… Τον πλησιάζει κι άλλο η Σόφη, κι έτσι όρθιοι όπως ήταν και οι δύο τη χουφτώνει με τα δυό της χέρια, και βάζει όσο μπορούσε μέσα της… Ο Νικολάρας μούγκρισε μια δυο φορές και κάποια στιγμή κόντεψε να πέσει, αλλά όλα πήγαν κατ’ ευχήν.
Τι θα πει τι έγινε μετά; Ρε για κοίτα κάτι περίεργοι…