H στάση της Γερμανίας απέναντι στην Ευρώπη έχει αποκτήσει χαρακτηριστικά απόρριψης κι απεμπλοκής. Όσοι χαράσσουν πολιτική στη χώρα αρνούνται μια πιο ενεργή δημοσιονομική πολιτική στις χώρες που μαστίζονται από την κρίση της ευρωζώνης, αρνούνται να υποστηρίξουν μια ευρωπαϊκή ατζέντα επενδύσεων για τη δημιουργία ζήτησης και ανάπτυξης, έχουν δηλώσει ότι το δημοσιονομικό πλεόνασμα και όχι η ταχύτερη ανάπτυξη είναι ο πρωταρχικός στόχος τους κι έχουν αρχίσει να στρέφονται κατά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) στη μάχη κατά του αποπληθωρισμού και μιας πιστωτική κρίσης. Και στα τέσσερα σημεία, η Γερμανία είναι λάθος.
Η Γερμανία έχει την επιρροή για να εφαρμόσει τις προσανατολισμένες στη σταθερότητα μεταρρυθμίσεις που θέλει για την Ευρώπη
Ασφαλώς η Γερμανία έχει κάθε λόγο να απορρίπτει τα στενόμυαλα καλέσματα της Γαλλίας και της Ιταλίας για άνευ όρων δημοσιονομική επέκταση. Εξάλλου, τα δημοσιονομικά κίνητρα μπορούν να λειτουργήσουν μόνο αν υποστηρίζουν ιδιωτικές επενδύσεις και συνοδεύονται από πολύ πιο φιλόδοξες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις- το είδος των μεταρρυθμίσεων, στις οποίες η Γαλλία και η Ιταλία σήμερα αντιστέκονται.
Η εμμονή της Γερμανίας και η επιρροή για μεταρρυθμίσεις
Ωστόσο, η Γερμανία έχει την επιρροή για να εφαρμόσει τις προσανατολισμένες στη σταθερότητα μεταρρυθμίσεις που θέλει για την Ευρώπη. Αρχικά, η Γερμανία, από κοινού με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μπορεί να αναγκάσει τη Γαλλία να συνεχίσει τις βαθύτερες μεταρρυθμίσεις σε αντάλλαγμα για περισσότερο χρόνο ώστε να μειώσει το έλλειμμά της.
Η Γερμανία δεν μπορεί, όμως, να επιδοθεί στην εμμονή της για μεταρρυθμίσεις από την πλευρά της προσφοράς χωρίς αυτές να συνοδεύονται από πολιτικές που ενισχύουν την ανάπτυξη. Δεδομένου ότι η Γερμανία γνωρίζει από την εμπειρία της στις αρχές της δεκαετίας του 2000, τα οφέλη από μεταρρυθμίσεις στην πλευρά της προσφοράς -δηλαδή, βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και υψηλότερα ποσοστά μακροπρόθεσμης ανάπτυξης- παίρνουν πολύ καιρό για να αποδώσουν.
Και ο χρόνος είναι μια πολυτέλεια που η Ευρώπη δεν έχει. Με κάθε μήνα που η οικονομία χάνει την παραγωγική ικανότητα, η πιθανότητα της στασιμότητας και του αποπληθωρισμού αυξάνεται.
Tο κλειδί για τον τερματισμό της ευρωπαϊκής κρίσης είναι ένα σχέδιο αναθέρμανσης της οικονομίας που να αντιμετωπίζει ελλείψεις τόσο στην προσφορά όσο και τη ζήτηση. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η άρνηση της Γερμανίας να βοηθήσει στην εξεύρεση χρηματοδότησης της προτεινόμενης ατζέντας ευρωπαϊκών επενδύσεων -η οποία, για περιορισμένο χρονικό διάστημα, θα χρηματοδοτήσει παραγωγικές ιδιωτικές επενδύσεις- είναι λάθος.
Και ο χρόνος είναι μια πολυτέλεια που η Ευρώπη δεν έχει. Με κάθε μήνα που η οικονομία χάνει την παραγωγική ικανότητα, η πιθανότητα της στασιμότητας και του αποπληθωρισμού αυξάνεται
Εξίσου προβληματική είναι και η εστίαση της Γερμανίας στη διατήρηση δημοσιονομικού πλεονάσματος. Με τις προβλέψεις για τη γερμανική αύξηση του ΑΕΠ το τρέχον και το επόμενο έτος αναθεωρημένες προς τα κάτω (περισσότερο από 0,6 ποσοστιαίες μονάδες), η κυβέρνηση θα μπορούσε να αναγκαστεί να εφαρμόσει μια προ-κυκλική δημοσιονομική πολιτική για να επιτύχει το στόχο της, προκαλώντας ακόμη χαμηλότερη ανάπτυξη στο εσωτερικό της και την ευρωζώνη.
Δεδομένου ότι το παραγωγικό κενό της γερμανικής οικονομίας παραμένει αρνητικό, η κυβέρνηση θα έπρεπε εφαρμόζει επεκτατική δημοσιονομική πολιτική που στοχεύει τις αδυναμίες των υποδομών της χώρας. Με αυτή την έννοια, το σχέδιο του υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε να δαπανήσει επιπλέον 10 δισεκατομμύρια ευρώ για δημόσιες επενδύσεις το 2016-2018 είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Όμως, αντικατοπτρίζοντας μόλις το 0,1% του ετήσιου ΑΕΠ της Γερμανίας, το σχέδιο του Σόιμπλε μοιάζει περισσότερο με μια προσπάθεια κατευνασμού της κριτικής από την υπόλοιπη Ευρώπη παρά με μια πραγματική αλλαγή πολιτικής.
Η εμφανής απόσυρση στήριξης της ΕΚΤ
Το τέταρτο λάθος πολιτικής της Γερμανίας είναι η εμφανής απόσυρση στήριξης της ΕΚΤ. Κατά τα τελευταία επτά χρόνια, οι ενέργειες της ΕΚΤ βοήθησαν την οικονομία και τους φορολογούμενους της Γερμανίας όσο και των γειτόνων της. Επιπλέον, ο ισχυρισμός ότι οι αγορές εκ μέρους της ΕΚΤ τίτλων εγγυημένων από στοιχεία ενεργητικού (ABS) ισοδυναμούν με «τοξικά δάνεια» που μεταφέρουν το ρίσκο στους Γερμανούς φορολογούμενους είναι αβάσιμος, εξάλλου δεν έχει υπάρξει σχεδόν καμία χρεοκοπία από το 2008.
Οι ηγέτες της Γερμανίας πρέπει να το αναγνωρίσουν αυτό – και να υπερασπιστούν δημοσίως την ΕΚΤ απέναντι σε αβάσιμες κατηγορίες που προκαλούν φόβο. Η έλλειψη υποστήριξης μπορεί να αντανακλά μια προσπάθεια να αποτραπεί η άνοδος των ακροδεξιών αντι-ευρωπαϊκών πολιτικών δυνάμεων, ιδιαίτερα της Εναλλακτικής για τη Γερμανία. Αλλά αυτή η στρατηγική απλώς βολεύει το κόμμα.
Εάν η Γερμανία αρνείται να υιοθετήσει μια πιο λογική προσέγγιση, κινδυνεύει να υπονομεύσει την αξιοπιστία της ΕΚΤ, μειώνοντας έτσι την αποτελεσματικότητα των μέτρων της. Εάν συμβεί αυτό, η ΕΚΤ μπορεί να υποχρεωθεί να ξεκινήσει μεγάλης κλίμακας αγορές κρατικών ομολόγων της ευρωζώνης μέσω του σχεδίου της για «οριστικές νομισματικές συναλλαγές»- ένα πρόγραμμα στο οποίο πολλοί Γερμανοί πολιτικοί και οικονομολόγοι εναντιώνονται σθεναρά.
Η γερμανική κυβέρνηση μπορεί να χρησιμοποιήσει τη σημαντική επιρροή της για να υποχρεώσει τη Γαλλία και την Ιταλία να συνεχίσουν τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που χρειάζονται και οι δύο χώρες, επιτρέποντας ένα φιλικό προς την ανάπτυξη πλάνο αναθέρμανσης της ζήτησης για να άρει την απειλή του αποπληθωρισμού που πλανιέται πάνω από την Ευρωζώνη. Ενώ έχει και την εξουσία να ενισχύσει την αξιοπιστία της ΕΚΤ και, επομένως, τις προσπάθειές της για να διασφαλίσει τη μελλοντική σταθερότητα των τιμών και την πρόληψη της εξάπλωσης της χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Εάν η Γερμανία αρνείται να υιοθετήσει μια πιο λογική προσέγγιση, κινδυνεύει να υπονομεύσει την αξιοπιστία της ΕΚΤ, μειώνοντας έτσι την αποτελεσματικότητα των μέτρων της
Η Ευρώπη χρειάζεται μια μεγάλη συμφωνία, που να περιλαμβάνει στενή συνεργασία όσον αφορά τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και τη δημοσιονομική και νομισματική πολιτική. Η σχετική οικονομική και πολιτική σταθερότητα της Γερμανίας, αντί να της επιτρέπει να απεμπλακεί από αυτές τις προσπάθειες, την κάνει έναν από τους σημαντικότερους πρωταγωνιστές στην καλλιέργεια και εφαρμογή τους. Το ερώτημα είναι αν οι ηγέτες της Γερμανίας θα το αναγνωρίσει αυτό πριν η ευρωπαϊκή οικονομία πέσει σε ακόμα βαθύτερη ύφεση.
* Ο Μαρσέλ Φράτσερ είναι πρώην επικεφαλής Διεθνούς Πολιτικής Ανάλυσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, είναι Πρόεδρος του ερευνητικού ινστιτούτου και think tank DIW (Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών) του Βερολίνου και καθηγητής μακροοικονομίας και Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Humboldt.
ΠΗΓΗ: Project Syndicate
Από το thetoc.gr