Η διαπραγμάτευση της Ελλάδας με τους δανειστές της ξεκίνησε δυναμικά και όσοι πίστευαν ότι ο κυβερνών συνασπισμός δεν εννοούσε αυτά που έλεγε προεκλογικά, απλώς έκαναν λάθος. Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά για μια κυβέρνηση που εξελέγη με το αίτημα αυτό ως σημαία. Επίσης η έναρξη της διαπραγμάτευσης δεν μπορούσε να γίνει με άλλο τρόπο, αφού σε μια διαπραγμάτευση πρέπει να ξεκινάς σκληρά και μαξιμαλιστικά, ώστε στη συνέχεια να μπεις σε μια διαδικασία σύγκλισης. Ποιές είναι όμως οι ελπίδες να πετύχει αυτή η ελληνική προσπάθεια και σε τί μπορεί να προσδοκά;
Ποιές είναι οι πιθανότητες επιτυχίας της διαπραγμάτευσης;
Δεν πρέπει να υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η διαπραγμάτευση που επιχειρεί η ελληνική κυβέρνηση γίνεται σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες. Τα χρονικά της περιθώρια και τα χρηματικά της διαθέσιμα είναι περιορισμένα. Επί πλέον ο συσχετισμός δυνάμεων μεταξύ της Ελλάδας και των δανειστών είναι απολύτως άνισος. Τί είναι λοιπόν αυτό που δίνει στην Ελλάδα κάποιες αμυδρές έστω πιθανότητες μιας περιορισμένης επιτυχίας;
Ο πρώτος παράγοντας που ενισχύει κάπως την ελληνική θέση, είναι ότι το αίτημά μας για αναθεώρηση του εφαρμοζόμενου προγράμματος, μοιάζει πλέον με την έξοδο ενός απελπισμένου. Μπορεί πολλοί στο εσωτερικό να μην συμμερίζονται αυτή την άποψη, θεωρώντας ότι έστω και με μεγάλο κόστος η χώρα έχει πλέον σταθεροποιηθεί, αλλά εξ ίσου πολλοί και μάλλον περισσότεροι – όπως έδειξαν οι εκλογές – ήδη βρίσκονται σε τέτοια κατάσταση, ώστε να μην έχουν πλέον κάτι να χάσουν. Αυτό είναι κάτι που το ξέρουν και οι δανειστές. Δεν τους συγκινεί βέβαια ιδιαίτερα, αλλά μάλλον τους κάνει να πιστεύουν ότι αυτή τη φορά οι Έλληνες θα το παλέψουν σκληρά.
Από την άλλη πλευρά οι δανειστές και κυρίως οι βορειοευρωπαίοι έχουν να σκεφτούν ένα πολύ πιο σύνθετο πρόβλημα: ο τρόπος που θα αντιμετωπίσουν το ελληνικό αίτημα δεν θα καθοριστεί από το πόσα έχουν να χάσουν ή να κερδίσουν έναντι της Ελλάδας, αλλά έναντι του συνόλου της Ευρώπης. Αν φανεί ότι η πολιτική τους μπορεί να τροποποιηθεί από την αντίδραση μιας μικρής χώρας, είναι βέβαιο τότε ότι αυτό θα ανοίξει την όρεξη και πολλών άλλων. Επίσης θα καταρρίψει τον μύθο του «ενός και μοναδικού δρόμου» και θα ενισχύσει τα λαϊκά ρεύματα στις χώρες του νότου που αντιδρούν κατά της λιτότητας. Και τότε οι κυρίαρχες πολιτικές ελίτ στην Ευρώπη θα έχουν απέναντί τους ένα πολιτικό μέτωπο… Ένα άλλο επίσης σοβαρό πρόβλημα είναι ότι θα υποστούν άμεση πολιτική φθορά στο εσωτερικό τους, αφού στην περίπτωση αυτή η κοινή τους γνώμη θα τους κατακρίνει σφοδρά για την υποχωρητικότητά τους. Όλα τα παραπάνω εγγυώνται ότι οι δανειστές θα τηρήσουν σκληρή στάση. Επίσης, αν η Ελλάδα κερδίσει κάτι, αυτό θα είναι πολύ λίγο και θα της δοθεί έτσι ώστε να μην φανεί σαν υποχώρηση των δανειστών.
Παράλληλα με τα παραπάνω όμως οι δανειστές θα πρέπει να σταθμίσουν τί θα γινόταν αν η Ελλάδα εννοεί μέχρι τέλους αυτά που λέει, ώστε στο τέλος να υποχρεωθούν να την θέσουν εκτός ΕΕ. Κάτι τέτοιο θα ήταν απλό άραγε για τους «ευρωκράτες»; Μήπως τότε θα άνοιγε επίσης ένας επικίνδυνος δρόμος; Και μήπως τότε, αφού δεν θα άντεχαν άλλη έξοδο, θα έπρεπε να κάνουν παραχωρήσεις απέναντι σε άλλους πιο μεγάλους που θα μπορούσαν να προβάλλουν τις διεκδικήσεις τους πιο αποτελεσματικά (π.χ. Ιταλία); Εννοείται ότι όλα αυτά δεν θα ενδιαφέρουν την Ελλάδα, η οποία, αν τα πράγματα φθάσουν εκεί, θα μπει σε μια πολύ άσχημη περιπέτεια που ενέχει και εθνικούς κινδύνους. Τα αναφέρουμε όμως, στην προσπάθεια να κατανοήσουμε πώς μπορούν να σκέφτονται οι δανειστές. Βάσει των παραπάνω πιστεύω ότι οι δανειστές δύσκολα θα οδηγήσουν τη χώρα στον γκρεμό για να δείξουν «ποιός είναι το αφεντικό». Άλλωστε σε μια τέτοια περίπτωση μάλλον θα έχαναν και τα χρήματά τους. Νομίζω όμως ότι το επικίνδυνο σε μια τέτοια κατάληξη είναι να θέσουν δύο επιλογές: μια κακή λύση που θα οδηγεί σε μια χειρότερη κατάσταση από την προηγούμενη συμφωνία (όπως περίπου έγινε στην Κύπρο) και μια καταστροφική λύση που θα οδηγεί εκτός ευρώ. Η ελληνική κυβέρνηση τότε θα κληθεί μεταξύ δύο κακών να επιλέξει το «μη χείρον» ως βέλτιστο…
Υπάρχει κάτι άλλο υπέρ της ελληνικής πλευράς; Ναι, υπάρχει και αφορά τη γενικότερη οικονομική συγκυρία. Βρισκόμαστε στη φάση που η ύφεση αρχίζει και αγγίζει και τον ευρωπαϊκό πυρήνα, γεγονός το οποίο ήδη οδήγησε την ΕΚΤ να κάνει αυτό αυτό που έως τώρα αρνείτο πεισματικά: να ακολουθήσει την αμερικάνικη κεντρική τράπεζα (FED) σε ένα πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, τυπώνοντας άφθονο χρήμα. Επίσης υπάρχουν σοβαρά ζητήματα μπροστά μας, όπως η ανάγκη της Ιταλίας να «ρολλάρει» μερικές εκατοντάδες δις δημοσίου χρέους που λήγουν. Ιδιαίτερες συνθήκες υπάρχουν ακόμη και στις ΗΠΑ, όπου μετά από την ογκώδη παρέμβαση της FED, η ανάπτυξη που έχει επιτευχθεί είναι αρκετά αναιμική και εύθραστη. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον κανείς δεν θα ήθελε δράματα που θα μπορούσαν να χαλάσουν το κλίμα. Επίσης όλοι είναι αρκετά πιο δεκτικοί σε σοβαρές προτάσεις που αντιστρατεύονται τη λιτότητα.
Τί μπορεί να γίνει;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι επόμενοι μήνες θα είναι σημαντικοί και για την Ευρώπη και – κυρίως – για την Ελλάδα. Αν η προσπάθεια της κυβέρνησης αποτύχει πλήρως, οι συνέπειες για τη χώρα θα είναι βαρύτατες. Αν όμως η κυβέρνηση επιτύχει κάποια περιορισμένα αλλά ουσιαστικά κέρδη, τότε θα έχει συντελεστεί κάτι σημαντικό: η χώρα θα έχει ανακτήσει εν μέρει τη δυνατότητά της να αποφασίζει για τις τύχες της και κυρίως θα έχει ανακτήσει την αξιοπρέπειά της. Επίσης τότε στο εσωτερικό ο ΣΥΡΙΖΑ θα ηγεμονεύσει πολιτικά και η ΝΔ θα ανακαλύψει ότι το 2015 ήταν ένα νέο 1981. Να σημειώσουμε πάντως ότι η σημερινή διαπραγμάτευση θα ήταν ανέφικτη χωρίς τον πρακτικό μηδενισμό των δίδυμων ελλειμμάτων (δημοσιονομικό και τρεχουσών συναλλαγών) που έγινε την προηγούμενη περίοδο. Τί όμως θα μπορούσαμε να κερδίσουμε; Κατά τη γνώμη μου το μέγιστο που μπορούμε να προσδοκούμε είναι:
Πρώτον, μια ελάφρυνση χρέους – όχι με τη μορφή του άμεσου «κουρέματος» το οποίο αποκλείω – αλλά με τη μορφή της μετάθεσης πληρωμών («επιμήκυνση») και της σταθεροποίησης των επιτοκίων σε χαμηλά επίπεδα. Ιδανικά θα μπορούσαμε να διαπραγματευτούμε μια σύνδεση των πληρωμών με μια ρήτρα ανάπτυξης.
Δεύτερον, μια χαλάρωση των δημοσιονομικών στόχων για τα υπερβολικά δημοσιονομικά πλεονάσματα του 4,5% που μας ζητούν οι δανειστές. Σε αυτό η ελληνική πλευρά είχε τουλάχιστον λεκτικά σύμμαχό της και τον Αμερικανό Πρόεδρο, ο οποίος (ορθά) δήλωσε ότι δεν μπορείς να πιέζεις συνεχώς μια χώρα που βρίσκεται σε τόσο βαθιά ύφεση.
Τρίτον, μιας κάποιας μορφής συμφωνία για χρηματοδότηση ενός αναπτυξιακού σχεδίου το οποίο στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης πρέπει να υποβάλουμε στους εταίρους μας.
Η ελληνική πλευρά είναι πολύ σημαντικό να πείσει ότι έχει ένα συγκεκριμένο αντισταθμιστικό πακέτο μεταρρυθμίσεων και ότι στόχος μας είναι να επιδιώξουμε την τήρηση των δεσμεύσεών μας δια της ανάπτυξης και της πάταξης της φοροδιαφυγής. Αν τους πείσουμε σοβαρά ότι εννοούμε αυτά που λέμε και ότι προτείνουμε μια καλύτερη λύση και όχι απλώς μια άρνηση, τότε είναι πιθανό να οδηγηθούμε σε έναν αμοιβαία επωφελή συμβιβασμό. Εννοείται βέβαια ότι αν επιτευχθεί τελικά κάτι τέτοιο, η ελληνική πλευρά θα πρέπει πλέον να τηρήσει στο ακέραιο όλες τις συμφωνημένες δεσμεύσεις της χωρίς καμία παρέκλιση και καθυστέρηση. Εμείς – όλοι οι Έλληνες – να της ευχηθούμε καλή επιτυχία.