Μόνο ως ολομέτωπη επίθεση στην χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το αποτέλεσμα που προκύπτει από την τελευταία έρευνα του Ιδρύματος Hans Böckler που αφορά την Ελλάδα και στην οποία αποτυπώνεται, με τον πλέον τραγικό τρόπο, όχι μόνον η ακόμη μεγαλύτερη κλιμάκωση του χάσματος μεταξύ πλουσίων και φτωχών αλλά και η κυριολεκτικά προκλητική διαφορά της φορολογικής επιβάρυνσης.
Σύμφωνα με την έρευνα οι φτωχότεροι Έλληνες επιβαρύνθηκαν φορολογικά κατά 337% ενώ οι εύποροι μόνο κατά 9%. Η συγκεκριμένη μελέτη υπό τον τίτλο «Ελλάδα. Αλληλεγγύη και προσαρμογή στα χρόνια της κρίσης» η οποία αποτελεί μια εξαιρετικά μακροσκελή και αναλυτική προσέγγιση του θέματος, εκπονήθηκε από τον ομότιμο καθηγητής Οικονομικών του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και πρώην υπουργό Τάσο Γιαννίτση και τον αναπληρωτή καθηγητή Αγροτικής Οικονομίας στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών Σταύρο Ζωγραφάκη για λογαριασμό του γερμανικού Ιδρύματος Μακροοικονομικών Μελετών Hans Böckler.
Στόχος της έρευνας ήταν η μελέτη της επίδρασης της κρίσης και των πολιτικών αντιμετώπισής της στη μείωση των εισοδημάτων καθώς επίσης στην όξυνση των φορολογικών και γενικότερα οικονομικών ανισοτήτων στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με την έρευνα, εξαιρετικά σημαντικές ήταν οι διαφοροποιήσεις ως προς τις φορολογικές επιβαρύνσεις που επιβλήθησαν κατά την περίοδο της κρίσης μεταξύ πλουσιότερων και φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων.
Τα σκληρά μέτρα λιτότητας που επιβλήθηκαν στη χώρα, η οποία ήταν στα πρόθυρα χρεοκοπίας, είχαν ως αποτέλεσμα την απότομη αύξηση της φτώχειας. Όπως αναφέρει η έρευνα, το ονομαστικό ακαθάριστο προϊόν των μέσων ελληνικών νοικοκυριών μειώθηκε συνολικά μεταξύ 2008 και 2012 έως και κατά ένα τέταρτο, ενώ οι μεγάλες αυτές μειώσεις οφείλονται κατά το ήμισυ στις περικοπές μισθών.
Το βάρος της κρίσης έφεραν οι φτωχότεροι
Ιδιαίτερα επιβαρυμένα παρουσιάζονται, σύμφωνα με την έρευνα, τα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα, τα οποία αναγκάστηκαν να σηκώσουν το μεγαλύτερο φορολογικό βάρος κατά την περίοδο της κρίσης.
Ειδικότερα, τα χαμηλότερα στρώματα αναγκάστηκαν να υποστούν φορολογικές επιβαρύνσεις που αυξήθηκαν έως και 337% σε σχέση με το παρελθόν. Αντίθετα, τα ανώτερα οικονομικά στρώματα υπέστησαν περαιτέρω επιβαρύνσεις της τάξεως μόλις του 9%.
Σε απόλυτους αριθμούς, αν και η φορολογική επιβάρυνση στα μη προνομιούχα νοικοκυριά αυξήθηκε μόνο κατά κάποιες εκατοντάδες ευρώ, εντούτοις συνοδεύτηκε από τις μαζικές μειώσεις σε μισθούς αλλά και την αύξηση της ανεργίας.
Η έρευνα πηγαίνει όμως και ένα βήμα παραπέρα, υπογραμμίζοντας ότι οι περικοπές που επιβλήθηκαν ήταν πολύ πιο εκτεταμένες από ό,τι χρειαζόταν στην πραγματικότητα για την τόνωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας σε διεθνές επίπεδο.
Επιπλέον αναφορικά με τις μειώσεις μισθών η έρευνα σημειώνει ότι αυτές ήταν πολύ πιο επίπονες στον ιδιωτικό τομέα σε σχέση με τον δημόσιο. Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις οι μειώσεις που αποφασίσθηκαν για μισθούς του δημοσίου είτε δεν εφαρμόστηκαν ποτέ στην πράξη, είτε αποσύρθηκαν, εν μέρει, λόγω δικαστικών αποφάσεων.
Η έρευνα αναφέρει επίσης ότι το 2012 ένα στα τρία ελληνικά νοικοκυριά έπρεπε να αντεπεξέλθει στις οικονομικές του υποχρεώσεις με ετήσιο εισόδημα περί τα 7.000 ευρώ.
Εντύπωση, τέλος, προκαλεί το γεγονός ότι τα μη προνομιούχα νοικοκυριά έχασαν μέσα στην κρίση το 86% του συνολικού τους εισοδήματος, ενώ οι πιο εύπορες οικογένειες μόλις το 16% με 20%.
Ας σημειωθεί ότι στην έρευνα για λογαριασμό του Ιδρύματος Hans Böckler αναλύθηκαν στοιχεία που αφορούσαν 260.000 ελληνικά νοικοκυριά.