Με τον προσυνεδριακό διάλογο να βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, ο βουλευτής, πρώην υπουργός και πανεπιστημιακός Χριστόφορος Βερναρδάκης καταθέτει το δικό του κείμενο-συμβολή ως συνέχεια μάλιστα του άρθρου του “Η λέξη-κλειδί εν όψει συνεδρίου: «Επανίδρυση»“, στο AnatropiNews.
Το κείμενο ξεκινά με μία σειρά παρατηρήσεων τόσο για την ιστορική εξέλιξη των κομμάτων της Αριστεράς όσο και για την παρούσα κατάσταση στο “κόμμα ΣΥΡΙΖΑ” το οποίο, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, ασκώντας αυστηρή κριτική, “είναι κυρίως ένας «εκλογικός μηχανισμός» και όχι ένας ισχυρός οργανισμός πολιτικής αντιπροσώπευσης των «από κάτω», “δεν παράγει γεγονότα, πολιτεύεται χωρίς φαντασία στους επιμέρους χώρους που δρα, δεν συγκροτεί νέες δομές πολιτικής συμπεριληπτικότητας, δεν ενσωματώνει νέες γνώσεις, δεν συσπειρώνει νέα επικοινωνιακά ρεύματα, έχει γραφεία που η αισθητική τους και ο χώρος τους παραπέμπουν στις μεταπολεμικές δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα…και πάει λέγοντας”.
“Η άμεση εκλογή Προέδρου αλλά και συλλογικής ηγεσίας (Κεντρικής Επιτροπής) από το σύνολο των μελών του κόμματος αποτελεί στις σημερινές συνθήκες μια προωθητική πρόταση” αναφέρει για να προσθέσει ότι αυτό από μόνο του δεν είναι αρκετό και προτείνει: “η ισότιμη συμμετοχή δεν (πρέπει να) αφορά μόνο στην εκλογή ηγεσίας, αλλά και σε κάθε πολιτικό και προγραμματικό ζήτημα”,
Τέλος διατυπώνει δέκα συγκεκριμένες προτάσεις για την “αναγκαία επανίδρυση του ΣΥΡΙΖΑ”.
“Το διακύβευμα στο επερχόμενο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ είναι επομένως ενιαίο” καταλήγει. “Πρέπει να εξέλθει από αυτό με ένα πρόγραμμα δημοκρατικών τομών και μια μαζική οργάνωση καθολικά ανανεωμένη, σε πρόσωπα, ιδέες, ηλικίες, διαδικασίες”.
Ολόκληρο το κείμενο-συμβολή στον προσυνεδριακό διάλογο:
Κόμμα, Κράτος, Κοινωνία. Επτάθέσεις για την αναγκαία επανίδρυση του ΣΥΡΙΖΑ
- Υπάρχει ένας νόμος στην πολιτική θεωρία, τουλάχιστον σε αυτήν που θέλει όχι μόνο να ερμηνεύει αλλά και να αλλάζει τον κόσμο: κάθε ιδέα, σκέψη ή παρατήρηση ξεκινά πάντα από αυτό που υπάρχει σήμερα. Δεν ξεκινά από αυτό που πιθανόν θα προκύψει στο μέλλον. Το πρώτο είναι «συγκεκριμένη ανάλυση συγκεκριμένης κατάστασης» (Λένιν), το δεύτερο είναι ιδεαλισμός και φοβικότητα. Αν επιλέγαμε το δεύτερο δεν θα αλλάζαμε ποτέ τίποτα, ούτε στη ζωή μας ούτε στην κοινωνία. Θα είμασταν συντηρητικοί.
Επομένως, κάθε συζήτηση για τις αλλαγές ή τις μη- αλλαγές στο υφιστάμενο «κόμμα ΣΥΡΙΖΑ» πρέπει να ξεκινά από αυτό που υπάρχει σήμερα, από αυτό που συνιστά την υλική του πραγματικότητα. Όχι από δυνητικούς κινδύνους που (πιθανώς) θα προκύψουν εάν και εφόσον…
2. Ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, είναι κυρίως ένας «εκλογικός μηχανισμός». Δεν είναι ένας ισχυρός οργανισμός πολιτικής αντιπροσώπευσης των «από κάτω» .Διαθέτει μεν ένα μεγάλο εκλογικό ποσοστό, αλλά έχει μικρή έως μηδενική άρθρωση στους κοινωνικούς χώρους. Δεν διαθέτει σοβαρές οργανικές προσβάσεις σε Επιμελητήρια, Αγροτικούς Συλλόγους, Πρωτοβάθμια σωματεία μισθωτών (παλιά και νέα). Εχει μηδενικές προσβάσεις στην Αυτοδιοίκηση α’ και β’ βαθμού, έχει ασθενείς σχέσεις μέσα σε κοινωνικές ή θεματικές δικτυώσεις που δημιουργούνται συνεχώς και αλλάζουν συνεχώς. Διαθέτει ένα αξιόλογο αλλά γερασμένο ηλικιακά κομματικό δυναμικό. Ελάχιστα μέλη του είναι άνθρωποι του νέου πρεκαριάτου ή της νέας φτώχειας, η κοινωνική του σύνθεση είναι μεσοαστική– σε αντίθεση πλέον με την εκλογική του βάση που είναι λαϊκή.
Το «κόμμα ΣΥΡΙΖΑ», επίσης, δεν παράγει γεγονότα, πολιτεύεται χωρίς φαντασία στους επιμέρους χώρους που δρα, δεν συγκροτεί νέες δομές πολιτικής συμπεριληπτικότητας, δεν ενσωματώνει νέες γνώσεις, δεν συσπειρώνει νέα επικοινωνιακά ρεύματα, έχει γραφεία που η αισθητική τους και ο χώρος τους παραπέμπουν στις μεταπολεμικές δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα…και πάει λέγοντας.
Με λίγα λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ απέχει πάρα πολύ από το υπόδειγμα του γκραμσιανού «συλλογικού διανοούμενου» των λαϊκών τάξεων. Είναι μια γερασμένη γραφειοκρατία που ούτε απελευθερώνει την πρωτοβουλία και φαντασία των ενεργητικών κοινωνικών στρωμάτων ούτε λειτουργεί ως πρωτοπορία τους.
3. Τα παραπάνω δεν ισχύουν βεβαίως μόνο για τον ΣΥΡΙΖΑ. Η κρίση των κομμάτων είναι μια πραγματικότητα σε όλο το σύγχρονο κόσμο και αφορά σε όλες τις κομματικές οικογένειες. Για τα κόμματα της Αριστεράς όμως είναι κάτι περισσότερο. Γιατί το «κόμμα» για την Αριστερά υπήρξε ιστορικά, μαζί με τα εργατικά συνδικάτα, το βασικότερο εργαλείο των λαϊκών τάξεων στην υπεράσπιση και κατάκτηση των δικαιωμάτων τους. Η κρίση της μορφής του αριστερού κόμματος, όπως και η βαθύτατη κρίση των συνδικάτων, έχει στερήσει από τις λαϊκές τάξεις το σημαντικότερο εργαλείο του πολιτικού τους αυτοπροσδιορισμού, αλλά και της αντίστασής τους στην επελαύνουσα στρατηγική του κεφαλαίου για ολοκληρωτική αναδιάρθρωση των σχέσεων εξουσίας.
Η κρίση τους από υποβόσκουσα έγινε ανοικτή μετά τη δεκαετία του ’90, συμπαρασύροντας σε μείωση γενικότερα την πολιτική συμμετοχή.Δύο υπήρξαν οι βασικοί λόγοι της εξέλιξης αυτής:
α) η επικράτηση ήδη από το Μεσοπόλεμο ενός μοντέλου γραφειοκρατικού συγκεντρωτισμού, που μετέβαλλε σταδιακά τα αριστερά κόμματα από δομές αντιπροσώπευσης των λαϊκών συμφερόντων σε γραφειοκρατικές οντότητες επαγγελματικού τύπου και,
β) η αποδυνάμωση συλλογικών αξιών και η ηγεμονία μετά τη δεκαετία του ’90 ατομικιστικών (νεοφιλελεύθερων) ιδεολογιών, διαδικασία που επεξέτεινε τον κατακερματισμό του κοινωνικού, συλλογικού χαρακτήρα τηςεργασίας.
Στους δύο αυτούς λόγους θα προστεθεί τα τελευταία χρόνια και ένας τρίτος. Η ανάπτυξη νέων μορφών κοινωνικής κινητοποίησης και συμμετοχής – που υποβοηθήθηκε από την τεχνολογική δυνατότητα οριζόντιας επικοινωνίας κοινωνικών δικτύων – αναπτύχθηκε σε αντίστιξη με τις κλασικές μορφές κόμματος.Τα πολιτικά κόμματα που δημιουργήθηκαν και εξελίχτηκαν στον 19ο και τον 20ο αιώνα ανταποκρίνονταν λειτουργικά σε εποχές αποκλεισμού των λαϊκών τάξεων από την πολιτική και το κράτος. Σε εποχές όπου η γνώση, η πληροφορία και η επικοινωνία ήταν περιορισμένες σε μικρές κοινωνικές ελίτ. Το «κόμμα» σε εκείνες τις συνθήκες εξασφάλιζε για τα μέλη του πρόσβαση σε γνώση, σε ενημέρωση, σε έργα διανοούμενων και καλλιτεχνών, σε δικτύωση και κοινωνική υποστήριξη. Το «κόμμα» είχε ρόλο στην κοινωνικοποίηση του μέλους, στην παιδαγωγική του διάπλαση, στην πολιτική του ενημέρωση, στην φιλοσοφική του συγκρότηση, ακόμα και στις οικογενειακές του επιλογές.Η συνθήκη αυτή φτάνει έως και τη δεκαετία του ’80.
Σήμερα, η λειτουργία των κομμάτων απέχει έτη φωτός από εκείνη την πραγματικότητα. Γιατί το γνωστικό και επικοινωνιακό επίπεδο των σημερινών κοινωνιών είναι εντελώς διαφορετικό. Ιδέες για την πόλη, τον πολιτισμό, τα σχολεία, την αρχιτεκτονική, την ψυχική υγεία, την επιστημονική έρευνα και τις κοινωνικές χρήσεις της, την επικοινωνία των δικτύων, την προσβασιμότητα στο δομημένο περιβάλλον, τα προσωπικά δεδομένα και τα δικαιώματα, την παραγωγική ανάπτυξη και τη νέα οικονομία, αλλά και χιλιάδες άλλα θέματα δεν παράγονται πρωτογενώς από τις κομματικές οργανώσεις. Παράγονται από τα κοινωνικά κινήματα και τις επάλληλες δικτυώσεις πολιτών. Παράγονται από «τα κάτω» και όχι από «τα πάνω». Όπως και οι περισσότερες πλέον κοινωνικές κινητοποιήσεις.
Και η κατάσταση αυτή οξύνει την κρίση της μορφής του «παραδοσιακού κόμματος», το οποίο είναι δομημένο ιστορικά στη λογική της «καθοδήγησης» εκ των άνω.
4. Για τους παραπάνω λοιπόν λόγους που ξεπερνούν τον ελληνικό ορίζοντα, ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αλλάξει ριζικά το οργανωτικό του μοντέλο. Αν θέλει να υπάρξει στο μέλλον ως δυναμικό πολιτικό μόρφωμα και δύναμη πολιτικής αλλαγής. Γιατί κόμματα που παρέμειναν αναλλοίωτα στην παλιά οργανωτική τους μορφή και λειτουργία είτε συρρικνώθηκαν είτε παρέμειναν περιθωριακά. Απαιτείται ριζικός μετασχηματισμός της «μορφής – κόμματος». Μια μεγάλη «πολιτιστική επανάσταση» που κατά τη δική μου γνώμη πρέπει επί της ουσίας να λάβει τη μορφή Επανίδρυσης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να σκεφτεί τη νέα πραγματικότητα των κοινωνικών κινημάτων και των αναγκών τους και να πειραματιστεί σε ένα διαφορετικό μοντέλο πολιτικής αντιπροσώπευσης και προγραμματικής αποκρυστάλλωσης της κίνησης των μαζών.Να διδαχτεί από τις κινητοποιητικές πρακτικές του Μπέρνι Σάντερς στις ΗΠΑ, ή του Τζέρεμι Κόρμπιν στην Αγγλία ή εναλλακτικών πολιτικών ρευμάτων στην Ευρώπη και στην Λατινική Αμερική.
Απέναντι σε μια Δεξιά που ανασυντίθεται σε ένα διευρυμένο πολιτικό μπλοκ από την ακροδεξιά έως το «ακραίο κέντρο» και επιχειρεί μια τεράστια ιδεολογική αντεπίθεση, εμείς δεν μπορούμε να αντιτάξουμε ένα κόμμα περιχαρακωμένο, έρμαιο γραφειοκρατικών μηχανισμών και προσωπικών συμφερόντων.
Πρέπει να επανιδρύσουμε «από τα κάτω» έναν ισχυρό οργανισμό αντιπροσώπευσης των λαϊκών, εργατικών, μισθωτών και μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων σε μια νέα στρατηγική λαϊκής κοινωνικής ενότητας. Και να δώσουμε τη μάχη της ιδεολογικής ηγεμονίας μέσα στην ελληνική κοινωνία, σε όλους τους χώρους και τις δικτυώσεις που αυτή εργάζεται, συζητά, διασκεδάζει, παράγει, καταναλώνει ή και αποδρά από την καθημερινότητα. Αυτή είναι η μόνη σταθερή αριστερή κατεύθυνση, η κατεύθυνση των μαζών.
5. Η άμεση εκλογή Προέδρου αλλά και συλλογικής ηγεσίας (Κεντρικής Επιτροπής) από το σύνολο των μελών του κόμματος αποτελεί στις σημερινές συνθήκες μια προωθητική πρόταση. Η λογική μιας κινητοποιητικής πολιτικής συμμετοχής έρχεται να ρίξει ένα μεγάλο βότσαλο στο τέλμα της ακινησίας. Βρίσκεται σε κατεύθυνση ρήξης με το κομματικό πρότυπο του γραφειοκρατικού συγκεντρωτισμού, μοντέλου οργάνωσης διαχρονικά των αριστερών κομμάτων στο οποίο ασκήθηκε δριμύτατη κριτική από το σύνολο των θεωρητικών του κριτικού μαρξισμού, τον Τρότσκι, τον Γκράμσι, τον Αλτουσέρ, αλλά και τον Νέγκρι, τον Μπενσαίντ, τον Μάγκρι και την Ροσάνα Ροσάντα. Κακώς οι επικριτές της πρότασης βλέπουν σε αυτήν κινδύνους μεταδημοκρατίας που τείνουν δήθεν να ρευστοποιήσουν τις δομές πολιτικής συγκρότησης ενός κόμματος. Θα ήταν υπαρκτός αυτός ο κίνδυνος αν η πρόταση αφορούσε σε ένα γένει εκλογικό σώμα, όπως είναι η μεταμοντέρνα πρακτική ΝΔ και ΚΙΝΑΛ να ψηφίζουν την ηγεσία τους γενικά οι «ψηφοφόροι». Όμως εδώ η πρόταση αφορά στα οργανωμένα μέλη του κόμματος που εξ’ορισμού αποδέχονται το πλαίσιο λειτουργίας και που – δικαίως – πρέπει να έχουν και λόγο στη διαμόρφωση αυτού του πλαισίου. Ισότιμα και άμεσα και όχι μέσω αλλεπάλληλων φίλτρων αντιπροσώπων.
Η ισότιμη συμμετοχή δεν (πρέπει να) αφορά μόνο στην εκλογή ηγεσίας, αλλά και σε κάθε πολιτικό και προγραμματικό ζήτημα. Δεν μπορείς να ζητάς από την κοινωνία να διαφύγει από τη λογική της ανάθεσης, αλλά στο εσωτερικό του κόμματός σου να λειτουργείς μόνον μέσα από το φίλτρο της ανάθεσης που έχει θεσμοποιήσει ο γραφειοκρατικός συγκεντρωτισμός.
6. Η πρόταση για άμεση εκλογή Προέδρου και ηγεσίας (Κ.Ε.) είναι επομένως αναγκαία συνθήκη για ένα νέο δημοκρατικό κόμμα της βάσης. Όμως δεν αρκεί από μόνη της για ένα σύγχρονο μαζικό κόμμα της Αριστεράς. Χρειάζεται να πλαισιωθεί από μια σειρά κανόνων και ρυθμίσεων που θα την καταστήσουν λειτουργική και γόνιμη. Και θα την θωρακίσουν θεσμικά και λειτουργικά από παρεκκλίσεις αρχηγισμού ή αυταρχισμού ηγετικών ομάδων. Ορισμένες ρυθμίσεις έχουν ήδη διατυπωθεί, άλλες χρειάζεται να εισαχθούν στην προσυνεδριακή συζήτηση:
- Θητείες ανώτατου ορίου σε όλα ανεξαιρέτως τα όργανα του κόμματος, από τη βάση έως την κορυφή. Θεσμοθέτηση και εφαρμογή του δικαιώματος ανάκλησης από τη θέση κομματικής ευθύνης με αυξημένη πλειοψηφία των μελών.
- Συγκρότηση Οργάνου ανά Περιφέρεια της χώρας με άμεση εκλογή από τα μέλη της οικείας Περιφέρειας. Τη στιγμή που ο οικονομικός και παραγωγικός σχεδιασμόςτων κρατικών πολιτικών ασκείται στο επίπεδο της Περιφέρειας είναι απολύτως αναχρονιστικό η δομή ενός κόμματος να αρθρώνεται σε επίπεδο Νομού (που διοικητικά πλέον δεν υπάρχει).
- Παράλληλα με τη χωρική Περιφερειακή Συγκρότηση απαιτείται η δημιουργία Ενιαίου Οργάνου Πολιτικής για την Εργασία, με άμεση καθολική εκλογή από τους μισθωτούς και ανέργους που είναι μέλη του κόμματος.
- Γυναικεία ποσόστωση 50% σε όλα τα όργανα του κόμματος και ποσόστωση 10% σε άτομα με αναπηρία στην ΚΕ και τα Περιφερειακά όργανα. Τα όργανα του κόμματος και οι οργανωτικές του δράσεις πρέπει να ενσωματώνουν δραστικά την έμφυλη διάσταση, αλλά και τη διάσταση της ανοιχτής προσβασιμότητας για όλα τα ανάπηρα και εμποδιζόμενα άτομα.
- Καθιέρωση ασυμβίβαστου μεταξύ της ιδιότητας επαγγελματικού στελέχους και της συμμετοχής σε κομματικό όργανο (η πολιτική δεν είναι «κομματικό» επάγγελμα).
- Δυνατότητα κάθε μέλους να συμμετέχει πλήρως σε διαδικασίες μίας, δύο ή περισσοτέρων Οργανώσεων Μελών Βάσης ανάλογα με τις πολλαπλές του ιδιότητες και κινητικότητες (π.χ. μέλος ΟΜ στη γειτονιά του και μέλος ΟΜ στο χώρο εργασίας του).
- Θεσμοθέτηση της δυνατότητας επιλογής υποψηφίου Δημάρχου μέσα από ανοικτές στους δημότες διαδικασίες προκριματικών εκλογών.
- Δημιουργία ηλεκτρονικού περιοδικού των μελών και των φίλων του κόμματοςως ανοικτού χώρου όπου θα καταγράφονται ιδέες, προτάσεις, καλές πρακτικές, εμπειρίες πολιτικών δράσεων, πολιτικά σχόλια.
- Ανασυγκρότηση του «Ινστιτούτου Ν. Πουλαντζάς» σε σύγχρονο αναβαθμισμένο θεωρητικό οργανισμό με έμφαση στη μελέτη του σύγχρονου Κράτους και των κοινωνικών τάξεων.
7. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν χρειάζεται όμως μόνον οργανωτική – καταστατική επανίδρυση. Χρειάζεται και πολιτικό πρόγραμμα βαθιών δημοκρατικών αλλαγών στο Κράτος, στην Οικονομία και την Κοινωνία. Πρόγραμμα και μορφή οργάνωσης πάνε χέρι-χέρι. Γραφειοκρατικό κόμμα οδηγεί εξ’ ορισμού σε πρόγραμμα «διαχείρισης» και «συνέχειας» με τη σημερινή βαρβαρότητα. Αντίστροφα, η οργανωτική Επανίδρυση προϋποθέτει πρόγραμμα δημοκρατικής τομής υπέρ των λαϊκών συμφερόντων .
Το διακύβευμα στο επερχόμενο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ είναι επομένως ενιαίο. Πρέπει να εξέλθει από αυτό με ένα πρόγραμμα δημοκρατικών τομών και μια μαζική οργάνωση καθολικά ανανεωμένη, σε πρόσωπα, ιδέες, ηλικίες, διαδικασίες.