«Οι λαϊκιστές χαϊδεύοντας αυτιά, δένουνε μυαλά» είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην ομιλία του στην Βουλή, στην συζήτηση για τα μέτρα κατά της ακρίβειας. Λαϊκισμός, κατά τον πρωθυπουργό, είναι προφανώς το αίτημα – σύσσωμης – της αντιπολίτευσης για μείωση των έμμεσων φόρων για να υπάρξει ουσιαστική, και όχι συμβολική, ανακούφιση των καταναλωτών που δεν βγάζουν πια όχι ολόκληρο, αλλά ούτε τον μισό μήνα.
Κατά το κυβερνητικό αφήγημα μια μείωση του Ειδικού Φόρου ή του ΦΠΑ στα καύσιμα θα τίναζε την δημοσιονομική μπάνκα στον αέρα. Θα εκτόξευσε το χρέος ( που ήδη είναι εκτοξευμένο σε ποσοστό άνω του 200% του ΑΕΠ ), θα εκτίνασσε το κόστος δανεισμού (που ήδη έχει εκτιναχθεί με την απόδοση του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου να έχει ξεπεράσει το 2,7%) και θα οδηγούσε σε νέα μνημονιακή κρίση. Εξ ου και ο – επικίνδυνος – λαϊκισμός.
Δεν στηρίζεται, ατυχώς, το αφήγημα αυτό από τα πραγματικά στοιχεία. Διότι τα δημοσιονομικά περιθώρια μπορεί να είναι όντως περιορισμένα, αλλά και οι αριθμοί είναι συγκεκριμένοι. Τα πολύ απλά μαθηματικά, δηλαδή, λένε ότι η επιδότηση στο γέμισμα του ρεζερβουάρ με 13 ευρώ τον μήνα, και για ένα τρίμηνο, κοστίζει στο κράτος 130 εκατομμύρια. Εάν προστεθεί και η επιδότηση του ντίζελ στην πηγή (δηλαδή στα διϋλιστήρια) τον Απρίλιο το κόστος ανεβαίνει κατά 23 εκατομμύρια – άρα, στο σύνολο, η δημοσιονομική επιβάρυνση για το κράτος είναι 153 εκατομμύρια και το όφελος για τους πολίτες ισοδυναμεί με το γέμισμα ενός τετάρτου (μετά βίας) του ρεζερβουάρ άπαξ μηνιαίως.
Μια μείωση του ΦΠΑ στα καύσιμα για το ίδιο διάστημα, για ένα τρίμηνο, κατά 11 μονάδες – από το 24% στο 13% – θα κόστιζε στο κράτος απώλεια εσόδων 82,5 εκατομμυρίων. Πως προκύπτει αυτό; Η ίδια η ΕΛΣΤΑΤ υπολογίζει την ετήσια κατανάλωση σε 2 εκατομμύρια μετρικούς τόνους, δηλαδή κοντά στα 3 δις. Το 24% του ΦΠΑ επί αυτής της κατανάλωσης σημαίνει κρατικά έσοδα 720 εκατομμυρίων ευρώ τον χρόνο. Αρα, με την μείωση του ΦΠΑ κατά 11% τα έσοδα αυτά θα έπεφταν στα 330 εκατομμύρια τον χρόνο – άρα για ένα τρίμηνο βάση το κόστος για τα κρατικά ταμεία θα ήταν 82,5 εκατομμύρια ευρώ.
Κοινώς, η μείωση του ΦΠΑ στα καύσιμα θα κόστιζε στο κράτος σχεδόν το μισό απ’ όσο κοστίζουν τα επιδοματικά μέτρα που έφερε σήμερα η κυβέρνηση στην Βουλή, το όφελος για τους καταναλωτές θα ήταν πολύ μεγαλύτερο, και οι μόνοι ίσως που δεν θα κέρδιζαν (επιπλέον) θα ήταν τα διϋλιστήρια τα οποία θα έχαναν την «επιδότηση στην πηγή». Η οποία, παρεμπιπτόντως, πέραν των υπονοιών γι απ’ ευθείας επιδότηση της κερδοσοκοπίας, ενέχει και κίνδυνο παραβίασης των κανόνων περί ανταγωνισμού της Ε.Ε. ως έμμεση κρατική ενίσχυση.
Λαϊκισμό, κατά το κυβερνητικό αφήγημα, μπορεί να συνιστά και το αίτημα για άμεση φορολόγηση των υπερκερδών των τεσσάρων ηλεκτροπαραγωγών της χώρας – υπερκερδών που, σύμφωνα με τα δεδομένα της ΡΑΕ, φθάνουν τουλάχιστον το 1,4 δις.
Είναι μέτρο χωρίς κανένα δημοσιονομικό κόστος και αποτύπωμα, το έχουν ήδη υιοθετήσει ο Ντράγκι στην Ιταλία και ο Σάντσεθ στην Ισπανία για να χρηματοδοτήσουν μέσω του φορολογικού εσόδου μέτρα ανακούφισης της κοινωνίας, και σύμφωνα με το Bloomberg η εφαρμογή του θα αποτελεί από την Παρασκευή και επίσημη πολιτική της Ε.Ε. καθώς θα ενταχθεί στα συμπεράσματα της συνόδου κορυφής των Βρυξελλών.
Επ’ αυτού, ο πρωθυπουργός στην Βουλή είπε ότι «τα υπερκέρδη θα φορολογηθούν», εάν και εφόσον υπάρχουν και όταν η ΡΑΕ συντάξει μελέτη που θα λέει επισήμως πόσα ακριβώς είναι. Το γεγονός ότι η ΡΑΕ έχει ήδη εισηγηθεί, πριν υπάρξει ευρωπαϊκή οδηγία, στην κυβέρνηση την φορολόγηση των υπερκερδών προφανώς δεν αποτελεί στοιχείο τεκμηρίωσης της ύπαρξής τους. Και η δέσμευση για φορολόγηση στο… μέλλον, δεν συνιστά υπεκφυγή, ούτε πολιτική άμυνα για να κερδίσουν χρόνο – κι ακόμη μεγαλύτερα υπερκέρδη – οι ιδιώτες πάροχοι.
Ετσι κι αλλιώς, η ελληνική κοινωνία έχει και χρόνο και αντοχές, μπορεί να περιμένει. Διότι δεν κρυώνει και δεν κρατάει ακίνητα τα αυτοκίνητα επειδή δεν έχει λεφτά. Εχει απλώς ψυχολογικά προβλήματα, όπως διέγνωσε και ο – μη λαϊκιστής – υπουργός Ανάπτυξης Αδωνις Γεωργιάδης…