O τρόπος με τον οποίο λειτούργησε, τελικά, το Γαλλικό “πολιτικό εργαστήριο” στον α’ γύρο των προεδρικών εκλογών ίσως συμπυκνώνεται στην καταγραφή των ποιοτικών χαρακτηριστικών της ψήφου από τον ερευνητή της Ipsos Ματιέ Γκαλάρντ.
Το 43% εκείνων που είναι “πολύ ικανοποιημένοι” με τη ζωή τους (στη σημερινή Γαλλία) προτίμησαν τον Εμανουέλ Μακρόν και μόνο το 21% την Μαρίν Λεπέν. Από όσους, ωστόσο, δηλώνουν πως δεν είναι καθόλου ικανοποιημένοι από τον τρόπο που ζουν ψήφισαν κατά 46% την ηγέτη της ακροδεξιάς και μόνο το 4% τον Γάλλο πρόεδρο.
Τα στοιχεία αυτά αποκαλύπτουν πολλά, πέρα από τις γνωστές αναλύσεις σχετικά με το πώς η στρατηγικά “μεταμφιεσμένη” Λεπέν –από εκφραστής ενός ρεύματος ακροδεξιού εθνικισμού με λαϊκιστικές και οξύτατα αντιμεταναστευτικές αιχμές σε εκπρόσωπο του ρεύματος των απελπισμένων και πτωχοποιημένων της οικονομικής και ενεργειακής κρίσης– κατόρθωσε να απειλήσει τον “διπρόσωπο” (ηγετικό διεθνές προφίλ, σκληρές φιλελεύθερες πολιτικές στο εσωτερικό) και πιθανότατα θα φέρει τη μάχη του β΄ γύρου στο όριο ενός εκλογικού θρίλερ.
Η Λεπέν απέκτησε ταυτότητα λαϊκής δεξιάς και ο μέσος ψηφοφόρος αδιαφόρησε σε μεγάλο βαθμό για το ακροδεξιό (ακόμα και “πουτινικό”) παρελθόν της, επειδή κυριαρχεί η αντίληψη “τι χειρότερο μπορεί να μου συμβεί”. Συμπύκνωσε την προεκλογική της εκστρατεία και την δική της πολιτική μετάβαση στο ζητούμενο των πολλών, το γαλλιστί “pouvoir d’ achat” (αγοραστική δύναμη). Όταν αισθάνεται κανείς περιθωριοποιημένος, χωρίς ορατότητα σε ένα καλύτερο μέλλον, όταν οι λογαριασμοί του ηλεκτρικού και του φυσικού αερίου αφαιρούν την τελευταία ελπίδα αξιοπρεπούς διαβίωσης, ή όταν είσαι άνεργος, με μερική απασχόληση, ή, έστω, κακοπληρωμένος και δυσκολεύεσαι να συγκεντρώσεις ακόμα και τα χρήματα για να πληρώσεις το νοίκι σου, το φάντασμα μιας “μεταμφιεσμένης” ακροδεξιάς δεν φαίνεται χειρότερο απ΄ αυτό που ζεις. Σε αυτή τη στιγμή της απόγνωσης αναζητάς εκείνον που θα πράξει το ελάχιστο: θα δείξει ότι νοιάζεται.
Δυστυχώς, αυτή τη μάχη ο Εμανουέλ Μακρόν την έχασε από την Μαρίν Λεπέν ακόμα κι αν κατόρθωσε τελικά να προηγηθεί με κάτι περισσότερο από τέσσερις μονάδες. Και οι δύο, αύξησαν τα ποσοστά του α’ γύρου των προεδρικών εκλογών του 2017, ο πρώτος κατά τρεις μονάδες, η δεύτερη κατά δύο μονάδες.
Αθροιστικά, ωστόσο, η λεγόμενη ακροδεξιά ψήφος -“μεταμφιεσμένη” και κραυγαλέα (Λεπέν, Ζεμούρ κ.ά)- συγκέντρωσε αρκετά πάνω από το 30% του γαλλικού εκλογικού σώματος. Αυτό δεν πρέπει να υποτιμηθεί καθώς οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες παίρνουν μια πρώτη ανάσα για τα χειρότερα που αποφεύχθηκαν στις γαλλικές εκλογές -έως τώρα… Διότι, συνήθως, αυτός είναι ο τρόπος που αντιδρά η γραφειοκρατική Ευρώπη: ανακουφίζεται στιγμιαία επειδή δεν την χτύπησε η “τέλεια καταιγίδα” και μετά οδύρεται πάνω από το χυμένο γάλα διαπιστώνοντας την ριζοσπαστικοποίηση των κοινωνιών και την ανάδειξη ρευμάτων ακραίου δεξιού λαϊκισμού από τις σκανδιναβικές χώρες μέχρι την ανατολική Ευρώπη.
Μία επιπλέον παρατήρηση που έχει νόημα σχετικά με το γαλλικό “εργαστήριο” είναι η εξαφάνιση των παραδοσιακών πολιτικών υποκειμένων που κυβέρνησαν την δεύτερη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή χώρα επί πολλές δεκαετίες. Σοσιαλιστές και Γκολιστές συγκέντρωσαν ποσοστά εκλογικού εξευτελισμού. Οι δεύτεροι είχαν πάρει το 20% των ψήφων το 2017, με τον Φρανσουά Φιγιόν στη δίνη του γνωστού σκανδάλου, τώρα η Βαλερί Πεκρές δεν ξεπέρασε το 5%. Τότε, ο Σοσιαλιστής Μπενουά Αμόν είχε πάρει το 6,4% των ψήφων, τώρα η υποτίθεται πολλά υποσχόμενη Αν Ινταλγκό έφτασε με το ζόρι το 2%!
Μια μικρή αχτίδα προκύπτει από την αντοχή του Ζαν Λικ Μελανσόν που αύξησε κατάτι τα ποσοστά του σε σύγκριση με το 2017 και ξεπέρασε το 20%, υπό προϋποθέσεις, δε, θα μπορούσε να βρισκόταν εκείνος (εάν, παραδείγματος χάρη οι σοσιαλιστές και άλλα αριστερά κόμματα προτιμούσαν να συνενωθούν υπό την δική του σημαία) στον β΄γύρο απέναντι στον Μακρόν και, αναμφίβολα, αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει ρεύμα πολιτικής αλλαγής με καθαρό δημοκρατικό και κοινωνικό πρόσημο.
Το τελευταίο είναι ένα μικρό σήμα για τον χώρο των λεγόμενων προοδευτικών δυνάμεων, ο τρόπος, δε, με τον οποίο πέτυχαν τον τελικό στόχο τους σοσιαλιστές και αριστεροί στην Πορτογαλία και την Ισπανία ενισχύει το μήνυμα Μελανσόν.
Ελπίζοντας, όπως κάθε λογικός Ευρωπαίος, να κερδίσει τη μάχη του β΄ γύρου ο Εμανουέλ Μακρόν και να αποφύγουμε έναν πολιτικό αρμαγεδδώνα σε ολόκληρη την Ευρώπη από μία εκλογή Λεπέν, δεν πρέπει να υποτιμήσουμε (για ακόμα μία φορά) το μήνυμα που προκύπτει από την καταγραφή του Γκαλάρντ στην εισαγωγή. Επειδή, επιπροσθέτως, δεν αφορά μόνο τους Γάλλους και τις γαλλικές εκλογές (αναμένεται να εμφανιστεί, δε, με ακόμα πιο ηχηρό τρόπο στις βουλευτικές εκλογές).
Η διαχωριστική γραμμή στις κοινωνίες είναι μεταξύ αυτών που πιστεύουν -ή όντως έτσι συμβαίνει- πως ζουν καλά και σε εκείνους που επιβιώνουν οριακά και αισθάνονται απελπισμένοι. Ας σημειωθεί πως οι δεύτεροι είναι, σε απόλυτους αριθμούς, περισσότεροι.
Η κοινωνική χύτρα κοχλάζει από τις βαθιές ανισότητες και παράγει ανεξέλεγκτες τάσεις. Πάντοτε οι άνθρωποι που βρίσκονται έξω από τα περίκλειστά τείχη των προνομίων και της ευμάρειας θα προσπαθούν να τα γκρεμίσουν. Και θα διέπονται,αναγκαστικά, από την αντίληψη του “τι χειρότερο μπορεί να μου συμβεί”. Το φαινόμενο τείνει σε δύο πρώτες και ίσως πρόχειρες (προφανώς απαιτείται επεξεργασία σε μεγαλύτερο βάθος) απαντήσεις:
Πρώτον, ποιές πολιτικές άμβλυνσης των ανισοτήτων μπορεί να αντιμετωπίσουν αυτή την απόγνωση. Και ποιά πολιτικά υποκείμενα μπορούν να τις εκπροσωπήσουν. Κεντρικά η Ευρώπη, ήτοι η γραφειοκρατία της στις Βρυξέλλες και τα μπλοκ ισχύος κάποιων κρατών, έχει δείξει πώς ούτε μπορεί, ούτε θέλει. Γι αυτό και πρέπει να διαμορφωθούν νέοι συσχετισμοί.
Δεύτερον, ποιές πολιτικές δυνάμεις μπορούν (συνεργαζόμενες και όχι κατακερματισμένες) να εκφράσουν με τον καλύτερο τρόπο την φωνή των πολλών που βιώνουν το αδιέξοδο και να δημιουργήσουν συνθήκες πολιτικής αλλαγής. Σε αυτή την περίπτωση αντιμετωπίζεται πιθανώς και η έκρηξη ενός ανεξέλεγκτου αντισυστημισμού που επιτρέπει στην ακροδεξιά να “μεταμφιέζεται”, ή, ακόμα χειρότερα, την αποδαιμονοποιεί και της δίνει συμβατικά χαρακτηριστικά.