Οι δυτικές χώρες αφαίρεσαν τους περιορισμούς στη χρήση όπλων μεγάλου βεληνεκούς από την Ουκρανία, ανοίγοντας τον δρόμο για επιθέσεις βαθιά στο ρωσικό έδαφος.
Η κίνηση αυτή ενδέχεται να αλλάξει δραματικά την ισορροπία του πολέμου, αλλά και να αυξήσει τον κίνδυνο ανεξέλεγκτης κλιμάκωσης.
Η δήλωση Μέρτς που αλλάζει το παιχνίδι Ο Γερμανός καγκελάριος Φρίντριχ Μέρτς ανακοίνωσε ότι δεν υπάρχουν πλέον περιορισμοί στη χρήση των όπλων που παραδίδονται στην Ουκρανία από τη Γερμανία, τη Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες. «Η Ουκρανία μπορεί πλέον να υπερασπιστεί τον εαυτό της, επιτιθέμενη ακόμη και σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις εντός της Ρωσίας», δήλωσε χαρακτηριστικά, σύμφωνα με το Euronews.
Η απόφαση αυτή ανταποκρίνεται σε ένα πάγιο αίτημα του Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ο οποίος ζητούσε επίμονα τη δυνατότητα χρήσης δυτικών όπλων για επιθέσεις σε στόχους πίσω από τις ρωσικές γραμμές.
Η πρώτη αντίδραση της Μόσχας Το Κρεμλίνο, μέσω του εκπροσώπου του, χαρακτήρισε την απόφαση «επικίνδυνη» και ασυμβίβαστη με τις προσπάθειες διπλωματικής επίλυσης. Η Μόσχα έχει επανειλημμένως προειδοποιήσει ότι τέτοιες κινήσεις ενδέχεται να θεωρηθούν απόπειρα άμεσης εμπλοκής της Δύσης στον πόλεμο και να αντιμετωπιστούν ανάλογα.
Αλλαγή στρατηγικής και εσωτερικές αντιστάσεις Η στάση του Φρίντριχ Μέρτς διαφοροποιείται σαφώς από εκείνη του προκατόχου του, Όλαφ Σολτς. Ο νέος καγκελάριος έχει εκφράσει την πρόθεση να προχωρήσει ακόμη και στην αποστολή πυραύλων Taurus στην Ουκρανία – κάτι που έως τώρα ήταν ταμπού. Παρόλα αυτά, η πλειονότητα των Γερμανών πολιτών παραμένει αντίθετη, φοβούμενη τις συνέπειες μιας πιθανής κλιμάκωσης.
Ο Μέρτς, πάντως, υπεραμύνεται της αλλαγής στρατηγικής, κατηγορώντας τη Ρωσία για επιθέσεις σε μη στρατιωτικούς στόχους: «Η Ρωσία επιτίθεται αδίστακτα σε πόλεις, παιδικούς σταθμούς, νοσοκομεία και γηροκομεία – η Ουκρανία δεν το κάνει αυτό», δήλωσε.
Η νέα φάση του πολέμου: Ευκαιρία ή παγίδα; Η άρση των περιορισμών προσφέρει στην Ουκρανία στρατιωτικά πλεονεκτήματα, επιτρέποντάς της να στοχεύσει κρίσιμες ρωσικές υποδομές μακριά από τη γραμμή του μετώπου. Ωστόσο, εγείρει σοβαρά ερωτήματα για την επόμενη μέρα του πολέμου και τον κίνδυνο ευρύτερης ανάφλεξης.
Η πιθανότητα κλιμάκωσης εξαρτάται από τρεις βασικούς παράγοντες:
Την αντίδραση της Ρωσίας, η οποία έχει απειλήσει με αντίποινα.
Τις αποφάσεις της Ουκρανίας, σχετικά με το πού και πώς θα χρησιμοποιήσει τα νέα όπλα.
Την ενότητα και τη στάση της Δύσης, η οποία μέχρι τώρα τηρούσε επιφυλακτική στάση.
Ένα κρίσιμο σταυροδρόμι Η δήλωση του Μέρτς σηματοδοτεί μια νέα, πιο επιθετική φάση στη δυτική στρατηγική. Η Ουκρανία ενισχύεται στρατιωτικά, αλλά ταυτόχρονα αυξάνονται οι κίνδυνοι για ανεξέλεγκτη κλιμάκωση. Η επόμενη μέρα του πολέμου εξαρτάται πλέον από τις επιλογές που θα κάνουν τόσο οι στρατιωτικοί όσο και οι πολιτικοί ηγέτες, σε Δύση, Ουκρανία και Ρωσία.
Ο Μπόρις Πιστόριους, υπουργός Άμυνας της Γερμανίας και εξέχον στέλεχος των Σοσιαλδημοκρατών, μετατοπίζει πλέον ανοιχτά το δόγμα ασφάλειας της χώρας, σηματοδοτώντας την πιο ριζική αναθεώρηση της αμυντικής στρατηγικής της Γερμανίας από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου.
Σε εκτενή και βαρυσήμαντη συνέντευξη στη Frankfurter Allgemeine Sonntagszeitung (FAS), ο Πιστόριους ανοίγει ευθέως τη συζήτηση για την επανεισαγωγή της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας, καθιστώντας σαφές ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί πια να αποκλείεται.
Ο στόχος του είναι φιλόδοξος: 460.000 στρατιώτες – ενεργοί και έφεδροι – μέχρι το 2030. Ο ίδιος το εντάσσει σε ένα πλαίσιο “στρατηγικού ρεαλισμού”, υπογραμμίζοντας πως «δεν μπορείς να καλύψεις τα κενά μιας δεκαετίας χωρίς στράτευση και 35 ετών αποστρατιωτικοποίησης μέσα σε τρία χρόνια».
Το φάντασμα της Ρωσίας και το 2030 ως «έτος-ορόσημο»
Η στρατηγική αυτή, όπως εξηγεί, δεν είναι απλώς προνοητική. Εδράζεται σε εκτιμήσεις στρατιωτικών αναλυτών ότι η Ρωσία θα μπορούσε να είναι ικανή να επιτεθεί σε νατοϊκό έδαφος μετά το 2029-30, ακόμη και αν αυτό δεν σημαίνει ότι ο Πούτιν ή ο διάδοχός του θα το πράξουν. Ωστόσο, η λογική του Πιστόριους είναι καθαρή: προετοιμασία σε βάθος χρόνου, για την περίπτωση που «το αδιανόητο γίνει πιθανό».
Στο πλαίσιο αυτό, η επιστροφή σε ένα μοντέλο υποχρεωτικής στράτευσης ή, έστω, «υποχρεωτικής επιλογής», με αρχική πρόβλεψη μόνο για άνδρες, αλλά με δυνατότητα συμμετοχής και για γυναίκες, τίθεται πλέον επί τάπητος.
Νέο δόγμα, νέος στρατός
Ο Πιστόριους περιγράφει ένα νέο μοντέλο άμυνας, που θα συνδυάζει την εθελοντική θητεία, την υποχρεωτική κατάταξη όπου απαιτείται, την ενίσχυση της εφεδρείας και την αναβάθμιση της παραγωγικής ικανότητας της εξοπλιστικής βιομηχανίας. Περίπου 200.000 νέοι στρατιώτες θα προστεθούν μέσω αυτής της αναδιάρθρωσης.
Το μοντέλο αυτό θυμίζει σε κάποιο βαθμό το σύστημα της Σουηδίας, αλλά με αυστηρότερο πλαίσιο. Αν δεν υπάρξει επάρκεια εθελοντών, η υποχρέωση θα επιβάλλεται.
Ο Πούτιν και η «στρατηγική ασάφεια»
Η ανάλυση του Πιστόριους δεν περιορίζεται όμως στη Γερμανία. Απαντώντας για το ζήτημα των πυραύλων Taurus – που η ουκρανική κυβέρνηση ζητά επίμονα από το Βερολίνο – είναι κάθετος: «Nein». Αλλά στη συνέχεια δηλώνει ότι εξετάζεται η αποστολή “long range fires”, αφήνοντας ανοικτό το είδος των οπλικών συστημάτων.
Εδώ εισάγει μια νέα στρατηγική «ασάφειας», στην οποία όπως δηλώνει «δεν θα επιτρέψουμε στη Ρωσία να γνωρίζει τι θα στείλουμε και πότε». Πρόκειται για σαφή μετατόπιση από την προηγούμενη, περισσότερο «διαφανή» στάση του Βερολίνου, και παραπέμπει σε πιο ανταγωνιστικό, πολεμικό σχεδιασμό.
Το ταμπού της παρουσίας γερμανικού στρατού στην Ουκρανία
Αναπόφευκτα, η συνέντευξη αγγίζει και το μέγιστο ταμπού της γερμανικής πολιτικής: τη φυσική παρουσία της Bundeswehr στο ουκρανικό έδαφος. Ο Πιστόριους δεν το αποκλείει, τονίζοντας ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί μόνο με εντολή από διεθνή οργανισμό (ΝΑΤΟ, ΕΕ, ΟΗΕ) και πάντα κατόπιν απόφασης της Bundestag.
Δεν πρόκειται – προς το παρόν – για ειρηνευτική αποστολή, όμως η προοπτική μιας “post-ceasefire” παρουσίας ως δύναμη εγγύησης βρίσκεται στο τραπέζι. Ο Πιστόριους ξεκαθαρίζει: «Δεν είναι αυτή η στιγμή για ειρηνευτικά στρατεύματα, αλλά το σκεφτόμαστε».
Τι σημαίνουν όλα αυτά για την Ευρώπη
Η τοποθέτηση Πιστόριους αποτυπώνει μια μεγάλη μεταστροφή στη γερμανική στρατηγική κουλτούρα: από τη στρατηγική αυτοσυγκράτηση, στη στρατηγική αποτροπής. Είναι η πιο ξεκάθαρη παραδοχή μέχρι σήμερα από Γερμανό αξιωματούχο ότι ο χρόνος της “ειρηνικής Ευρώπης” ίσως τελειώνει και ότι η στρατιωτική ετοιμότητα δεν είναι πια επιλογή αλλά αναγκαιότητα.
Το ερώτημα πλέον είναι αν και πώς θα ανταποκριθεί η γερμανική κοινωνία – με το ισχυρότατο μεταπολεμικό αντιμιλιταριστικό της ένστικτο – σε αυτή την πρόσκληση επιστροφής στην έννοια της πολιτικής του πολίτη-οπλίτη.
Το 2030 δεν είναι μακριά. Και ο Πιστόριους δεν το κρύβει: ο χρόνος τρέχει αντίστροφα.
Η ανάληψη της καγκελαρίας από τον Φρίντριχ Μερτς σηματοδοτεί μια σαφή στροφή στην πολιτική της Γερμανίας, με έμφαση στην οικονομική ανάκαμψη, την ενίσχυση της εθνικής ασφάλειας και τη σταθερή στήριξη των διεθνών εταίρων της χώρας. Σε μια περίοδο βαθιάς οικονομικής κρίσης και γεωπολιτικών αναταράξεων, ο νέος καγκελάριος δεσμεύτηκε για την ανανέωση της υπόσχεσης «ευημερίας για όλους», προτάσσοντας την ανάγκη επενδύσεων σε υποδομές, εκπαίδευση και άμυνα, ενώ ταυτόχρονα ανέδειξε τη σημασία της μεταναστευτικής πολιτικής και της καταπολέμησης του αντισημιτισμού. Η πρώτη του ομιλία στην Bundestag αποτυπώνει την πρόθεση για μια κυβέρνηση που θα αντιμετωπίσει τις «μεγάλες προκλήσεις» με αποφασιστικότητα, σεβασμό στη δημοκρατία και διεθνή αλληλεγγύη.
«Αλλαγή πολιτικής», νέες προτεραιότητες και ανανέωση της υπόσχεσης για «ευημερία για όλους» ενόψει «μεγάλων προκλήσεων», ήταν το κεντρικό μήνυμα της πρώτης «δήλωσης καγκελάριου» στην Bundestag για τον Φρίντριχ Μερτς, μία εβδομάδα μετά την ανάληψη των καθηκόντων του. Ο κ. Μερτς έδωσε ιδιαίτερο βάρος στην οικονομία και στην εξωτερική πολιτική, υποσχέθηκε «αισθητή βελτίωση» για τους πολίτες εντός του καλοκαιριού, διακήρυξε τη στήριξή του προς την Ουκρανία και το Ισραήλ, ενώ επιφύλαξε και επαίνους για το έργο του προκατόχου του, Όλαφ Σολτς.
Αναφερόμενος στη συνεχιζόμενη ύφεση της γερμανικής οικονομίας, ο καγκελάριος έκανε λόγο για «άνευ προηγουμένου οικονομική κρίση» στη Γερμανία, επισημαίνοντας ότι «δεν είχαμε ποτέ ως τώρα βιώσει μια τόσο μακρά περίοδο χωρίς οικονομική ανάπτυξη». Διακυβεύονται, τόνισε, θέσεις εργασίας, ακόμη και σε κομβικής σημασίας κλάδους, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία, η παραγωγή χημικών και μεγάλων μηχανών. Προσπάθησε μάλιστα για μία ακόμη φορά να αιτιολογήσει την απόφασή του να συναινέσει στην άρση του «φρένου χρέους» και στον «δανεισμό XXL», κάνοντας λόγο για επενδύσεις στις υποδομές, στους δρόμους, στους σιδηροδρόμους, στην εκπαίδευση όλων των βαθμίδων, στην έρευνα. «Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση επενδύει σε ένα σύγχρονο κράτος και σε μια ψηφιακή διοίκηση (…) Ανήκω σε μια γενιά για την οποία τα πράγματα ήταν πάντα ανοδικά (…) Πολλοί νέοι αμφιβάλλουν τώρα εάν εξακολουθεί να ισχύει η υπόσχεση του Λούντβιχ Έρχαρντ, “ευημερία για όλους”. Η κυβέρνηση πρέπει να διαλύσει αυτές τις αμφιβολίες και για αυτό επενδύουμε», δήλωσε και ανέδειξε την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας ως απόλυτη προτεραιότητα, ζητώντας και από την Ευρωπαϊκή Ένωση να περιορίσει τη γραφειοκρατία.
Η αγορά εργασίας θα αποτελέσει σημαντικό πεδίο της νέας κυβέρνησης, είπε ο καγκελάριος και αναφέρθηκε σε εθελοντική συνέχιση της εργασίας μετά τα 67 έτη, αφορολόγητες υπερωρίες και μεγαλύτερη ευελιξία με υπολογισμό των εβδομαδιαίων και όχι των ημερήσιων ωρών εργασίας. Σχετικά ωστόσο με τον κατώτατο μισθό, δήλωσε μεν ότι είναι «εφικτό και επιθυμητό» να αυξηθεί εντός του 2026 στα 15 ευρώ/ώρα, αλλά ξεκαθάρισε ότι αυτό «δεν θα κατοχυρωθεί νομοθετικά», όπως ίσχυε έως τώρα. Ο κ. Μερτς υποσχέθηκε επίσης κίνητρα και επενδύσεις για ανέγερση νέων οικοδομών, με στόχο την προσφορά στέγης σε προσιτή τιμή.
«Η Γερμανία είναι χώρα μετανάστευσης – έτσι ήταν και έτσι θα παραμείνει», συνέχισε ο Φρίντριχ Μερτς και υπογράμμισε ότι «θέλουμε να παραμείνουμε μια φιλική χώρα που σέβεται ειδικά εκείνους που έχουν έρθει εδώ, ζουν και εργάζονται μαζί μας», αλλά επισήμανε και ότι η Γερμανία επέτρεπε σε υπερβολικό βαθμό τη μετανάστευση «χαμηλών δεξιοτήτων», κάτι που όπως είπε, πρέπει να αλλάξει. «Χρειαζόμαστε μια νέα μεταναστευτική πολιτική προς το συμφέρον της ευημερίας της χώρας μας», δήλωσε και αναφέρθηκε επίσης στο «βασικό καθήκον κάθε γερμανικής κυβέρνησης να διασφαλίζει τη διατήρηση της ελευθερίας στη χώρα». Αυτό απαιτεί «μια εσωτερική πολιτική η οποία θα αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τις απειλές κατά της ελευθερίας. Οι πολίτες αξίζουν το υψηλότερο επίπεδο ασφάλειας και προστασίας. Δεν θα ανεχτούμε ποτέ την αύξηση της επιθετικότητας και της βίας κατά των δυνάμεών μας», υπογράμμισε, με το βλέμμα στις συχνές επιθέσεις εναντίον αστυνομικών.
Ο κ. Μερτς έκανε ιδιαίτερη μνεία στα φαινόμενα αντισημιτισμού και στο Ισραήλ. «Η Γερμανία πρέπει να είναι και να παραμείνει ένα ασφαλές καταφύγιο για τους Εβραίους. Η συνεργασία με το Ισραήλ είναι ένα θαύμα, αλλά και ένα δώρο από το κράτος του Ισραήλ και την ισραηλινή κοινωνία. Η ύπαρξη και η ασφάλεια του Κράτους του Ισραήλ είναι και παραμένουν για εμάς κρατική επιταγή», επανέλαβε και πρόσθεσε ότι αυτή η ιστορική ευθύνη κατέστη εκ νέου συγκεκριμένη στις 7 Οκτωβρίου 2023. «Θα ήθελα να πω στους Ισραηλινούς φίλους μας σε αυτό το σημείο: Στεκόμαστε αταλάντευτα στο πλευρό του Ισραήλ. Αυτό περιλαμβάνει επίσης τη δέσμευση της Γερμανίας για ταχεία ειρήνη στην περιοχή, κατάπαυση του πυρός, απελευθέρωση όλων των ομήρων της Χαμάς και ανθρωπιστική βοήθεια για τον πληθυσμό στη Γάζα», πρόσθεσε ο κ. Μερτς και αναφέρθηκε στον κίνδυνο λιμού στην Γάζα. «Είναι ανθρωπιστική υποχρέωση», είπε χαρακτηριστικά, ενώ από τα έδρανα της Αριστεράς κάποιοι βουλευτές φώναζαν «Γενοκτονία!».
Ως κεντρικό σημείο της πολιτικής του, ο Φρίντριχ Μερτς ανέφερε τον πόλεμο στην Ουκρανία και την ανάγκη ενίσχυσης των αμυντικών δυνατοτήτων της Γερμανίας.
«Όλοι συμμεριζόμαστε την επιθυμία για μια δίκαιη, διαρκή και βιώσιμη λύση στην Ουκρανία. Καλύτερα σήμερα παρά αύριο», τόνισε και έκανε λόγο για τρεις προϋποθέσεις, τη συνέχιση της στήριξης της Ουκρανίας – «ξεκαθαρίζοντας ότι δεν εμπλεκόμαστε στον πόλεμο, αλλά δεν είμαστε και αμέτοχοι τρίτοι ή ουδέτεροι διαμεσολαβητές» -, τη συμμετοχή στη στήριξη της Ουκρανίας των Ευρωπαίων αλλά και των Αμερικανών και την απόρριψη κάθε υπόνοιας για «υπαγορευμένη ειρήνη» ή υποταγή σε στρατιωτικά τετελεσμένα σε βάρος της Ουκρανίας.
Αυτή η κατάσταση αβεβαιότητας θα εξακολουθήσει να επηρεάζει την Ευρώπη για τα επόμενα χρόνια, προέβλεψε ο καγκελάριος και έκανε λόγο για «τη μεγαλύτερη επίθεση από αντιπάλους και εχθρούς της φιλελεύθερης δημοκρατίας» που δέχθηκε η Ευρώπη μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. «Η Ρωσία έχει παραβιάσει όλους τους κανόνες που έχουν γραφτεί για την ειρηνική συνύπαρξη», δήλωσε, για να προσθέσει ότι η έκβαση του πολέμου θα κρίνει και το εάν στην Ευρώπη θα επικρατήσουν ο νόμος και η τάξη ή η στρατιωτική ισχύς, η τυραννία και το δίκαιο του ισχυρότερου. Στο ζήτημα της Ουκρανίας ο κ. Μερτς επαίνεσε και τον τέως καγκελάριο Όλαφ Σολτς, ο οποίος μάλιστα βρισκόταν στην αίθουσα. «Δεν συμφωνούσα με όλες τις αποφάσεις της προηγούμενης κυβέρνησης, αλλά αυτό δεν είναι κάτι ασυνήθιστο σε μια δημοκρατία. Εσείς, κύριε συνάδελφε Σολτς και η κυβέρνησή σας οδηγήσατε τη Γερμανία σε περιόδους έκτακτων κρίσεων. Η απάντησή σας στον επιθετικό πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας ήταν πρωτοποριακή και ιστορική. Γι’ αυτό, θα θέλαμε να σας εκφράσουμε για άλλη μια φορά σήμερα την ευγνωμοσύνη μας: τις προσωπικές μου ευχαριστίες και ελπίζω οπωσδήποτε στην αναγνώριση ολόκληρης της Βουλής και ολόκληρης της χώρας μας», δήλωσε ο καγκελάριος προς τον προκάτοχό του, με το βλέμμα κυρίως στο «Σημείο Καμπής» που διακήρυξε ο κ. Σολτς όταν ξέσπασε ο πόλεμος στην Ουκρανία και στην σύσταση ειδικού ταμείου για τον εκσυγχρονισμό των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων.
«Υπάρχουν λίγα μαθήματα από την πρόσφατη ιστορία τα οποία μπορούν να εφαρμοστούν με τόση ακρίβεια στο παρόν. Το μάθημα τώρα είναι απλό: η δύναμη αποτρέπει τους επιτιθέμενους, ενώ η αδυναμία τους προσκαλεί στην επιθετικότητα (…) Όποιος πιστεύει σοβαρά ότι η Ρωσία θα ήταν ικανοποιημένη με μια νίκη επί της Ουκρανίας ή με την προσάρτηση τμημάτων της χώρας κάνει λάθος», προειδοποίησε ο Φρίντριχ Μερτς και δήλωσε ότι η Γερμανία, ως η πολυπληθέστερη και οικονομικά ισχυρότερη χώρα της Ευρώπης, πρέπει να ανταποκριθεί στις ευθύνες της, όπως απαιτείται ουσιαστικά και από τους εταίρους της στο ΝΑΤΟ. «Στο εξής η γερμανική κυβέρνηση θα παρέχει όλους τους οικονομικούς πόρους που χρειάζεται η Bundeswehr προκειμένου να καταστεί ο ισχυρότερος συμβατικός στρατός στην Ευρώπη», κατέληξε ο καγκελάριος Μερτς.
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης πραγματοποίησε σήμερα επίσημη επίσκεψη στο Βερολίνο, όπου συναντήθηκε με τον νέο καγκελάριο της Γερμανίας, Φρίντριχ Μερτς, σε μια συνάντηση που σηματοδοτεί την περαιτέρω εμβάθυνση των ελληνογερμανικών σχέσεων.
Ο καγκελάριος Μερτς υπογράμμισε τον «τεράστιο σεβασμό» που τρέφει για τα επιτεύγματα της Ελλάδας μετά την κρίση, χαρακτηρίζοντας εντυπωσιακά τα οικονομικά αποτελέσματα, με την Ελλάδα να συγκαταλέγεται μεταξύ των ελάχιστων χωρών με πρωτογενή πλεονάσματα. Τόνισε επίσης ότι η επίσκεψη Μητσοτάκη, ως πρώτου Ευρωπαίου ηγέτη που επισκέπτεται το Βερολίνο μετά την ανάληψη της θητείας του, έχει βαθύ συμβολισμό για την πορεία των διμερών σχέσεων.
Από την πλευρά του, ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης επισήμανε ότι οι ελληνογερμανικές γέφυρες γίνονται «ακόμη πιο δυνατές», με τις σχέσεις να βασίζονται πλέον στον αμοιβαίο σεβασμό, τον ειλικρινή διάλογο και τη στενή συνεργασία σε πολλούς τομείς, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ.
Οικονομία και επενδύσεις
Ο κ. Μητσοτάκης παρουσίασε την Ελλάδα ως έναν ελκυστικό προορισμό για γερμανικές επενδύσεις, αναφέροντας τα μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα, τη συρρίκνωση του δημόσιου χρέους, την αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής και των εξαγωγών, καθώς και τα ρεκόρ στον τουρισμό με σημαντική παρουσία Γερμανών επισκεπτών. Τόνισε ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις για να διατηρήσει αυτή την αναπτυξιακή δυναμική.
Μεταναστευτικό
Στο μεταναστευτικό, ο καγκελάριος Μερτς τόνισε τη σημασία της φύλαξης των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ και της μείωσης της δευτερογενούς μετανάστευσης προς τη Γερμανία, επισημαίνοντας ότι το ζήτημα αυτό αποτελεί μεγάλο πρόβλημα και ότι θα υπάρξει ανταλλαγή απόψεων για κοινές λύσεις. Ο κ. Μητσοτάκης υπογράμμισε ότι το μεταναστευτικό είναι ζήτημα μείζονος εθνικής ασφάλειας και ζήτησε στενότερη συνεργασία με τη Γερμανία, με έμφαση στην εξωτερική διάσταση, τις επιστροφές και την εφαρμογή του ευρωπαϊκού συμφώνου μετανάστευσης και ασύλου.
Άμυνα και χρηματοδοτικά εργαλεία της ΕΕ
Σε ερώτηση για τη διάθεση της Γερμανίας να ζητήσει περισσότερα χρηματοδοτικά εργαλεία σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ιδίως για την άμυνα, ο καγκελάριος Μερτς δήλωσε ότι η Γερμανία ήταν πάντα προσεκτική σε τέτοια θέματα, αλλά αναγνώρισε πως προκλήσεις όπως η αμυντική πρέπει να αντιμετωπιστούν συλλογικά. Επίσης, εξέφρασε ανοιχτότητα για ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά εργαλεία, χωρίς όμως να δεσμευτεί σε νέους κοινούς δανεισμούς, επιμένοντας στην ανάγκη προσεκτικής διαχείρισης.
Ο Μερτς τόνισε ακόμη ότι η συμμετοχή μη μελών της ΕΕ, όπως η Βρετανία και η Νορβηγία, σε θέματα ασφάλειας αποτελεί «μεγάλη ευκαιρία» για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής πολιτικής ασφάλειας και άμυνας. Ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης επισήμανε την ανάγκη ενίσχυσης της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, επιλέγοντας προσεκτικά τους συνομιλητές ώστε να ευθυγραμμίζονται με την ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική, προκειμένου να διασφαλιστεί η ασφάλεια και η αξιοπιστία της ΕΕ.
Πώληση Eurofighter και συνεργασίες με τρίτες χώρες
Σχετικά με το ενδεχόμενο πώλησης των Eurofighter στην Τουρκία, ο κ. Μητσοτάκης απέφυγε να υποδείξει στη Γερμανία πώς να διαχειριστεί τις πωλήσεις οπλικών συστημάτων, αλλά τόνισε ότι τέτοιες πωλήσεις πρέπει να πληρούν βασικές προϋποθέσεις, όπως η συμμόρφωση των τρίτων χωρών με την κοινή πολιτική ασφάλειας της ΕΕ ή η υπογραφή συμφωνίας αμυντικής συνεργασίας με την Ένωση. Υπογράμμισε ότι θα συνεχιστεί η συζήτηση για τον κανονισμό SAFE σε επίπεδο υπουργών.
Πόλεμος στην Ουκρανία και ειρηνευτικές συνομιλίες
Ο Φρίντριχ Μερτς εξέφρασε τον θαυμασμό του για τον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι, επισημαίνοντας τη βούλησή του για διαπραγματεύσεις, αλλά τόνισε ότι δεν υπάρχει περιθώριο για περαιτέρω παραχωρήσεις. Σε σχέση με τις προγραμματισμένες συνομιλίες της Πέμπτης στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, ο Μερτς δήλωσε ότι είναι καλό να γίνουν, αλλά η ΕΕ θα επιμείνει σε αυστηρότερες κυρώσεις εάν δεν υπάρξει πρόοδος.
Η επίσκεψη Μητσοτάκη στο Βερολίνο αναδεικνύει την ισχυρή και πολυδιάστατη συνεργασία Ελλάδας και Γερμανίας, με κοινή βούληση για εμβάθυνση των σχέσεων σε οικονομία, άμυνα, μετανάστευση και διεθνή ζητήματα. Η αμοιβαία εκτίμηση και ο ειλικρινής διάλογος θέτουν γερά θεμέλια για την αντιμετώπιση των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν οι δύο χώρες και η Ευρώπη συνολικά.
Επίσημη επίσκεψη στη Γερμανία πραγματοποιεί σήμερα, 13 Μαΐου, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, εγκαινιάζοντας έναν νέο κύκλο επαφών με τη γερμανική ηγεσία.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός είναι ο πρώτος Ευρωπαίος ηγέτης που υποδέχεται ο νέος καγκελάριος της Γερμανίας, Φρίντριχ Μερτς, γεγονός που υπογραμμίζει τη σημασία της συνάντησης για τις ελληνογερμανικές σχέσεις.
Συνάντηση κορυφής με τον καγκελάριο Μερτς
Η συνάντηση των δύο ηγετών πραγματοποιείται στις 13:00 (ώρα Ελλάδας) στην καγκελαρία, με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να γίνεται δεκτός με στρατιωτικές τιμές. Στις 14:30 θα ακολουθήσουν κοινές δηλώσεις στον Τύπο, όπου αναμένεται να παρουσιαστούν τα βασικά συμπεράσματα των συνομιλιών.
Στο επίκεντρο η διμερής και ευρωπαϊκή ατζέντα
Η ατζέντα των συνομιλιών περιλαμβάνει τις διμερείς σχέσεις, τη συνεργασία στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και σημαντικά διεθνή ζητήματα. Κεντρικό θέμα αποτελεί το μεταναστευτικό, με τη γερμανική πλευρά να διαβεβαιώνει ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός θα βρει «μεγάλη κατανόηση» σε αυτό το ζήτημα, λόγω της στενής συνεργασίας και της κοινής εμπειρίας των δύο χωρών.
Συζητήσεις για το μεταναστευτικό και τα εξοπλιστικά
Το μεταναστευτικό αναμένεται να απασχολήσει σημαντικά τις συνομιλίες, με τη γερμανική κυβέρνηση να τονίζει ότι η πολιτική της θα διαμορφωθεί σε συνεννόηση με τους Ευρωπαίους εταίρους. Επιπλέον, θα συζητηθεί το ενδεχόμενο πώλησης Eurofighter στην Τουρκία, με την ελληνική πλευρά να υπογραμμίζει ότι τα εξοπλιστικά προγράμματα δεν πρέπει να στρέφονται εναντίον συμμαχικών κρατών και ότι η Ελλάδα διαθέτει τα απαραίτητα μέσα για την προάσπιση των εθνικών της συμφερόντων.
Διεθνείς εξελίξεις και ελληνοτουρκικές σχέσεις
Στο τραπέζι των συνομιλιών θα βρεθούν επίσης η κατάσταση στην Ουκρανία και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, με το Βερολίνο να αναγνωρίζει τον ρόλο της Ελλάδας στην περιφερειακή σταθερότητα και την Αθήνα να δηλώνει έτοιμη να υπερασπιστεί τα εθνικά της συμφέροντα.
Τιμητική βράβευση στο Economic Council Germany
Το βράδυ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα μιλήσει ως επίτιμος προσκεκλημένος στο ετήσιο συνέδριο Economic Council Germany, όπου θα βραβευτεί για τις μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησής του που έθεσαν την Ελλάδα σε τροχιά ανάπτυξης. Η βράβευση αυτή αποτελεί αναγνώριση των προσπαθειών για τον ψηφιακό μετασχηματισμό και τη βελτίωση του επενδυτικού περιβάλλοντος στη χώρα.
Η επίσκεψη Μητσοτάκη στο Βερολίνο σηματοδοτεί μια νέα δυναμική στις ελληνογερμανικές σχέσεις, με έμφαση στη συνεργασία για τα μεγάλα ευρωπαϊκά και διεθνή ζητήματα. Η παρουσία του Έλληνα πρωθυπουργού ως τιμώμενου προσώπου στο Economic Council Germany επιβεβαιώνει τη διεθνή αναγνώριση της μεταρρυθμιστικής πορείας της Ελλάδας και τον ενισχυμένο ρόλο της στην ευρωπαϊκή σκηνή.
Η εκλογή του Φρίντριχ Μερτς ως νέου καγκελάριου της Γερμανίας αναδεικνύει σημαντικές προκλήσεις και μεταβολές, που αφορούν και τις ελληνογερμανικές σχέσεις, όπως αναλύει η DW.
Ένα από τα βασικά ζητήματα είναι η δευτερογενής μετανάστευση, όπου η Γερμανία πλέον διαθέτει νομικό υπόβαθρο να επιστρέφει αιτούντες άσυλο στην Ελλάδα, μετά από απόφαση του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της Λειψίας που κρίνει τις συνθήκες διαβίωσης στην Ελλάδα ως «αποδεκτές». Η ελληνική κυβέρνηση, ωστόσο, έχει διαμηνύσει ότι δεν θα είναι ιδιαίτερα συνεργάσιμη σε τέτοια αιτήματα, επικαλούμενη την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη και την ανάγκη δίκαιης κατανομής των βαρών.
Η εκλογή Μερτς, που ήρθε μετά από μια πρωτοφανή δεύτερη ψηφοφορία στη γερμανική βουλή, σηματοδοτεί μια νέα πολιτική σελίδα στη Γερμανία, με τον ίδιο να αναλαμβάνει καθήκοντα σε μια περίοδο πολιτικής αστάθειας. Η πρώτη ψηφοφορία απέτυχε να του δώσει την απόλυτη πλειοψηφία, γεγονός που υπογραμμίζει την ανάγκη για ευρύτερες συναινέσεις και συμβιβασμούς εντός του κοινοβουλίου, καθώς και την απουσία «λευκής επιταγής» για την κυβέρνησή του.
Ο Μερτς καλείται να αντιμετωπίσει κρίσιμα ζητήματα, όπως η αυστηροποίηση της μεταναστευτικής πολιτικής με κλειστά σύνορα και μαζικές απελάσεις, που προκαλούν αντιδράσεις από γειτονικές χώρες, όπως η Πολωνία. Παράλληλα, υπόσχεται οικονομική ανασυγκρότηση μέσω ψηφιακής μετάβασης, επενδύσεων στις υποδομές και στήριξης της βιομηχανίας, ενώ καλείται να διαχειριστεί και τις επιπτώσεις του εμπορικού πολέμου με τις ΗΠΑ, επιδιώκοντας να διαπραγματευτεί ισότιμα με τον Ντόναλντ Τραμπ.
Στο μέτωπο της εξωτερικής πολιτικής, η Γερμανία υπό τον Μερτς επιδιώκει να αναλάβει ηγετικό ρόλο στην κρίση της Ουκρανίας, με συζητήσεις για αποστολή προηγμένων οπλικών συστημάτων ή ακόμη και στρατευμάτων, αν και οι ΗΠΑ δεν έχουν ακόμη συμπεριλάβει το Βερολίνο στους βασικούς συνομιλητές για τις κρίσιμες αποφάσεις.
Η DW επισημαίνει ότι η εκλογή Μερτς έχει ιδιαίτερη σημασία και για την Ελλάδα, καθώς η αυστηροποίηση της γερμανικής μεταναστευτικής πολιτικής και η νομική δυνατότητα επιστροφών προσφύγων στην Ελλάδα δημιουργούν νέες πιέσεις στην Αθήνα. Παράλληλα, η Ελλάδα αναγνωρίζεται για τις οικονομικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις της, με το CDU να επιβραβεύει τον Έλληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη για την ψηφιοποίηση και την ενίσχυση της χώρας ως επενδυτικού προορισμού.
Συνολικά, η ανάληψη της καγκελαρίας από τον Μερτς σηματοδοτεί μια περίοδο πολιτικής αναταραχής και αναπροσαρμογής στη Γερμανία, με σημαντικές επιπτώσεις τόσο στην εσωτερική πολιτική όσο και στις διεθνείς σχέσεις, ειδικά με χώρες όπως η Ελλάδα, που βρίσκονται στο επίκεντρο των μεταναστευτικών και οικονομικών εξελίξεων στην Ευρώπη.
Ο νέος καγκελάριος της Γερμανίας, Φρίντριχ Μερτς, σκοπεύει να κηρύξει «εθνική κατάσταση έκτακτης ανάγκης» για να επιβληθούν μόνιμοι έλεγχοι στα γερμανικά σύνορα και να απορρίπτονται επί τόπου αιτούντες άσυλο, ενεργοποιώντας το άρθρο 72 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αναστέλλοντας τον Κανονισμό του Δουβλίνου.
Ο Κανονισμός του Δουβλίνου (Δουβλίνο ΙΙΙ) καθορίζει ποιο κράτος-μέλος της ΕΕ είναι υπεύθυνο για την εξέταση μιας αίτησης ασύλου, συνήθως το πρώτο κράτος εισόδου, με στόχο να αποτραπεί η πολλαπλή υποβολή αιτήσεων και η περιπλάνηση των αιτούντων ανάμεσα στα κράτη-μέλη. Βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών και θεωρεί όλα τα κράτη μέλη ως ασφαλείς χώρες για τους αιτούντες άσυλο.
Ο Κανονισμός του Δουβλίνου είναι νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης που καθορίζει ποιο κράτος-μέλος είναι υπεύθυνο για την εξέταση μιας αίτησης ασύλου, συνήθως το πρώτο κράτος εισόδου στην ΕΕ. Σκοπός του είναι να εξασφαλίσει ότι κάθε αίτηση ασύλου εξετάζεται από ένα μόνο κράτος-μέλος, αποτρέποντας την πολλαπλή υποβολή αιτήσεων και την περιπλάνηση των αιτούντων ανάμεσα στα κράτη.
Ο Κανονισμός Δουβλίνο 2 υιοθετήθηκε το 2003, αντικαθιστώντας τη σύμβαση, ενώ ο σημερινός Κανονισμός Δουβλίνο 3 (Κανονισμός αριθ. 604/2013) εγκρίθηκε τον Ιούνιο του 2013 και τέθηκε σε ισχύ στις 19 Ιουλίου 2013.
Ο Κανονισμός αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου και συνδέεται με το σύστημα EURODAC, μια βάση δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων για τους παράτυπους μετανάστες. Παρά τα οφέλη του, έχει δεχθεί κριτική για την άνιση κατανομή των αιτούντων και για προβλήματα στην παροχή δίκαιης και αποτελεσματικής προστασίας.
Η πρόθεση της Γερμανίας να αναστείλει τον Κανονισμό
Η πρόθεση της Γερμανίας να αναστείλει τον Κανονισμό και να εφαρμόσει αυστηρούς ελέγχους στα σύνορα, επικαλούμενη το άρθρο 72 της Συνθήκης, το οποίο επιτρέπει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν μέτρα για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, σηματοδοτεί μια εξαίρεση στην κοινή ευρωπαϊκή πολιτική ασύλου. Αυτό επιτρέπει στην Γερμανία να παρακάμψει το σύστημα του Δουβλίνου, προκειμένου να απορρίπτει αιτούντες που έχουν περάσει από γειτονικές ασφαλείς χώρες, χωρίς να εισέρχονται στη διαδικασία ασύλου εντός της Γερμανίας.
Νομικές και ηθικές προκλήσεις
Ωστόσο, ο Κανονισμός Δουβλίνου και η ευρωπαϊκή νομοθεσία βασίζονται σε θεμελιώδεις αρχές όπως η μη επαναπροώθηση (non-refoulement), που απαγορεύει την επιστροφή προσφύγων σε χώρες όπου κινδυνεύει η ζωή ή η ελευθερία τους. Η αναστολή του Κανονισμού και η αυστηρή εφαρμογή ελέγχων στα σύνορα πρέπει να συμμορφώνονται με αυτές τις αρχές και τα θεμελιώδη δικαιώματα των αιτούντων άσυλο.
Συνοπτικά, η συνθήκη του Δουβλίνου προβλέπει την ευθύνη του πρώτου κράτους εισόδου για την εξέταση αιτήσεων ασύλου, βασιζόμενη στην αμοιβαία εμπιστοσύνη των κρατών-μελών και την προστασία των δικαιωμάτων των αιτούντων. Η Γερμανία, με την κήρυξη εθνικής κατάστασης έκτακτης ανάγκης, επιχειρεί να αναστείλει αυτή τη διαδικασία για να επιβάλει αυστηρότερους ελέγχους στα σύνορά της, κάτι που αποτελεί σημαντική αλλαγή στην εφαρμογή της ευρωπαϊκής πολιτικής ασύλου.
Ο Φρίντριχ Μερτς είναι ο νέος Καγκελάριος της Γερμανίας, μετά τη δεύτερη ψηφοφορία στη γερμανική Βουλή με 325 ψήφους υπέρ καθώς απαιτούνται περισσότερες από 316.
Υπήρξαν 289 φήφοι κατά, μία αποχή και τρεις άκυρες ψήφοι.
Η εξέλιξη αυτή έρχεται μετά την αποτυχία του Φρίντριχ Μερτς να συγκεντρώσει την απαιτούμενη πλειοψηφία στον πρώτο γύρο, γεγονός πρωτοφανές στη μεταπολεμική ιστορία της Ομοσπονδιακής Γερμανίας.
Αντιδράσεις και Πολιτικός Διάλογος
Ο Στέφεν Μπίλγκερ (CDU/CSU) τόνισε ότι η δεύτερη ψηφοφορία αποτελεί ζήτημα «ικανότητας του κράτους να λειτουργεί και της δημοκρατίας», υπογραμμίζοντας ότι κάθε περαιτέρω καθυστέρηση είναι «απαράδεκτη». Η Κατζα Μαστ (SPD) επισήμανε την ευθύνη όλων των βουλευτών να συγκροτήσουν κυβέρνηση το συντομότερο δυνατόν. Αντίθετα, η AfD πανηγύρισε την αποτυχία, χαρακτηρίζοντάς την «ιστορική ήττα» και ζητώντας νέες εκλογές.
Η πρώτη ψηφοφορία και η αποτυχία εκλογής
Στον πρώτο γύρο, ο Μερτς έλαβε 310 ψήφους υπέρ έναντι 307 κατά, με τρεις αποχές και μία άκυρη ψήφο, ενώ απουσίαζαν εννέα βουλευτές. Η απόλυτη πλειοψηφία απαιτεί 316 ψήφους επί συνόλου 630 βουλευτών. Η αποτυχία αυτή δεν οφείλεται στην αντιπολίτευση, η οποία ψήφισε ενιαία κατά, αλλά σε εσωτερικές διαφωνίες εντός της κυβερνητικής πλειοψηφίας, κυρίως στη συντηρητική πτέρυγα του CDU/CSU.
Εσωτερικές ρωγμές και πολιτικές προκλήσεις
Η δυσαρέσκεια αρκετών βουλευτών της συντηρητικής πτέρυγας συνδέεται με την πρόθεση του Μερτς να παρακάμψει το συνταγματικό όριο χρέους και να προωθήσει ένα φιλόδοξο πρόγραμμα δαπανών ύψους 1 τρισ. ευρώ για τις ένοπλες δυνάμεις και τις υποδομές. Η στάση αυτή προκαλεί έντονες αντιδράσεις, αποκαλύπτοντας τις εσωτερικές ρωγμές στο κυβερνητικό στρατόπεδο.
Η σημασία της δεύτερης ψηφοφορίας
Ο επικεφαλής του SPD, Λαρς Κλίνγκμπεϊλ, εξέφρασε την αισιοδοξία του ότι η δεύτερη ψηφοφορία θα οδηγήσει στην εκλογή του Μερτς, τονίζοντας την ανάγκη για γρήγορη επίλυση της εκλογικής διαδικασίας. Από την πλευρά του, ο Γενς Σπαν του CDU απηύθυνε έκκληση για ενότητα και στήριξη, επισημαίνοντας ότι η ψηφοφορία παρακολουθείται στενά από ολόκληρη την Ευρώπη και τον κόσμο.
Πολιτικό και γεωστρατηγικό πλαίσιο
Η αδυναμία εκλογής Μερτς συμπίπτει με μια περίοδο έντονης αβεβαιότητας για τη Γερμανία και την Ευρώπη. Η στασιμότητα της γερμανικής οικονομίας, η συνεχιζόμενη σύγκρουση στην Ουκρανία και η επιρροή του Ντόναλντ Τραμπ στην παγκόσμια πολιτική σκηνή δημιουργούν ένα ιδιαίτερα απαιτητικό περιβάλλον. Η εκλογή Καγκελαρίου αποκτά έτσι ιδιαίτερη βαρύτητα για τη σταθερότητα και το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τα επόμενα βήματα του Φρίντριχ Μερτς
Παρά την καθυστέρηση, ο Μερτς παραμένει ο νικητής των εκλογών της 23ης Φεβρουαρίου και σχεδιάζει άμεσα διπλωματικά ταξίδια σε Παρίσι και Βαρσοβία. Τα ταξίδια αυτά προορίζονται να σηματοδοτήσουν μια νέα ευρωπαϊκή επανεκκίνηση, ενισχύοντας τη γερμανική παρουσία και τη συνεργασία με βασικούς εταίρους.
Η δεύτερη ψηφοφορία στη Bundestag αποτελεί κρίσιμο σταθμό για την πολιτική σταθερότητα της Γερμανίας και την πορεία της Ευρώπης. Η έκβαση της θα καθορίσει όχι μόνο το πρόσωπο του νέου Καγκελαρίου, αλλά και τη δυναμική της γερμανικής πολιτικής σκηνής σε μια περίοδο γεωπολιτικών και οικονομικών προκλήσεων.
Η Γερμανία φαίνεται ότι δεν γυρίζει ακόμη σελίδα καθώς ο Φρίντριχ Μερτς απέτυχε να εκλεγεί Καγκελάριος στο γερμανικό κοινοβούλιο.
Η διαδικασία εκλογής ολοκληρώθηκε χωρίς αποτέλεσμα στο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο, με τα κόμματα του νέου κυβερνητικού συνασπισμού, τη Χριστιανική Ένωση (CDU/CSU) και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD), να φαίνεται πως συγκέντρωναν συντριπτική πλειοψηφία 628 εδρών στους 630 βουλευτές ωστόσο απροσδόκητα, φαίνεται πως κάποιοι εκ των βουλευτών δεν τον υποστήριξαν για την καγκελαρία, παρακάμπτοντας τη συμφωνία.
Η Μπούντεσταγκ έχει τώρα 14 ημέρες για να εκλέξει τον Μερτς ή άλλον υποψήφιο καγκελάριο με απόλυτη πλειοψηφία.
Εάν αυτό δεν επιτευχθεί, τότε διεξάγεται τελική ψηφοφορία. Αν και τότε δεν υπάρξει απόλυτη πλειοψηφία ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί είτε να διορίσει τον υποψήφιο με τις περισσότερες ψήφους, είτε να προκηρύξει νέες εκλογές.
Τα πιθανά πολιτικά σενάρια
Οι πολιτικές εξελίξεις στη Γερμανία είναι ρευστές και εξαρτώνται από τη στρατηγική που θα επιλέξουν τα κόμματα τις επόμενες δύο εβδομάδες. Αν ο Μερτς δεν πετύχει την απαιτούμενη πλειοψηφία, η πολιτική αβεβαιότητα μπορεί να δημιουργήσει πρόσθετες δυσκολίες για τη νέα κυβέρνηση.
Ας δούμε τα πιθανά σενάρια που μπορεί να προκύψουν στην περίπτωση που η Μπούντεσταγκ δεν καταφέρει να εκλέξει Καγκελάριο με την πρώτη ψηφοφορία ή αν προκύψει αδιέξοδο.
Νέα Κοινή Συνεργασία ή αναδιαπραγμάτευση
Αν η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU-CSU) και οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) δεν καταφέρουν να συμφωνήσουν στην εκλογή Μερτς, ίσως επιχειρήσουν να αναδιαρθρώσουν τη συνεργασία τους ή να προσπαθήσουν να βρουν άλλους συμμάχους.
Ενδέχεται να προστεθούν άλλα μικρότερα κόμματα, όπως οι Πράσινοι ή οι Φιλελεύθεροι (FDP), αν και αυτό θα απαιτούσε συμβιβασμούς και παραχωρήσεις που δεν είναι πάντα εύκολοι.
Αλλαγή υποψηφίου από την CDU-CSU
Αν ο Μερτς δεν εξασφαλίσει τη στήριξη της απαραίτητης πλειοψηφίας, μπορεί να προταθεί άλλος υποψήφιος από την ίδια παράταξη (CDU-CSU). Αυτό μπορεί να είναι στρατηγική για να βελτιωθεί η αποδοχή του υποψηφίου, αλλά ενδέχεται να δημιουργήσει εσωτερικές εντάσεις.
Η αλλαγή προσώπου στην κορυφή της CDU-CSU θα μπορούσε να δημιουργήσει νέα δυναμική, αλλά και να διευρύνει τις διαφωνίες σε σχέση με την πορεία του συνασπισμού.
Σχηματισμός ευρείας συμμαχίας
Σε περίπτωση που η CDU-CSU και οι Σοσιαλδημοκράτες δεν καταφέρουν να συνεργαστούν αποτελεσματικά, μια πιο ευρεία συμμαχία μπορεί να γίνει αναγκαία. Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους.
Όμως, μια τέτοια συμμαχία θα απαιτούσε δύσκολους συμβιβασμούς για θέματα πολιτικής ατζέντας (όπως η οικονομία, η ενέργεια, η κοινωνική πολιτική), πράγμα που θα μπορούσε να φέρει πολιτικές εντάσεις.
Πρόωρες εκλογές
Αν όλα τα παραπάνω αποτύχουν και δεν υπάρχει συναίνεση ή πλειοψηφία, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να προκηρύξει νέες εκλογές. Αυτό όμως θα ήταν μια ριψοκίνδυνη επιλογή, καθώς οι πολιτικές δυνάμεις ενδέχεται να αντιμετωπίσουν αβεβαιότητα και νέα αδιέξοδα.
Οι νέες εκλογές μπορεί να προκαλέσουν αναταράξεις και να μην προσφέρουν σαφή λύση, ενώ η αναστάτωση στους πολίτες μπορεί να προκαλέσει αρνητική αντίδραση.
Μειοψηφική κυβέρνηση
Αν κανένας από τους υποψηφίους για την καγκελαρία δεν έχει την απαιτούμενη πλειοψηφία, η κυβέρνηση μπορεί να λειτουργήσει ως μειοψηφική κυβέρνηση για κάποιο διάστημα. Αυτό θα σήμαινε ότι το εκλεγμένο κόμμα ή συνασπισμός θα πρέπει να προσπαθήσει να περάσει νομοθεσία μέσω διαρκών συμβιβασμών με άλλα κόμματα.
Αυτή η κατάσταση όμως ενδέχεται να είναι ασταθής, καθώς η έλλειψη ισχυρής πλειοψηφίας μπορεί να οδηγήσει σε δυσκολίες στην υλοποίηση πολιτικών.
Από την πολιτική έρημο στην κορυφή
Η εκλογή του Μερτς όταν αυτή επιτευχθεί θα σηματοδοτήσει την επιστροφή ενός πολιτικού που για χρόνια βρέθηκε εκτός κεντρικής σκηνής, έχοντας βιώσει προσωπικές και πολιτικές ήττες, κυρίως εξαιτίας της Άνγκελα Μέρκελ. Ο ίδιος, που χαρακτηρίστηκε ως «ατίθασο νιάτο» με δύσκολη εφηβεία και αναζητήσεις, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πολιτική το 2009, όταν η Μέρκελ εδραίωσε την κυριαρχία της στο CDU.
Η πορεία του προς την καγκελαρία ήταν μακρά και γεμάτη ανατροπές. Δύο αποτυχημένες προσπάθειες να αναλάβει την ηγεσία του CDU (2018, 2021) δεν τον πτόησαν. Τελικά, το 2022, κατάφερε να εκλεγεί πρόεδρος του κόμματος και, μετά τις πρόωρες εκλογές του φετινού Φεβρουαρίου, να οδηγήσει το CDU/CSU στην πρώτη θέση.
Μια προσωπικότητα με αντιφάσεις
Ο Μερτς γεννήθηκε στο Μπρίλον της Ζάουερλαντ, σε μια αυστηρά καθολική και συντηρητική περιοχή. Τα νεανικά του χρόνια ήταν ταραχώδη, με συγκρούσεις στην οικογένεια, μέτριες σχολικές επιδόσεις και μια σύντομη επαφή με την «αντίδραση» της εποχής του: μακριά μαλλιά, μηχανάκι, πειραματισμούς με το αλκοόλ και την κάνναβη. Τελικά, χάρη στη στήριξη της μητέρας του, κατάφερε να αποφοιτήσει και να σπουδάσει νομικά στη Βόννη.
Η προσωπική του ζωή χαρακτηρίζεται από σταθερότητα. Παντρεμένος με τη Σαρλότε, επίσης νομικό, έχει τρία παιδιά και επτά εγγόνια. Ωστόσο, οι βιογράφοι του επισημαίνουν τον βαθύ συντηρητισμό του και μια δυσκολία στις σχέσεις με δυναμικές γυναίκες, στοιχείο που φάνηκε και στη σχέση του με την Άνγκελα Μέρκελ.
Προκλήσεις και προσδοκίες
Η Γερμανία που παραλαμβάνει ο Μερτς είναι μια χώρα που αναζητά ανανέωση και σταθερότητα, μετά από 16 χρόνια διακυβέρνησης Μέρκελ και μια τετραετία Όλαφ Σολτς. Η οικονομία χρειάζεται νέα ώθηση, η δημόσια διοίκηση εκσυγχρονισμό, ενώ η κοινωνία καλείται να αντιμετωπίσει την άνοδο των ακραίων φωνών και να ανακτήσει το ηθικό της.
Ο Μερτς, χωρίς προηγούμενη κυβερνητική εμπειρία, καλείται να διαχειριστεί μια σειρά από κρίσιμα ζητήματα:
Την ενίσχυση της γερμανικής οικονομίας
Τον ψηφιακό μετασχηματισμό του κράτους
Την αντιμετώπιση της ακροδεξιάς
Την ανάκτηση της ηγετικής θέσης της Γερμανίας στην Ευρώπη
Οι πρώτες κινήσεις
Μετά την εκλογή του, ο Μερτς θα μεταβεί στο προεδρικό ανάκτορο Bellevue για να λάβει την εντολή διορισμού από τον πρόεδρο Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ και στη συνέχεια θα επιστρέψει στη Bundestag για να ορκιστεί. Η τελετή παράδοσης-παραλαβής με τον απερχόμενο καγκελάριο Όλαφ Σολτς θα πραγματοποιηθεί στις 16:00 (ώρα Ελλάδος) στην καγκελαρία.
Το στοίχημα της διακυβέρνησης
Ο Μερτς φαίνεται να εμπιστεύεται περισσότερο τους τεχνοκράτες και λιγότερο τους παραδοσιακούς πολιτικούς, στοιχείο που αντικατοπτρίζεται και στις επιλογές του για το υπουργικό συμβούλιο. Η πρόκληση για τον νέο καγκελάριο θα είναι να χτίσει συμμαχίες, να δημιουργήσει μια αποτελεσματική ομάδα και να αποδείξει ότι μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του ρόλου.
Η Γερμανία και η Ευρώπη παρακολουθούν με ενδιαφέρον τα πρώτα βήματα του Φρίντριχ Μερτς, του ανθρώπου που, μετά από χρόνια στην πολιτική έρημο, κρατά πλέον στα χέρια του το τιμόνι της τρίτης μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου.
Η εκλογή του Φρίντριχ Μερτς στη θέση του καγκελαρίου της Γερμανίας, που θα επικυρωθεί μεθαύριο, αποτελεί το επιστέγασμα μιας μακράς, γεμάτης ανατροπές πολιτικής διαδρομής.
Στα 69 του χρόνια, ο αρχηγός του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU) γίνεται ο δεύτερος γηραιότερος που αναλαμβάνει το αξίωμα (μετά τον Κόνραντ Αντενάουερ) και ο πρώτος με τόσο χαμηλό εκλογικό ποσοστό (25,5%). Η “μεγάλη επιστροφή” του είναι αδιαμφισβήτητη, αλλά το βουνό που έχει να ανέβει τα επόμενα χρόνια είναι εξίσου εντυπωσιακό.
Από την αφάνεια στην κορυφή
Η ιστορία του Μερτς είναι γεμάτη από φιλοδοξίες, όνειρα, αποτυχίες και απογοητεύσεις. Το 2017, όταν ο ίδιος είχε αποσυρθεί από την ενεργό πολιτική, το όνομά του ακουγόταν μεν σε κλειστά τραπέζια ως πιθανός διάδοχος της Άγγελα Μέρκελ, αλλά οι περισσότεροι τον θεωρούσαν ξεχασμένο. Είχε χάσει την εσωκομματική μάχη από τη Μέρκελ το 2009 και είχε στραφεί στον ιδιωτικό τομέα, όπου διακρίθηκε ως νομικός και λομπίστας, μέλος εποπτικών συμβουλίων κολοσσών όπως η HSBC, η Commerzbank, η BASF, η WEPA και η BlackRock.
Ο ίδιος, παρά την εντυπωσιακή περιουσία που απέκτησε (εκτιμάται στα 12 εκατομμύρια ευρώ), επέμενε να αυτοτοποθετείται στη μεσαία τάξη, υπογραμμίζοντας τα προσωπικά του επιτεύγματα και ότι δεν γεννήθηκε πλούσιος.
Η επιστροφή του Μερτς στο CDU
Το 2018, με την αποχώρηση της Μέρκελ από την ηγεσία του CDU, ο Μερτς διεκδίκησε την επιστροφή του, αλλά βρήκε μπροστά του το “τείχος” που είχε υψώσει η ισχυρή καγκελάριος. Η Άνεγκρετ Κραμπ-Καρενμπάουερ και αργότερα ο Άρμιν Λάσετ επικράτησαν στις εσωκομματικές μάχες, αφήνοντάς τον εκτός κεντρικής πολιτικής σκηνής.
Τελικά, τον Δεκέμβριο του 2021, 50 χρόνια μετά την ένταξή του στο CDU, ο Μερτς ανέλαβε την ηγεσία του κόμματος, σε μια περίοδο βαθιάς κρίσης και ιστορικής εκλογικής συντριβής. Ο δρόμος για την καγκελαρία έμοιαζε δύσβατος: δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής, ήθελε να αλλάξει τα πάντα, και ξεκίνησε με την απομάκρυνση του CDU από το κέντρο.
Το προφίλ του νέου καγκελαρίου
Ο Μερτς ενσαρκώνει το συντηρητικό, παραδοσιακό προφίλ του CDU: μεσήλικας, επιτυχημένος επαγγελματικά, φιλελεύθερος, οικογενειάρχης, πιστός καθολικός, με πατέρα και σύζυγο δικαστή και τρία παιδιά. Ωστόσο, η νεανική του πορεία δεν ήταν ανέφελη – είχε δυσκολίες στο σχολείο και χρειάστηκε να επαναλάβει τάξη.
Παρά την ικανότητά του ως ρήτορα, σπάνια καταφέρνει να κερδίσει τη συμπάθεια του ευρύτερου κοινού. Ακόμη και μετά τη νίκη του, παραμένει χαμηλά σε δημοτικότητα, επιβεβαιώνοντας όσους πιστεύουν ότι ψηφίστηκε ελλείψει καλύτερης εναλλακτικής. Στο πρόσφατο Πολιτικό Βαρόμετρο του ZDF, ήταν έκτος σε δημοφιλία, με τις αρνητικές γνώμες να υπερισχύουν.
Οι συνεργάτες του τον περιγράφουν ως “υπερβολικά τυπικό”, με συνέπεια και προσήλωση στο καθήκον, αλλά και με αυστηρότητα που θυμίζει μάνατζερ ιδιωτικής επιχείρησης – κάτι που ίσως προκαλέσει τριβές στη διακυβέρνηση.
Πολιτικές θέσεις και προκλήσεις
Η προεκλογική εκστρατεία του Μερτς επικεντρώθηκε στο μεταναστευτικό και την οικονομία, αφήνοντας στη σκιά παλαιότερες συντηρητικές του θέσεις (κατά των αμβλώσεων, κατά της ποινικοποίησης του βιασμού εντός γάμου κ.ά.). Δεν δίστασε να κάνει αμφιλεγόμενες δηλώσεις για το μεταναστευτικό, για τις οποίες αναγκάστηκε να ζητήσει συγγνώμη ή να ανασκευάσει.
Η στάση του απέναντι στο μεταναστευτικό είναι σαφώς πιο αυστηρή από αυτή της Μέρκελ ή του Σολτς, με έμφαση στις “απελάσεις τούρμπο” και τον περιορισμό των αιτούντων άσυλο. Η άνοδος της ακροδεξιάς AfD αποτελεί διαρκή απειλή, και ένα από τα μεγαλύτερα στοιχήματα της διακυβέρνησής του θα είναι αν θα καταφέρει να αποδυναμώσει την επιρροή της, ειδικά μετά την επίσημη ταξινόμησή της ως “εξακριβωμένα ακροδεξιάς οργάνωσης”.
Η οικονομία στο επίκεντρο
Η νέα κυβέρνηση θα κριθεί πάνω απ’ όλα από τις επιδόσεις της στην οικονομία. Η Γερμανία διανύει το τρίτο έτος ύφεσης, ενώ το παραδοσιακό οικονομικό της μοντέλο αμφισβητείται. Ο Μερτς εξελέγη κυρίως για την οικονομική του εμπειρία, όμως πριν καν αναλάβει, αθέτησε την υπόσχεσή του για διατήρηση του “φρένου χρέους”, συναινώντας σε δανεισμό σχεδόν ενός τρισεκατομμυρίου ευρώ – δικαιώνοντας έτσι τον απερχόμενο καγκελάριο Σολτς.
Στα κοινωνικά ζητήματα, η συνύπαρξη με το SPD προμηνύεται δύσκολη. Ο Μερτς τονίζει ότι “θα πρέπει να ανταμείβεται όποιος εργάζεται”, ενώ επαναλαμβάνει ότι οι Γερμανοί πρέπει να εργάζονται περισσότερο και περισσότερα χρόνια.
Διεθνείς σχέσεις και προκλήσεις
Πεισμένος ατλαντιστής, ο Μερτς αντιμετωπίζει ήδη δυσκολίες με την Ουάσιγκτον, αποφεύγοντας να τοποθετηθεί για τα τελωνειακά μέτρα των ΗΠΑ και τις σκληρές δηλώσεις του Αμερικανού ΥΠΕΞ. Ωστόσο, από τη θέση του καγκελαρίου, δεν θα μπορεί πλέον να αποφεύγει τέτοιες προκλήσεις. Οι Γερμανοί απαιτούν η χώρα τους να στέκει στιβαρή και κυρίαρχη, όπως αρμόζει στην τρίτη οικονομία του κόσμου.
Η επόμενη μέρα
Το περιοδικό Der Spiegel τον χαρακτηρίζει “συντηρητικό, αλλά όχι δογματικό”. Μπορεί να μην αγαπά το κέντρο, αλλά γνωρίζει ότι χωρίς αυτό δεν κερδίζονται εκλογές. Το υπερβολικά φιλικό προς τις επιχειρήσεις προφίλ του δεν χωνεύεται εύκολα από τη βάση του CDU, αν και του συγχωρούνται οι πολυτελείς συνήθειες, όπως τα δύο ιδιωτικά αεροσκάφη του.
Ο ίδιος υπόσχεται “καταπληκτική” συνεργασία με το SPD, “ολική επαναφορά” της Γερμανίας στον ηγετικό ρόλο της Ευρώπης και του κόσμου, και αναστήλωση του γαλλογερμανικού άξονα. Εμφανίζεται φανατικός υπέρμαχος της αμυντικής ενίσχυσης της χώρας του απέναντι στη ρωσική απειλή.
Σε αντίθεση με τον Όλαφ Σολτς, που πίστευε ότι αναλάμβανε μια χώρα σε τροχιά ανάκαμψης, ο Μερτς ξεκινά χωρίς αυταπάτες, σε μια ιστορικά δύσκολη συγκυρία για τη Γερμανία. Όπως σχολίασε πρόσφατα η Άγγελα Μέρκελ, “για αυτή τη δουλειά χρειάζεται μεγάλη ζέση για εξουσία”. Ο νέος καγκελάριος φαίνεται να τη διαθέτει σε αφθονία – μένει να αποδειχθεί αν θα καταφέρει να τη μετατρέψει σε αποτελεσματική διακυβέρνηση και να οδηγήσει τη Γερμανία σε μια νέα εποχή.
Η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Προστασίας του Συντάγματος της Γερμανίας (BfV) ανακοίνωσε επίσημα ότι το κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) χαρακτηρίζεται πλέον συνολικά ως «εξακριβωμένα ακροδεξιά» οργάνωση.
Η απόφαση αυτή βασίζεται σε τριετή ενδελεχή έρευνα και σε έκθεση 1.000 σελίδων, όπου τεκμηριώνονται παραβιάσεις θεμελιωδών συνταγματικών αρχών, όπως η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και το κράτος δικαίου. Η BfV επισημαίνει ότι το κόμμα προωθεί ξενοφοβικές θέσεις και αποκλείει ομάδες του πληθυσμού από την ισότιμη συμμετοχή στην κοινωνία, αντιβαίνοντας στη δημοκρατική τάξη της χώρας.
Από την «ύποπτη περίπτωση» στην επίσημη εξτρεμιστική κατηγοριοποίηση
Μέχρι πρόσφατα, η AfD ήταν κατηγοριοποιημένη ως «ύποπτη περίπτωση δεξιού εξτρεμισμού», ενώ τοπικές οργανώσεις της σε ανατολικές περιοχές είχαν ήδη χαρακτηριστεί ως «εξακριβωμένα δεξιές εξτρεμιστικές». Η νέα απόφαση επιτρέπει στις αρχές να προχωρούν σε ευρύτερη παρακολούθηση, να χρησιμοποιούν πληροφοριοδότες και να διεξάγουν οικονομικούς ελέγχους, μετά από σχετική έγκριση της Bundestag.
Συνέπειες και πολιτικές αντιδράσεις
Η απόφαση δεν συνεπάγεται αυτόματη απαγόρευση του κόμματος, αλλά αναμένεται να αναζωπυρώσει τη συζήτηση για το ενδεχόμενο απαγόρευσης της AfD. Για να τεθεί εκτός νόμου ένα κόμμα στη Γερμανία, απαιτείται αίτηση από τη Bundestag, το Bundesrat ή την ομοσπονδιακή κυβέρνηση προς το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο λαμβάνει την τελική απόφαση. Η διαδικασία αυτή θεωρείται δύσκολη και σπάνια.
Η AfD, που στις πρόσφατες εκλογές κατέλαβε τη δεύτερη θέση με ιστορικό αριθμό εδρών, αντέδρασε έντονα, χαρακτηρίζοντας την απόφαση «πολιτικά υποκινούμενη» και «προσπάθεια δυσφήμισης της ισχυρότερης αντιπολιτευόμενης παράταξης». Στελέχη της υποστήριξαν ότι πρόκειται για μια σκόπιμη προσπάθεια αποδυνάμωσης του κόμματος ενόψει της ανόδου του στις δημοσκοπήσεις.
Το ευρύτερο πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο
Η νέα κατηγοριοποίηση της AfD έρχεται σε μια περίοδο όπου η Γερμανία αντιμετωπίζει αυξημένη κοινωνική πόλωση και ενίσχυση ακροδεξιών τάσεων, με το κόμμα να εκμεταλλεύεται τη δυσαρέσκεια για τη μετανάστευση και την οικονομική αβεβαιότητα. Παράλληλα, η κυβέρνηση και τα υπόλοιπα κόμματα καλούνται να διαχειριστούν το φαινόμενο με σεβασμό στη δημοκρατική διαδικασία, αποφεύγοντας βιαστικές απαγορεύσεις που θα μπορούσαν να εντείνουν περαιτέρω τις πολιτικές εντάσεις.
Η εξέλιξη αυτή σηματοδοτεί μια νέα φάση για τη γερμανική πολιτική σκηνή, με τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου να δοκιμάζονται απέναντι στην άνοδο του εξτρεμισμού.
Η υπηρεσιακή ομοσπονδιακή κυβέρνηση εμποδίζει την παράδοση περίπου 40 μαχητικών αεροσκαφών Eurofighter στην Τουρκία, λόγω της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί μετά την σύλληψη του έκπτωτου πλέον δημάρχου Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου, σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας Handelsblatt, η οποία επικαλείται κυβερνητικές πηγές.
Η εφημερίδα αναφέρει μεταξύ άλλων ότι η κυβέρνηση του Ταγίπ Ερντογάν δέχεται σφοδρή κριτική από κύκλους της γερμανικής κυβέρνησης, η οποία μάλιστα κάνει λόγο για «επίθεση εναντίον της τουρκικής δημοκρατίας» και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να ανασταλεί και η πώληση εξοπλιστικών συστημάτων. Η Handelsblatt επισημαίνει μάλιστα ότι τα τελευταία χρόνια ο απερχόμενος καγκελάριος Όλαφ Σολτς «είχε προσωπικά προσπαθήσει να διαλύσει τις ανησυχίες για την εξαγωγή των Εurofighter» και ότι στις κατ’ ιδίαν συνομιλίες του με τον τούρκο πρόεδρο είχε σημειωθεί σημαντική πρόοδος. Πριν από λίγους μήνες μάλιστα ο κ. Σολτς, σε επίσκεψή του στην Κωνσταντινούπολη, είχε δηλώσει ότι «η Τουρκία, ως εταίρος του ΝΑΤΟ, είναι αυτονόητο ότι θα λάβει γερμανικά όπλα». Στη συνέχεια όμως ο αρχηγός του τουρκικού κράτους «ακύρωσε αυτές τις προσπάθειες με τις ενέργειές του κατά του Εκρέμ Ιμάμογλου», γράφει η γερμανική οικονομική εφημερίδα.
Η γερμανική απόφαση μπλοκάρει ευρύτερο τουρκικό σχέδιο για την αγορά 40 Eurofighter 1 και 2 από την Μεγάλη Βρετανία, προκειμένου να εκσυγχρονίσει την πολεμική αεροπορία της. Το Eurofighter Typhoon αποτελεί κοινό εγχείρημα της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Μεγάλης Βρετανίας και η πώλησή του απαιτεί την έγκριση όλων των συμμετεχόντων. Η άρνηση του Βερολίνου ισοδυναμεί επομένως με βέτο.
Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση αρνήθηκε να σχολιάσει το δημοσίευμα της Handelsblatt. «Κατά γενικό κανόνα, δεν σχολιάζουμε τις εσωτερικές κυβερνητικές συζητήσεις», περιορίστηκε να δηλώσει κυβερνητική εκπρόσωπος.
Στην προγραμματική τους συμφωνία ωστόσο, οι μελλοντικοί κυβερνητικοί εταίροι, η Χριστιανική Ένωση (CDU/CSU) και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD), αναφέρουν σχετικά: «Ευθυγραμμίζουμε τις εξαγωγές όπλων μας πιο στενά με τα συμφέροντά μας στην εξωτερική πολιτική, στην οικονομική πολιτική και στην πολιτική ασφαλείας. Θέλουμε μια πολιτική εξαγωγών όπλων με στρατηγικό προσανατολισμό, η οποία θα παρέχει αξιοπιστία στην γερμανική αμυντική βιομηχανία, στους διεθνείς εταίρους και στους πελάτες της. Στηρίζουμε τις εξαγωγές όπλων μέσω διακυβερνητικών συμφωνιών. Η έγκριση εξαγωγών εξοπλιστικών συστημάτων πρέπει να εξετάζεται πιο γρήγορα και με πιο συντονισμένο τρόπο». Το SPD πάντως δεν επιθυμεί την εξαγωγή των Eurofighter στην Τουρκία, εν αντιθέσει προς τα CDU/CSU, με τον κατά πάσα πιθανότητα επόμενο καγκελάριο Φρίντριχ Μερτς να σχεδιάζει να χρησιμοποιήσει το θέμα ως μοχλό πίεσης για την υπόθεση Ιμάμογλου.
Παρά την περιοριστική πολιτική της Γερμανίας για την εξαγωγή όπλων, η Τουρκία παραμένει ένας από τους μεγαλύτερους πελάτες της γερμανικής αμυντικής βιομηχανίας. Σύμφωνα με τα προκαταρκτικά στοιχεία, το 2024 η αξία των οπλικών συστημάτων που πωλήθηκαν από την Γερμανία στην Τουρκία έφθασε τα 231 εκατομμύρια ευρώ. Κατά το διάστημα μεταξύ 2020 και 2024, η Γερμανία ήταν ο τρίτος μεγαλύτερος προμηθευτής όπλων της Τουρκίας, μετά την Ισπανία και την Ιταλία.
Πρόκειται για μία δικαστική απόφαση-σταθμό, η οποία αναμένεται να δώσει νέα ώθηση στις επιστροφές προσφύγων από τη Γερμανία στην Ελλάδα ή τουλάχιστον να επαναφέρει πιο επιτακτικά το σχετικό αίτημα από γερμανικής πλευράς.
Το Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο της Γερμανίας με έδρα στη Λειψία (αντίστοιχο με το Συμβούλιο της Επικρατείας στην Ελλάδα) απεφάνθη ότι δύο πρόσφυγες που είχαν έρθει στη Γερμανία μέσω Ελλάδας μπορούν να απελαθούν από τις γερμανικές αρχές με βάση τον Κανονισμό του Δουβλίνου, ενώ δεν υφίσταται νομικό κώλυμα για την επιστροφή τους εξαιτίας των συνθηκών που επικρατούν στην Ελλάδα. Με άλλα λόγια, οι δικαστές απορρίπτουν το επιχείρημα ότι υφίσταται κίνδυνος εξευτελιστικής ή απάνθρωπης μεταχείρισης για τους πρόσφυγες που διαμένουν στην Ελλάδα.
Πιο συγκεκριμένα: Οι δύο άνδρες, ένας 32χρονος από τη Σομαλία και ένας 34χρονος από τη Λωρίδα της Γάζας με αδιευκρίνιστη μέχρι στιγμής υπηκοότητα, είχαν έρθει στην Ελλάδα μέσω Τουρκίας, το 2018 και το 2017 αντιστοίχως. Και οι δύο αναγνωρίστηκαν ως δικαιούχοι διεθνούς προστασίας, κατά συνέπεια έλαβαν άδεια παραμονής για την Ελλάδα. Στη συνέχεια όμως βρέθηκαν στη Γερμανία και κατέθεσαν εκ νέου αίτηση για χορήγηση ασύλου, την οποία απέρριψε η αρμόδια Αρχή, δηλαδή η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Μετανάστευσης και Προσφύγων (BAMF), αποφασίζοντας παράλληλα ότι οι δύο άνδρες θα πρέπει να απελαθούν στην Ελλάδα.
Το «Δουβλίνο» και οι εξαιρέσεις του
Προφανώς η αρμόδια Αρχή τήρησε κατά γράμμα τον Κανονισμό του Δουβλίνου, ο οποίος μπορεί να προκαλεί έντονες πολιτικές αντιδράσεις τα τελευταία χρόνια αλλά θεωρείται ακόμη εν ισχύ από νομικής άποψης. Το «Δουβλίνο» προβλέπει ότι αποκλειστικά αρμόδια για τη χορήγηση ασύλου ή τουλάχιστον για την επεξεργασία της σχετικής αίτησης είναι η πρώτη χώρα εισόδου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στην προκειμένη περίπτωση- όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις για εύλογους γεωγραφικούς λόγους- «πρώτη χώρα εισόδου» ήταν η Ελλάδα.
Θέλοντας όμως να αποφύγουν την επικείμενη απέλασή τους, οι δύο άνδρες προσέφυγαν στη γερμανική δικαιοσύνη, υποστηρίζοντας ότι υφίσταται κίνδυνος παραβίασης θεμελιωδών δικαιωμάτων τους εξαιτίας των συνθηκών διαβίωσης στην Ελλάδα. Η αλήθεια είναι ότι στο παρελθόν πολλά γερμανικά δικαστήρια είχαν δικαιώσει πρόσφυγες σε παρόμοιες περιπτώσεις, κάνοντας δεκτό το επιχείρημα ότι στην Ελλάδα επικρατούν απάνθρωπες συνθήκες, εντός ή και εκτός των προσφυγικών καταυλισμών. Ενδεικτικά αναφέρεται η απόφαση του Ανωτέρου Διοικητικού Δικαστηρίου στο ομόσπονδο κρατίδιο του Ζάαρ τον Νοέμβριο του 2022, το οποίο είχε δικαιώσει πέντε πρόσφυγες από τη Συρία, εκτιμώντας ότι στην Ελλάδα «υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να μην μπορούν να ικανοποιήσουν τις πλέον στοιχειώδεις ανάγκες τους».
Advertisement
Αλλάζει η νομολογία στη Γερμανία;
Φαίνεται όμως ότι τα πράγματα αλλάζουν. Στη σημερινή ετυμηγορία του το Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπάρχει «αξιόλογη πιθανότητα» να βρεθούν οι δύο άνδρες μετά την απέλασή τους σε μία «ακραία κατάσταση έκτακτης ανάγκης», η οποία δεν θα τους επιτρέπει να ικανοποιήσουν στοιχειώδεις ανάγκες που αφορούν τη διαμονή, τη διατροφή και τις συνθήκες υγιεινής και αυτό ισχύει ακόμη και αν συνυπολογιστούν τα «γραφειοκρατικά εμπόδια» στην Ελλάδα και η ελλιπής πρόσβαση σε κρατικά επιδόματα. Την ίδια άποψη είχε εκφράσει στον προηγούμενο βαθμό δικαιοδοσίας το Ανώτερο Διοικητικό Δικαστήριο της Έσσης.
Ανθρωπιστικές οργανώσεις στη Γερμανία, όπως η Pro Asyl, επισημαίνουν ότι έχουν «εντελώς διαφορετική εικόνα» για τις συνθήκες που επικρατούν στην Ελλάδα. Πάντως, η ετυμηγορία του ανωτάτου γερμανικού διοικητικού δικαστηρίου αναμένεται να αναζωπυρώσει τη συζήτηση για την αποκαλούμενη «δευτερογενή μετανάστευση», η οποία και στο παρελθόν έχει προκαλέσει τριβές μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας.
Σφοδρή ήταν η αντίδραση της Ρωσίας κατά του πιθανότατα επόμενου καγκελάριου της Γερμανίας, Φρίντριχ Μερτς για δηλώσεις του σε συνέντευξη που παραχώρησε χθες, λέγοντας μεταξύ άλλων ότι η καταστροφή της ρωσικής γέφυρας στην προσαρτημένη ουκρανική χερσόνησο της Κριμαίας θα μπορούσε να βοηθήσει την ουκρανική πολεμική προσπάθεια κατά της Ρωσίας.
Σε συνέντευξη που παραχώρησε χθες Κυριακή στο πρώτο κανάλι της γερμανικής δημόσιας τηλεόρασης ARD, ο Μερτς ο οποίος αναμένεται να εκλεγεί καγκελάριος από την Bundestag στις 6 Μαΐου, δήλωσε ότι ο ουκρανικός στρατός έπρεπε να βγει από την άμυνα, τονίζοντας ότι σε περίπτωση περαιτέρω ρωσικών επιθέσεων, η Ουκρανία πρέπει να είναι σε θέση να διασφαλίσει ότι «για παράδειγμα, η πιο σημαντική χερσαία σύνδεση μεταξύ Ρωσίας και Κριμαίας θα καταστραφεί».
«Ξανασκέψου το, Ναζί!» τόνισε σε ανάρτησή του ο πρώην πρόεδρος της Ρωσίας Ντμίτρι Μεντβέντεφ, νυν αντιπρόεδρος του Ρωσικού Συμβουλίου Ασφαλείας.
«Τον Φριτς Μερτς τον κατατρέχει η ανάμνηση του πατέρα του, ο οποίος υπηρετούσε στη Βέρμαχτ του Χίτλερ», έγραψε ο Μεντβέντεφ, χρησιμοποιώντας το απαξιωτικό “Φριτς” αντί για το “Φρίντριχ” που είναι και το μικρό όνομα του Μερτς.
Γνωστός για τις τακτικές υβριστικές επιθέσεις του και τα σκληροπυρηνικά του σχόλια, ο Μεντβέντεφ κατηγόρησε τον συντηρητικό Γερμανό πολιτικό ότι επιδιώκει να κλιμακώσει τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Το Κίεβο έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι θέλει να βομβαρδίσει τη γέφυρα, μια κίνηση για την οποία έχει προειδοποιήσει ενάντια η Μόσχα.
Ο αρχηγός του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU) προκάλεσε επίσης τις έντονες αντιδράσεις της Μόσχας με την πρότασή του στη χθεσινή του συνέντευξη υπέρ της παράδοσης του πυραυλικού συστήματος Taurus στις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις.
«Αυτό θα οδηγήσει μόνο σε κλιμάκωση του πολέμου», τόνισε σήμερα ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ, υποστηρίζοντας ότι άλλες ευρωπαϊκές χώρες ακολούθησαν παρόμοια προσέγγιση, «η οποία προκάλεσε την αποτυχία των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων και συνέβαλε στην παράταση του πολέμου». Ο Πεσκόφ ανέφερε ακόμη ότι οι δηλώσεις του Μερτς κατέστησαν σαφές ότι ως καγκελάριος θα λάβει μια «σκληρότερη στάση, η οποία αναπόφευκτα θα οδηγήσει μόνο σε περαιτέρω κλιμάκωση της κατάστασης γύρω από την Ουκρανία».
Αρχές Μαΐου ο Μερτς θα εκπληρώσει το μεγαλύτερο προσωπικό του όνειρο. Αυτό που του στέρησε η Μέρκελ: να ορκιστεί καγκελάριος. Τα δεδομένα δεν προμηνύουν ευοίωνο μέλλον
Σπάνια μετεκλογικά το κλίμα σε ένα κόμμα που έχει νικήσει τις εκλογές είναι τόσο συγκρατημένο, αν όχι βαρύ. Αυτό φάνηκε ήδη από την εκλογική βραδιά, στο Konrad Adenauer Haus, την έδρα των Χριστιανοδημοκρατών, όπου το κλίμα κάθε άλλο παρά εορταστικό ήταν. Οι Χριστιανοδημοκράτες κέρδισαν μεν, όμως χωρίς να πιάσουν ποσοστό γύρω στο 30%, το οποίο είχαν θέσει ως στόχο. Έλαβαν 28,5%.
Ήξεραν ότι δεν είχαν μπροστά τους εύκολες επιλογές: υποσχέσεις που γνώριζαν εκ των πραγμάτων ότι δεν θα μπορέσουν να υλοποιηθούν, όπως η προσήλωση στην δημοσιονομική πειθαρχία στο πρότυπο του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε (πολιτικού μέντορα του Φρίντριχ Μερτς). Το «χρεόφρενο» τελείωσε πριν καν συγκροτηθεί η νέα κυβέρνηση, με πρωτοφανείς για γερμανικά δεδομένα κοινοβουλευτικές διαδικασίες.
Ήξεραν επίσης ότι θα πρέπει να συνεργαστούν με εταίρους, όπως οι Σοσιαλδημοκράτες, τους οποίους είχαν προηγουμένως επικρίνει σφοδρά, με θεμελιώδεις διαφωνίες σε θέματα αρχών και επιλογών. Ήξεραν επίσης ότι θα βρεθούν ενώπιον μιας νέας, απρόβλεπτης, ταραχώδους διεθνούς κατάστασης: τον κόσμο του Ντόναλντ Τραμπ. Ήξεραν ακόμη ότι απέναντί τους στη γερμανική βουλή θα έχουν μια ισχυρή ακροδεξιά αντιπολίτευση, την Εναλλακτική για τη Γερμανία, που έλαβε στις εκλογές του Φεβρουαρίου, το καλύτερο ποσοστό που είχε λάβει ποτέ: 20,8%.
Δεν είχαν υπολογίσει όμως ότι τόσο γρήγορα, λίγες εβδομάδες μόνο μετά τις εκλογές, οι δημοσκοπήσεις θα έδιναν «ισοπαλία»: 24% Χριστιανική Ένωση (CDU/CSU), 24% Εναλλακτική για τη Γερμανία.
Την περασμένη Τετάρτη, Χριστιανική Ένωση και Σοσιαλδημοκράτες, ανακοίνωσαν ότι συμφώνησαν για σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού. Θα ακολουθήσουν εσωκομματικές διεργασίες και αρχές Μαΐου θα ορκιστεί ο Φρίντριχ Μερτς νέος καγκελάριος, εκπληρώνοντας έτσι το σημαντικότερο προσωπικό του όνειρο: αυτό που κάποτε του είχε στερήσει η Άγκελα Μέρκελ.
Η συμφωνία για σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού που παρουσίασε η Χριστιανική Ένωση με τους Σοσιαλδημοκράτες έχει τρεις βασικούς στόχους. Πρώτον, να δοθεί ώθηση στην ανάκαμψη της Γερμανίας, στην οικονομία, τις υποδομές, την ψηφιοποίηση ώστε η χώρα να ξαναγίνει ελκυστική σε επενδύσεις και ανταγωνιστική απέναντι στην Κίνα. Δεύτερον, να καταστεί η Γερμανία ετοιμόπολεμη, απέναντι στην ρωσική απειλή, η οποία για το Βερολίνο είναι υπαρξιακής φύσης.
Μέσα σε όλα αυτά προστίθεται η πρόκληση της διαχείρισης του μεταναστευτικού. Η πορεία που έχει επιλέξει η Χριστιανική Ένωση έχει προδιαγραφεί από την ατζέντα της Ακροδεξιάς: κλειστά σύνορα, απελάσεις, μια Γερμανία που δεν θα καλωσορίζει τους ξένους, αλλά θα τους δέχεται υπό αυστηρότατες προϋποθέσεις.
Η μέρα που η AfD έρθει πρώτη στις δημοσκοπήσεις
Για όλους τους παραπάνω λόγους απέτυχε η προηγούμενη τρικομματική κυβέρνηση υπό τον Σοσιαλδημοκράτη Όλαφ Σολτς. Για όλους τους παραπάνω λόγους η Εναλλακτική για τη Γερμανία, που προτάσσει την επιστροφή στην πυρηνική ενέργεια ως κλειδί για την ανάκαμψη, που διατείνεται ότι έχει στενές επαφές με Μόσχα, Πεκίνο και τον σκληρό πυρήνα της διακυβέρνησης Τραμπ και η οποία στο πεδίο του μεταναστευτικού διαφημίζει ότι έχει τις «αυθεντικές» λύσεις, προετοιμάζει ήδη «κυβερνητικό πρόγραμμα» για τις επόμενες ομοσπονδιακές εκλογές.
Ο Μερτς κατάφερε μετά από πολλές δεκαετίες να εκπληρώσει τον μοναδικό πολιτικό του στόχο: να ορκιστεί καγκελάριος. Το μεγάλο στοίχημα είναι να μην γίνει ο «μοιραίος καγκελάριος» της σύγχρονης Γερμανίας. Η Ακροδεξιά δεν είναι πια απειλή είναι αξιωματική αντιπολίτευση με διευρυμένες δικαιοδοσίες στη γερμανική βουλή και δεν αποκλείεται να έρθει η μέρα που θα βγει πρώτη σε κάποια δημοσκόπηση. Το στοίχημα τότε θα έχει ήδη χαθεί για τον Φρίντριχ Μερτς.
Ως «πολύ ισχυρό και σαφές μήνυμα» προς τους πολίτες της Γερμανίας και προς τους εταίρους της χώρας περιέγραψε ο αρχηγός του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU) και κατά πάσα πιθανότητα μελλοντικός καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς την συμφωνία της Χριστιανικής Ένωσης (CDU/CSU) με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) για τον σχηματισμό της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. «Η Γερμανία αποκτά μια κυβέρνηση έτοιμη για δράση», δήλωσε πριν από λίγο ο κ. Μερτς.
Αυτό που διακυβεύεται είναι το μέλλον της χώρας, το μέλλον των πολιτών της και το μέλλον της Ευρώπης», δήλωσε ο Φρίντριχ Μερτς και τόνισε ότι αυτό, σε συνδυασμό με τις διεθνείς συνθήκες, αποτέλεσε επιπλέον πίεση προκειμένου να ληφθούν οι καλύτερες δυνατές αποφάσεις και οι πλέον αξιόπιστες.
Στην μελλοντική κυβέρνηση, από πολιτικούς του CDU θα στελεχωθούν τα υπουργεία Οικονομίας και Ενέργειας, Εξωτερικών, Παιδείας και Οικογένειας, Υγείας, Συγκοινωνιών, Ψηφιακής Μετάβασης-Εκσυγχρονισμού του Κράτους, από την Χριστιανοκοινωνική Ένωση (CSU) τα υπουργεία Εσωτερικών, Έρευνας, Τεχνολογίας και Διαστήματος, ενώ το SPD θα αναλάβει τα υπουργεία Οικονομικών, Δικαιοσύνης, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, ‘Αμυνας, Περιβάλλοντος, Προστασίας Κλίματος και Περιβάλλοντος, Αναπτυξιακής Συνεργασίας και Δόμησης.
Ανάμικτες είναι οι αντιδράσεις στην προγραμματική συμφωνία που ανακοίνωσαν νωρίτερα σήμερα η Χριστιανική Ένωση (CDU/CSU) και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD), μόλις 45 ημέρες μετά τη διεξαγωγή των πρόωρων εκλογών.
Η αρχηγός των Πρασίνων Φραντσίσκα Μπράτνερ έκανε λόγο για «μεγάλη απογοήτευση», τονίζοντας ότι το κυβερνητικό πρόγραμμα που ανακοινώθηκε είναι «ηρεμιστικό χάπι, την στιγμή που η Ευρώπη χρειάζεται τονωτική ένεση». Είναι θλιβερό να βλέπει κανείς ότι ο αρχηγός του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU) Φρίντριχ Μερτς δεν έχει τίποτα από τον Κόνραντ Αντενάουερ και καθόλου θάρρος, πρόσθεσε η κυρία Μπράντνερ, η οποία μίλησε ακόμη για έλλειψη πολιτικής για τους νέους, αλλά και για απουσία πρόβλεψης χρηματοδότησης για κάθε απόφαση.
Ως «κείμενο συνθηκολόγησης» του Φρίντριχ Μερτς περιέγραψε το κυβερνητικό πρόγραμμα η αρχηγός της Εναλλακτικής για την Γερμανία (AfD) Αλίς Βάιντελ, υποστηρίζοντας ότι ο αρχηγός του CDU «παραδόθηκε στο SPD» και «δεν τήρησε καμία προεκλογική του υπόσχεση», ενώ η συμφωνία δεν αντιμετωπίζει τις σημαντικές προκλήσεις της χώρας.
Από την Αριστερά, η αρχηγός Ινές Σβέρντνερ χαρακτήρισε την προγραμματική συμφωνία αποτέλεσμα «άγνοιας και απελπισίας, χωρίς φαντασία ή κοινωνική πυξίδα» και εκτίμησε ότι αυτή η πολιτική θα ανοίξει τον δρόμο για την ακροδεξιά.
Η αρχηγός της Συμμαχίας Ζάρα Βάγκενκνεχτ (BSW) προέβλεψε «ύφεση Μερτς» («Merzession») και σχολίασε ότι η συμφωνία των κομμάτων δεν δίνει απαντήσεις στην οικονομική κρίση.
Από την πλευρά της οικονομίας, η Ένωση Γερμανικών Οικοδομικών Επιχειρήσεων εξέφρασε την ικανοποίησή της για την ίδρυση υπουργείων Συγκοινωνιών και Δόμησης, εκτιμώντας ότι η ισχυροποίηση των δύο τομέων σε πολιτικό επίπεδο θα ωφελήσει τον κλάδο. Η Ένωση Οικογενειακών Επιχειρήσεων από την πλευρά της αναφέρει σε ανακοίνωσή της ότι οι αποφάσεις παραπέμπουν σε μοντέλο «συνέχεια ως έχει» και εκτιμά ότι δεν υλοποιείται η προαναγγελθείσα «οικονομική καμπή». Η Ένωση Νεοφυών Επιχειρήσεων επαινεί τους μελλοντικούς οικονομικούς εταίρους θεωρώντας ότι «δίνουν ώθηση» στις νέες εταιρίες με τις αποφάσεις τους, ενώ ο επικεφαλής της Ένωσης Επιχειρήσεων Πληροφορικής Bitkom, Ραλφ Βίντερκρεστ, στάθηκε στην ίδρυση υπουργείου για την Ψηφιακή Μετάβαση και τον Εκσυγχρονισμό του Κράτους, μιλώντας για «ορόσημο» και «μήνυμα αλλαγής» από τη νέα κυβέρνηση. Η Κεντρική Ένωση Γερμανικών Βιοτεχνιών βλέπει την συμφωνία ως «αποτελεσματικό φάρμακο, αλλά πικρό χάπι». «Πολλά πράγματα θα μπορούσαν να βελτιωθούν, αλλά το εάν αυτό τελικά θα οδηγήσει σε πραγματική οικονομική ανάκαμψη, μένει να φανεί», δήλωσε ο πρόεδρος της Ένωσης Γιεργκ Ντίτριχ.
Η επικεφαλής των «σοφών» της γερμανικής οικονομίας Μόνικα Σνίτσερ χαιρέτισε την ταχεία επίτευξη συμφωνίας, χαρακτηρίζοντάς την «σωστή και σημαντική ενόψει των παγκόσμιων οικονομικών εξελίξεων». Η κυρία Σνίτσερ επαίνεσε τις πρωτοβουλίες για μείωση της γραφειοκρατίας και μεγαλύτερη ευελιξία της αγοράς εργασίας, σημείωσε ωστόσο ότι λείπει «η επειγόντως αναγκαία συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση προκειμένου να διατηρηθεί το σύστημα οικονομικά βιώσιμο». Στο ίδιο πνεύμα, ο επικεφαλής οικονομολόγος της Deutsche Bank για την Γερμανία Ρόμπιν Βίνκλερ επαίνεσε επίσης την ταχύτητα επίτευξης συμφωνίας, σχολίασε όμως ότι λείπουν βασικές μεταρρυθμίσεις, μεταξύ των οποίων και στο συνταξιοδοτικό. «Οι συμφωνημένες επενδύσεις στις υποδομές πρέπει να υλοποιηθούν όσο το δυνατόν γρηγορότερα προκειμένου να μετριαστεί το επικείμενο εμπορικό σοκ και να αποτραπεί η τρίτη συνεχόμενη χρονιά ύφεσης», ανέφερε ακόμη ο κ. Βίνκλερ.
«Ως το μεσημέρι» εκτιμάται ότι η Χριστιανική Ένωση (CDU/CSU) και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) θα έχουν καταλήξει σε συμφωνία για τον σχηματισμό κυβερνητικού συνασπισμού, μετέδωσε το πρώτο κανάλι ης γερμανικής δημόσιας τηλεόρασης ARD.
Χθες το βράδυ υπήρχαν διαρροές σχετικά με επιτυχή κατάληξη των διαπραγματεύσεων. Σύμφωνα ωστόσο με το ARD, οι διαπραγματευτές αποχώρησαν τις πρώτες πρωινές ώρες χωρίς οριστική συμφωνία.
Οι συνομιλίες έχει προγραμματιστεί να συνεχιστούν στις 10:30 (ώρα Ελλάδος), ενώ οι ανακοινώσεις αναμένονται εντός της ημέρας.
Κύκλοι της Ένωσης, μεταδίδει το ARD, ανέφεραν ακόμη ότι ο αρχηγός του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU) και πιθανότατα επόμενος καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς ήθελε σήμερα να ενημερώσει την ηγετική ομάδα του κόμματός του για τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων με το SPD.
Ο κ. Μερτς δέχεται το τελευταίο διάστημα έντονη κριτική στο εσωτερικό του CDU για «υπερβολικές παραχωρήσεις» προς τους μελλοντικούς κυβερνητικούς εταίρους του, καθώς και πίεση για γρήγορα αποτελέσματα λόγω των συνθηκών που διαμορφώνονται μετά την επιβολή νέων δασμών από τις ΗΠΑ, οι οποίες καθιστούν επιτακτική ανάγκη τον ταχύτερο σχηματισμό κυβέρνησης.
Άγνωστο μέχρι στιγμής παραμένει εάν οι εταίροι θα είναι από σήμερα έτοιμοι να παρουσιάσουν, εκτός από την προγραμματική τους συμφωνία, τις αποφάσεις τους σχετικά με τα πρόσωπα που θα στελεχώσουν τις κυβερνητικές θέσεις.
Επιπλέον, το SPD θα πρέπει κατόπιν να ζητήσει την έγκριση των μελών του μέσω ηλεκτρονικής ψηφοφορίας. Λόγω και των διακοπών του Πάσχα, ως πιθανότερη ημερομηνία εκλογής του Φρίντριχ Μερτς συζητείτο το τελευταίο διάστημα η 6η Μαΐου, μετέδωσε το δίκτυο n-tv.
Διχασμένη η ηγεσία της ΑfD για την επιβολή των νέων τελωνειακών δασμών των ΗΠΑ
Διχασμένη εμφανίστηκε η ηγεσία της Εναλλακτικής για την Γερμανία (AfD) σχετικά με την απόφαση του προέδρου των ΗΠΑ για την επιβολή επιπλέον δασμών στα εισαγόμενα προϊόντα.
Η Αλίς Βάιντελ δήλωσε ότι οι δασμοί «αποτελούν θεμελιωδώς δηλητήριο για το ελεύθερο εμπόριο», αποφεύγοντας ωστόσο να αναφερθεί ονομαστικά στον Ντόναλντ Τραμπ, στον οποίο έχει κατ’ επανάληψη εκφράσει την υποστήριξη και τον θαυμασμό της.
«Το θέμα δεν είναι εάν οι δασμοί είναι δικαιολογημένοι ή κατανοητοί, αλλά η αποτροπή της επιβολής τους, όπου είναι εφικτό», έκρινε η κυρία Βάιντελ και τόνισε την ανάγκη η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι άλλες χώρες να αποδείξουν στο πλαίσιο διαπραγματεύσεων με τις ΗΠΑ ότι θα ήταν καλύτερο και για τις δύο πλευρές να συναφθεί συμφωνία.
Ο συμπρόεδρός της Τίνο Χρουπάλα εξέφρασε αντιθέτως την «κατανόησή» του για την δασμολογική πολιτική των ΗΠΑ, «παρότι η ΑfD», όπως διευκρίνισε, «είναι επί της αρχής υπέρ του ελεύθερου εμπορίου».
«Κάποιες φορές όμως πρέπει να περιορίσεις το ελεύθερο εμπόριο για να προστατεύσεις την οικονομία σου και ο πρόεδρος Τραμπ θέλει να αναγκάσει άλλα κράτη να διαπραγματευτούν ώστε να βελτιώσει το εμπορικό ισοζύγιο των ΗΠΑ και να τονώσει την βιομηχανία και αυτό είναι κατανοητό», δήλωσε ο κ. Χρουπάλα στην Bild.
Η ηγεσία της AfD έχει το τελευταίο διάστημα επιδιώξει ευθέως πιο στενή προσέγγιση με την κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ, τον οποίο η κυρία Βάιντελ έχει περιγράψει ως «πρότυπο» για την αφοσίωση ενός ηγέτη στα εθνικά συμφέροντα. Η Αλίς Βάιντελ είχε εξάλλου προσκληθεί στην Ουάσιγκτον για την ορκωμοσία του νέου προέδρου, ενώ προεκλογικά ήταν ανοιχτή η υποστήριξη που της εξέφρασε στενός συνεργάτης του, ο δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας Ίλον Μασκ.
Την ώρα που η Χριστιανική Ένωση (CDU/CSU) συνεχίζει τις διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης «μεγάλου συνασπισμού» με τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD) στη Γερμανία, δημοσκόπηση που δημοσίευσε χθες Σάββατο ταμπλόιντ εφημερίδα φέρει την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) ισόπαλη για πρώτη φορά με την παράταξη της κεντροδεξιάς που επικράτησε στις βουλευτικές εκλογές πριν από σχεδόν έξι εβδομάδες.
Οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU) και το αδελφό κόμμα των Χριστιανοκοινωνιστών (CSU) της Βαυαρίας συγκεντρώνουν μαζί 24% των προθέσεων ψήφου (–2% σε σύγκριση με προηγούμενη έρευνα), ενώ το AfD συγκεντρώνει επίσης 24% (+1%), τουλάχιστον σύμφωνα με τη δημοσκόπηση αυτή, που διενεργήθηκε από το ινστιτούτο INSA για λογαριασμό της Bild και δημοσιεύθηκε χθες.
Η κεντροδεξιά παράταξη CDU/CSU κέρδισε τις εκλογές της 23ης Φεβρουαρίου εξασφαλίζοντας 28,5% των ψήφων, ωστόσο οι δημοσκοπήσεις το τελευταίο διάστημα υποδεικνύουν πως υφίσταται φθορά προτού καν αναλάβει την εξουσία. Για πρώτη φορά στη μεταπολεμική γερμανική ιστορία, η ακροδεξιά αναδείχτηκε δεύτερη κοινοβουλευτική δύναμη στις εκλογές αυτές, εξασφαλίζοντας το 20,8% των ψήφων.
Το κεντροαριστερό SPD, που είδε το ποσοστό του να κατακρημνίζεται στο 16,4% στις εκλογές του Φεβρουαρίου (–9,3%), χονδρικά παραμένει στο επίπεδο αυτό, υποδεικνύει η δημοσκόπηση, προσελκύει το 16% των προθέσεων ψήφου. Οι Πράσινοι (–1%) είναι ισόπαλοι (11%) με το κόμμα Η Αριστερά (+1%), κατά τα ευρήματα.
Αν γίνονταν σήμερα νέες εκλογές, ούτε οι Ελεύθεροι Δημοκράτες (FDP) ούτε η Συμμαχία Ζάρα Βάγκενκνεχτ (BSW) θα εξασφάλιζαν πάνω από το 5% που απαιτείται για την είσοδό τους στην Μπούντεσταγκ, όπως άλλωστε συνέβη και στις εκλογές, καθώς δεν εξασφαλίζουν παρά το 4% των προθέσεων ψήφου.
Η δημοσκόπηση αυτή σε δείγμα 1.206 γερμανών ψηφοφόρων διενεργήθηκε από την 31η Μαρτίου ως την 4η Απριλίου και το περιθώριο στατιστικού σφάλματος είναι ±2,9%.
Πτώση καταγράφουν τα ποσοστά της Χριστιανικής Ένωσης (CDU/CSU), πιθανότατα λόγω της αλλαγής στάσης στην πολιτική χρέους και ενίσχυση της ακροδεξιάς δείχνει νέα δημοσκόπηση, στην οποία αναδεικνύονται μεταξύ άλλων η ανησυχία των πολιτών για τις επιπτώσεις στην γερμανική οικονομία από τους νέους δασμούς των ΗΠΑ, αλλά και η σαφής τοποθέτησή τους υπέρ του σχηματισμού κυβέρνησης συνασπισμού CDU/CSU και Σοσιαλδημοκρατών (SPD).
Στη νέα έρευνα Deutschlandtrend του Ινστιτούτου infratest dimap για λογαριασμό του πρώτου καναλιού της γερμανικής δημόσιας τηλεόρασης ARD, CDU/CSU διατηρούν το προβάδισμά τους, χάνουν ωστόσο 3 μονάδες και περιορίζονται στο 26%, με δεύτερη την Εναλλακτική για την Γερμανία (AfD), η οποία αυξάνει κατά επίσης 3 μονάδες τα ποσοστά της και φθάνει στο 24%. Το SPD παραμένει στο 16% και οι Πράσινοι ακολουθούν με 11% (-1). Η Αριστερά συνεχίζει την ανοδική της πορεία και βρίσκεται στο 10% (+1), ενώ στο 4% βρίσκονται η Συμμαχία Ζάρα Βάγκενκνεχτ (BSW) (-1) και οι Φιλελεύθεροι (FDP) (+1).
Ως πιθανότερη εξήγηση για την φθορά που υφίσταται η Χριστιανική Ένωση πριν καν σχηματιστεί κυβέρνηση, το ARD αναφέρει την μετεκλογική αλλαγή στάσης σχετικά με το φρένο χρέους και τον κρατικό δανεισμό, με την επίκληση της νέας πολιτικής κατάστασης μετά την επεισοδιακή συνάντηση του αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ με τον πρόεδρο της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι στον Λευκό Οίκο τον περασμένο Φεβρουάριο. Μαζί με το SPD και τους Πράσινους, η προηγούμενη Bundestag αποφάσισε την άρση του φρένου χρέους, προκειμένου η Γερμανία να δανειστεί έως και 500 δισεκατομμύρια για τον εκσυγχρονισμό των υποδομών της και περίπου άλλα τόσα για τον εξοπλισμό των ενόπλων δυνάμεών της. Σύμφωνα ωστόσο με το Deutschlandtrend, μόνο το 27% των ερωτηθέντων θεωρεί πειστική την αιτιολόγηση, με το 68% να έχει αντίθετη άποψη. Ακόμη και μεταξύ των ψηφοφόρων της Ένωσης, ένας στους τρεις απορρίπτει την αιτιολόγηση της απόφασης.
Ο αρχηγός του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU) και κατά πάσα πιθανότητα επόμενος καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς χρεώνεται όπως φαίνεται προσωπικά την δυσαρέσκεια, με το ποσοστό δημοτικότητάς του να πέφτει από το 35% στο 25%. Κερδισμένος, αντιθέτως, εμφανίζεται ο αρχηγός του SPD Λαρς Κλινγκμπάιλ, ο οποίος βρίσκεται στο 35% (+7). Στην κορυφή της κατάταξης παραμένει ο υπουργός ‘Αμυνας Μπόρις Πιστόριους (SPD), με 60% (-2).
Το 82% των ερωτηθέντων περιμένει από CDU/CSU και SPD να βρουν τρόπους συμβιβασμού και να σχηματίσουν κυβέρνηση συνεργασίας, ενώ στο ερώτημα σχετικά με τις μεγαλύτερες ανησυχίες των πολιτών, στην κορυφή με 73% βρίσκεται το ενδεχόμενο τα κόμματα να μην καταφέρουν να βρουν κοινές λύσεις στα προβλήματα, ακολουθεί με 70% ο κίνδυνος επιπτώσεων στην γερμανική οικονομία μετά την επιβολή νέων δασμών από τις ΗΠΑ και με 60% ο φόβος ότι η Ρωσία μπορεί να επιτεθεί και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Την παρακράτηση κονδυλίων και την αναστολή του δικαιώματος ψήφου για κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα οποία παραβιάζουν τους κανόνες π.χ. του κράτους δικαίου, θα επιδιώξουν οι μελλοντικοί κυβερνητικοί εταίροι, η Χριστιανική Ένωση (CDU/CSU) και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD). Στο στόχαστρο τίθεται η Ουγγαρία του Βίκτορ Όρμπαν.
Σύμφωνα με δημοσίευμα του περιοδικού Politico, στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για την προγραμματική τους συμφωνία, οι εταίροι συμφωνούν να ζητήσουν από την ΕΕ κυρώσεις σε βάρος των κρατών – μελών τα οποία παραβιάζουν θεμελιώδεις αρχές, όπως το κράτος δικαίου. Η Ουγγαρία δεν κατονομάζεται, διευκρινίζεται στο δημοσίευμα, θεωρείται ωστόσο ότι «το προσχέδιο αναφέρεται ξεκάθαρα στον χειρότερο παραβάτη της ΕΕ, ο οποίος επί χρόνια κατηγορείται ότι διέλυσε τους δημοκρατικούς κανόνες, περιόρισε την ελευθερία του Τύπου και την ανεξαρτησία των δικαστών».
«Τα υπάρχοντα προστατευτικά εργαλεία, από τις διαδικασίες επί παραβάσει και την παρακράτηση κονδυλίων της ΕΕ έως την αναστολή δικαιωμάτων όπως αυτό της ψήφου, πρέπει να εφαρμόζονται με πολύ μεγαλύτερη συνέπεια από ό,τι προηγουμένως», επισημαίνεται σε προσχέδιο της προγραμματικής συμφωνίας των πιθανών εταίρων, μεταδίδει το περιοδικό και σημειώνει ότι η μελλοντική γερμανική κυβέρνηση «θέλει να επιδιώξει την επέκταση της ειδικής πλειοψηφίας στο Συμβούλιο της ΕΕ, ιδιαίτερα σε κάποια θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας, όπως η επιβολή κυρώσεων». Κάτι τέτοιο, διευκρινίζεται, θα επέτρεπε την λήψη των σχετικών αποφάσεων χωρίς την συγκατάθεση της Ουγγαρίας.